ixcanul.jpg

Ixcanul, Jayro Bustamante
Με φόντο το γκρίζο ηφαίστειο ενός υψιπέδου της Γουατεμάλα, εξελίσσεται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Jayro Bustamante,  ένα ανθρωπολογικό παραμύθι αλλά και κοινωνικό πορτρέτο μιας κοινωνίας σε απομόνωση. Η Mαρία μια δεκαεφτάχρονη της φυλής των Μάγια, ζει με τους γονείς της σε μια φυτεία καφέ, στους πρόποδες ενός ενεργού ηφαιστείου. Η Μαρία εργάζεται το ίδιο σκληρά με τους μεγάλους, το μέλλον της όμως είναι προδιαγεγραμμένο. Οι γονείς της την έχουν τάξει στον εύπορο επιστάτη  της περιοχής και οι ετοιμασίες του γάμου έχουν ξεκινήσει. Μόνο που η κοπέλα, που παραμένει σιωπηλή και κατηφής στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, έχει άλλα όνειρα για τη ζωή της.
Ο Bustamante χτίζει αργά την ιστορία του έχοντας ως επίκεντρο την ιδιαίτερα δυνατή σχέση μάνας-κόρης και ως φόντο ένα μυσταγωγικό φυσικό περιβάλλον με τις αρχέγονες τελετουργικές παραδόσεις του. Πρόκειται για έναν κόσμο που έχει μια ιερή, σαμανιστική σχέση με τη φύση και όπου το ηφαίστειο παίζει ρόλο καθοριστικό. Πίσω από την απλότητα και την ήρεμη ρουτίνα των γηγενών υπάρχει ωστόσο ο μοντέρνος κόσμος της  δύσης, τα πάθη του έρωτα και η ανήσυχη φύση του κοριτσιού που σιγοβράζει όπως το ηφαίστειο. Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και οι παρενέργειές της θα αποκαλύψουν το πραγματικό πρόσωπο του «πολιτισμένου» κόσμου, αλλά και θα αναδείξουν τη δύναμη και την τόλμη των γυναικών.
Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί με διαφορετικό τρόπο τους δύο κόσμους. Υιοθετεί αργούς ρυθμούς και στατικά πλάνα για να αποδώσει τον παραδοσιακό, γεμάτο μαγεία και μυστική επικοινωνία κόσμο των ιθαγενών, ενώ το πέρασμα στην πόλη σηματοδοτεί μια πιο γρήγορη και νευρική κινηματογραφική γραφή. Η εικαστική απεικόνιση χάνεται, δίνοντας τη θέση της σε ένα λιγότερο ατμοσφαιρικό, ρεαλιστικό σινεμά.
Ο Bustamante στο Ixcanul θέλει να μιλήσει για πολλά πράγματα. Για  πατρογονικά τελετουργικά και δαίμονες, για τη μυστικιστική σχέση με τη φύση και τη θαυμαστή ανθρώπινη ύπαρξη, για την εθιμική υποταγή και τη νεανική αμφισβήτηση. Αλλά και για τους στενούς μητριαρχικούς δεσμούς μιας κοινωνίας που απειλείται από τις απαγωγές και το εμπόριο βρεφών. Έχοντας και ο ίδιος μεγαλώσει στην περιοχή επιστρέφει στο γενέθλιο τόπο για να κινητοποιήσει τα μέλη μιας κοινότητας που υπήρξαν θύματα μιας πολιτικής διακρίσεων και φυλετικής εξόντωσης. Η ιστορία του δραματοποιημένη από ερασιτέχνες ηθοποιούς-κατοίκους της περιοχής, είναι το αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της δημιουργικής συνεργασίας.  
Η ταινία βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο - Βραβείο Alfred Bauer (για ταινία που ανοίγει νέεες προοπτικές).

exotica-erotica-etc.jpg
Exotica, Erotica, Etc.,  Ευαγγελία Κρανιώτη
Η θάλασσα, τα καράβια και οι έλληνες ναυτικοί ως «ιδανικοί και άξιοι εραστές» συνυπάρχουν και συνομιλούν στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της φωτογράφου Ευαγγελίας Κρανιώτη. Ένα οπτικό δοκίμιο με έντονη την εικαστική ματιά για τη θάλασσα, τους ναυτικούς και τις γυναίκες των λιμανιών. Μια ποιητική περιπλάνηση  στο εξωτικό τοπίο των μεγάλων ωκεανών, στο  εσωτερικό των καραβιών που τους διασχίζουν αλλά και των σωμάτων που νοσταλγούν τον παρελθόντα ερωτικό πόθο.
Από το Βόρειο Πόλο μέχρι τον Πορθμό του Μαγγελάνου και από τον Παναμά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα η Ευαγγελία Κρανιώτη ταξίδεψε με φορτηγά και κοντέινερ για να κινηματογραφήσει υλικό 450 ωρών, από το οποίο αξιοποίησε στην ταινία της 108 λεπτά. Σκοπός των ταξιδιών της « να εξερευνήσει τη σχέση του έλληνα ναυτικού με τη θάλασσα, με την ξένη χώρα, με το καινούριο τοπίο αλλά και με το σώμα της γυναίκας του λιμανιού». Η ταινία αρθρώνεται πάνω σε δύο μονολόγους. Τον εσωτερικό ενός ανώνυμου ναυτικού σε voice over, με φόντο την αγριεμένη θάλασσα  και το μονόλογο μιας γερασμένης πόρνης, που σε κάποιο διαμέρισμα της Χιλής αναπολεί τις νύχτες της με τους έλληνες ναυτικούς. Πιο ποιητικός ο πρώτος διαπνέεται από μια στοχαστική ματιά για τον άνθρωπο και τη σχέση του με τη θάλασσα. Πιο πληθωρικός ο δεύτερος διανθίζεται με γλαφυρά σχόλια και μια τρυφερή διάθεση, σχεδόν ρομαντική. Ανάμεσα στους δύο μονολόγους η κάμερα στρέφεται στο ίδιο το καράβι και στη ζωή του. Το σκληρό σίδερο, οι μηχανές, τα έντονα χρώματα εικονοποιούν ένα σύμπαν επιβλητικής ομορφιάς, μέσα στο οποίο η μικρότητα του ανθρώπου εμφανίζεται ακόμα πιο έντονη. Πρόκειται στην ουσία για το πιο ενδιαφέρον μέρος της ταινίας, για την προσωπική εικαστική ματιά της ίδιας της δημιουργού. Από την άλλη οι βιντεοσκοπημένες σκηνές από την καθημερινότητα των ναυτικών κινούνται στο συνήθη χώρο της ρεαλιστικής καταγραφής. Το λιγοστό πλήρωμα, τα εορταστικά τους γεύματα, η επικοινωνία τους με τους συγγενείς.
Ωστόσο πέρα από τη  δύναμη της εικόνας του, είναι οι αφηγήσεις της κεντρικής ηρωίδας  που συντελούν στη δημιουργία της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας του ντοκιμαντέρ. Αυτήν της πλήρωσης που γεννάει η απόλυτη ελευθερία της θάλασσας και του έρωτα αλλά και η μελαγχολική, νοσταλγική ενατένισή τους.
knights-of-cups.jpg
Knight of Cups, Terrence Malick
Ένας άντρας γύρω στα σαράντα, σκλάβος και προσκυνητής της λαμπερής βιομηχανίας του Χόλυγουντ, περιφέρει το κουρασμένο του σώμα σε τόπους υπαρκτούς και ονειρικούς, αναζητώντας τον πραγματικό του εαυτό αλλά και το νόημα της ζωής. Μετέωρος και χωρίς στόχους, ένας περιπλανώμενος υπνοβάτης, βλέπει τη ζωή του ως θεατής, μέσα από σταθμούς που τον σημάδεψαν. Στο Knight of Cups μέσα από ένα εκρηκτικό κολάζ εικόνων, μουσικών συνθέσεων και στοχαστικών μονολόγων ενός αθέατου αφηγητή, παρακολουθούμε το υπνωτικό ταξίδι μιας άσωτης, βασανισμένης ψυχής σε έναν ηδονιστικό κόσμο, κενό νοήματος.
Μια αλληγορία διατρέχει την έβδομη κατά σειρά ταινία του Terrence Malick. Στην αρχή της ταινίας η εκτός κάδρου φωνή του αφηγητή διηγείται την ιστορία ενός ιππότη που ψάχνει σε ξένους τόπους ένα πολύτιμο μαργαριτάρι. Καταλήγει όμως σε έναν κόσμο γεμάτο πειρασμούς, πίνει από το νερό της λησμονιάς και ξεχνάει την προηγούμενή του ζωή και τον προορισμό του. Έτσι και ο κεντρικός χαρακτήρας (ερμηνεύεται εξαιρετικά από τον Christian Bale), που στην ταινία παραλληλίζεται με τον απρόβλεπτο βαλέ κούπα των Ταρώ, τριγυρνά νωχελικά από σκηνή σε σκηνή κι άλλοτε επιδίδεται σε ένα αισθησιακό κυνήγι εμπειριών, άλλοτε αποτραβιέται σε έναν κόσμο διαλογισμού και απόλυτης μοναξιάς. Η διαρκής αυτή αναζήτηση αλλά και η αίσθηση ενός ακραίου διχασμού είναι πολύ έντονη σε όλη την ταινία. Το μετέωρο και το ανικανοποίητο συνιστούν την πηγή δυστυχίας του ήρωα.
Ο Malick, διατηρώντας τη φόρμα και το γνωστό φιλοσοφικό του ύφος επιστρέφει με μια πιο προσιτή ταινία στην οποία προβάλλεται εντονότερα η ανθρώπινη απόγνωση μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Χωρίς να εγκαταλείπει τα προσφιλή θέματα της φύσης και του κοσμικού σύμπαντος στρέφεται τώρα σε ένα πεδίο πολύ πιο γήινο και πληθωρικό, που αποδίδεται με φελινική σχεδόν υπερβολή. Η Καλιφόρνια, ο επίγειος παράδεισος και το Λος Άντζελες, εκεί όπου καταλήγουν οι έκπτωτοι άγγελοι, είναι το σκηνικό στο οποίο κινείται η κάμερα του Lubetzki, διευθυντή φωτογραφίας στις τελευταίες του ταινίες. Ρέουσες εικόνες, γρήγοροι ρυθμοί, μια συνεχής κίνηση της κάμερας σε μια διαδοχή επεισοδίων- θραυσμάτων, όπως ακριβώς και η ζωή του ήρωα. Ένα πολύχρωμο τσίρκο φιλαρέσκειας, μια μοντέρνα αυλή των θαυμάτων, εκεί όπου όλα είναι δυνατά και τίποτα δεν ολοκληρώνεται. Οι φλυαρίες των πλουσίων, οι ψίθυροι, οι σαγηνευτικές υπάρξεις, ο λήθαργος της γλυκιάς ζωής. Και η αβάσταχτη κοινοτοπία της. Ο απόηχος της «Μεγάλης Ομορφιάς» του Paolo Sorrentino είναι εδώ αισθητός. Από την άλλη η κάμερα στρέφεται στα άδεια κινηματογραφικά στούντιο και στους έρημους δρόμους, τους εγκαταλελειμμένους από ανθρώπους. Ο Malick προβάλλει αριστοτεχνικά και με γεωμετρική ακρίβεια τις αυστηρές αρχιτεκτονικές δομές ενός μοντέρνου κόσμου, ψυχρού και μινιμαλιστικού. Ο οποίος στερείται περιεχομένου, όπως το άδειο διαμέρισμα αλλά και η ίδια η ζωή του ήρωα.
Από έναν τέτοιο απατηλό μη-τόπο, όπου ο χρόνος έχει παγώσει και υπάρχουν μόνο οι στιγμές, σαν κύκλοι που διαρκώς επαναλαμβάνονται, ο ήρωας συχνά δραπετεύει για να βρεθεί στη μέση μιας άνυδρης ερήμου ή στις ακτές ενός ωκεανού. Με το βλέμμα κενό περιφέρει την ανία ενός κατεξοχήν μελαγχολικού αποζητώντας ενίοτε την απομόνωση ή την επαφή με το υγρό στοιχείο. Σαν η αλήθεια των πραγμάτων -ή ίσως η χαμένη ευτυχία- να βρίσκεται μέσα στο νερό και να προσπαθεί απεγνωσμένα να την πιάσει, βουτώντας σ’ αυτό.
Σε αυτή την ονειρική διαδρομή, όπου μνήμες από την παιδική ηλικία μπερδεύονται με τραυματικές εμπειρίες από την ενήλικη οικογενειακή ζωή, ο ήρωας αναπολεί κυρίως τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του. Και είναι οι στιγμές αυτές από τις ωραιότερες της ταινίας, γιατί κινηματογραφούν τη θηλυκότητα σε όλο της το μεγαλείο. Οι γυναίκες αυτές αν και κλεισμένες σε ρόλους αρχετυπικούς, -η κάθε μια αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό ιδεώδες- επιβεβαιώνουν έντονα τη συγκεχυμένη ψυχοσύνθεση του ήρωα. Μέσα από δυναμικές ευρυγώνιες λήψεις ο ήρωας περνάει από τη μια γυναίκα στην άλλη, εγκαταλείποντας μόνο προσωρινά την παθητικότητά του. Ασφάλεια, έρωτας, ηδονή, έμπνευση, αλλά ποτέ όλα αυτά μαζί. Ουτοπική αναζήτηση μιας αγάπης στην οποία φοβάται να παραδοθεί και η μελαγχολική επίγευσή της.
Στο Knight of Cups o κινηματογράφος του Malick μεταμορφώνει το κοινότυπο θέμα της απώλειας ταυτότητας σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων σε μια ποιητική οδύσσεια. Αναμνήσεις, επιθυμίες, όνειρα, συνειρμοί οπτικοποιούνται και ηχοποιούνται, σπάζοντας τους φραγμούς της κινηματογραφικής αφήγησης. Και μπορεί τα ερωτήματα που θέτει να μένουν αναπάντητα, επιφυλάσσει ωστόσο στο θεατή πολλές μικρές στιγμές αποκάλυψης, βυθίζοντας τον στον ευμετάβλητο, μαγικό κόσμο της ανθρώπινης συνείδησης.
every-thing-will-be-fine.jpg
Every Thing will be fine, Wim Wenders
Υπάρχει κάτι το μυστηριώδες στην αρχή του Every Thing will be fine, που δημιουργείται από την εικόνα και ενισχύεται από τη μουσική υπόκρουση. Από την πρώτη σκηνή ο θεατής συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται μέσα σε μια τρισδιάστατη ταινία. Και ότι κάτι σκοτεινό πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ένας πεδίο δράσης κλειστό και  ασφυκτικό, το οποίο προοικονομεί τη θλίψη και το βάρος των γεγονότων που θα ακολουθήσουν. Ένας χώρος, όπου μικροί κόκκοι σκόνης αιωρούνται στον αέρα και διαλύονται στο φως και όπου και η παραμικρή λεπτομέρεια έρχεται στο προσκήνιο και γίνεται άμεσα ορατή. Το δραματικό όμως παραμερίζεται εκτός σκηνής και δε βγαίνει ποτέ στην επιφάνεια. Όλη η ταινία αντανακλάται στην ουσία στη σκηνή αυτή.
Η πρώτη τρισδιάστατη ταινία μυθοπλασίας του Wim Wenders, δεν υποστηρίζει τόσο τον τίτλο της, ούτε και το κινηματογραφικό της είδος, όσο το μέσο που χρησιμοποιεί. Βασισμένη σε σενάριο του  Bjørn Olaf Johannessen, αφηγείται με χρονικά άλματα την ιστορία του Τόμας, ενός νεαρού συγγραφέα, που άθελά του προκαλεί ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και περνάει τα επόμενα δώδεκα χρόνια της ζωής του μέσα σε βαθιά συνειδησιακή κρίση. Σε ένα χιονισμένο επαρχιακό δρόμο του Καναδά, ο Τόμας θα σκοτώσει με το αυτοκίνητό του ένα μικρό αγόρι που κατέβαινε από ένα λόφο με το έλκηθρό του. Το δυστύχημα θα αφήσει βαθιά τραύματα σε τρεις ανθρώπους. Στη ζωή του συγγραφέα, στης μητέρας του παιδιού αλλά και σε αυτή του μικρότερου αδελφού του θύματος, που επέβαινε επίσης στο έλκηθρο. Η ζωή του Τόμας μετά το ατύχημα καταρρέει. Η σχέση του με την κοπέλα του  καταστρέφεται, ενώ ο ίδιος προσπαθεί να βρει καταφύγιο στη γραφή. Η ταινία παρακολουθεί τον ήρωα στην προσπάθειά του να συνεχίσει τη ζωή του και να ξαναβρεί τη δημιουργικότητά του. Κάτι που το καταφέρνει, ίσως και εξαιτίας του τραγικού συμβάντος. Παράλληλα παρακολουθεί διακριτικά και τη μητέρα και τον αδελφό του θύματος, μέχρι τη στιγμή που ο τελευταίος στα δεκαεφτά του θα αποφασίσει να ξανασυναντήσει τον άντρα εκείνου του μοιραίου απογεύματος.
Ο σκηνικός χώρος και το θέμα της ταινίας παραπέμπουν εύκολα στο «Γλυκό Πεπρωμένο» (The Sweet Hereafter) του Atom Egoyan. Ο θρήνος για τα παιδιά που χάνονται και τα τραύματα που αφήνει πίσω του το τραγικό γεγονός. Αλλά και η μάταιη αναζήτηση ευθυνών. Μόνο που εδώ απουσιάζουν οι διάλογοι, η δύναμη και η διάσταση μιας τραγωδίας. Υπάρχει μόνο η αλήθεια της τρίτης διάστασης, η ειλικρίνεια της εικόνας της και η παραμυθική της αφήγηση.
 Ο Wenders, ο οποίος  χαρακτήρισε την ταινία του ως «μια ιστορία ενοχής και συγχώρεσης αλλά και αποδοχής των πραγμάτων που δεν μπορείς να αλλάξεις πια» δεν διεισδύει στον κατεστραμμένο ψυχικό κόσμο των ηρώων του. Μένει στην επιφάνεια, στο προσκήνιο, σαν να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ακριβή διαχείριση του χώρου αλλά και για τη σταδιακή απομάκρυνση και αποξένωση των ανθρώπων από το περιβάλλον τους. Αυτή η σταδιακή απομάκρυνση δίνεται με τα μέσα του 3- D. Επιτηδευμένο καδράρισμα μέσα από πόρτες και παράθυρα, οι ήρωες κλεισμένοι σε πλαίσια, χαμένοι, απομονωμένοι. Σαν να προσπαθούν οι τρισδιάστατες εικόνες να αποδώσουν οπτικά το εύθραυστο των σχέσεων και την έλλειψη εμπιστοσύνης που αφήνει πίσω του το τραγικό γεγονός. Μια ανέφικτη δυστυχώς προσπάθεια. Καταφέρνουν ωστόσο να κάνουν απτό έναν απειλητικό κίνδυνο, που εντείνεται από τη μουσική του Alexandre Desplats και θυμίζει μουσικές του Bernard Herman σε χιτσκοκικές ταινίες. Ένα διαρκές σασπένς που όμως δεν κορυφώνεται ποτέ.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]