ivy.jpg

Sarmaşık (Ivy), Tolga Karaçelik
Διαδραματιζόμενη στο περιορισμένο χώρο ενός ακινητοποιημένου πλοίου, η δεύτερη ταινία του ταλαντούχου νεαρού τούρκου δημιουργού δεν είναι μόνο ένα ψυχολογικό θρίλερ αλλά επιπλέον και μια παραβολή για την τούρκικη κοινωνία.
Σ’ ένα τούρκικο φορτηγό που βρίσκεται εν πλω φθάνουν τρεις ναυτικοί: ένα Κούρδος και δύο Τούρκοι. Ύστερα από λίγο καιρό το πλοίο ακινητοποιείται στα ανοικτά. Ο λόγος είναι η χρεοκοπία του πλοιοκτήτη και το ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς. Πάνω στο πλοίο θα παραμείνει ένα μέρος του πληρώματος: Οι τρεις νεοφερμένοι ναυτικοί, ο πλοίαρχος, ένα θαλαμηπόλος, και ο πρώτος μηχανικός. Καθώς ο χρόνος περνά, καμία λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα σχετικά με το πλοίο. Ύστερα από λίγο οι προμήθειες τους αρχίζουν να τελειώνουν και οι εντάσεις στις μεταξύ τους σχέσεις έρχονται σιγά –σιγά στο προσκήνιο.
Ο σκηνοθέτης, καταρχάς, σχεδιάζει τα πορτραίτα των έξι ναυτικών, αλλά δεν συνιστά αυτό το κέντρο βάρους της αφήγησης. Ό,τι συνιστά το κέντρο βάρους είναι οι μεταξύ τους σχέσεις, και η κλιμάκωση τους, ο δυναμικές της κλειστής ομάδας:  οι συγκρούσεις, οι ψυχολογικές εντάσεις και οι πιέσεις αναδεικνύονται καθώς η αφήγηση προχωρά. Οι νεκροί χρόνοι, ο εγκλεισμός, η απραγία και η αεργία είναι η μήτρα των συγκρούσεων. Ο αχανής χώρος που η αφήγηση εξελίσσεται –το κενό φορτίου πλοίο-, η κίνηση μέσα σ’ αυτό, οι ήχοι του χώρου (άλλοτε ανατριχιαστικοί και άλλοτε υπαινικτικοί), τα βλέμματα: είναι η πρώτη ύλη. Υπάρχει μια δεδομένη ιεραρχία που λόγω της αεργίας αμφισβητείται απ τους νεοφερμένους. Και είναι ακριβώς αυτό που οδηγεί αυτό το ψυχολογικό δράμα στην κορύφωση.
Εδώ οι αναφορές στο σινεμά του Roman Polanski, αλλά και του Jerzy Skolimowski, σκηνοθετών εστιασμένων στα κλειστά τοπία και στις εντός αυτών δραματικές συγκρούσεις, είναι εμφανείς και ευπρόσδεκτες. Τους υψηλούς δραματικούς τόνους και τις εντάσεις της σκηνοθεσίας συμπληρώνει η εντυπωσιακή υποκριτική παρουσία των 6 ανδρών ηθοποιών: αυτή είναι μια ταινία στην οποία δεν υπάρχει ίχνος γυναικείας παρουσίας. Ό,τι βλέπουμε είναι ένα απόλυτο ανδρικό σύμπαν, και αυτό δεν είναι χωρίς σημασία.
Καθώς η δραματική πλοκή κορυφώνεται, γρήγορα γίνεται φανερό ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι μια παραβολή για την κοινωνική διαστρωμάτωση και την ταξική πάλη της τούρκικης κοινωνίας. Ωστόσο, η ταινία μοιάζει να έχει και μια άλλη παρόμοιας τάξης διάσταση που υπερβαίνει τον τοπικό εντοπισμό της: Η ταινία είναι, εντέλει, μια καταγραφή του εσωτερικού τοπίου μιας κοινωνίας που, σιγά –σιγά, λόγω προϊούσας κρίσης, αποσυντίθεται. Ό,τι είναι το πιο ανησυχητικό δεν είναι η έκρηξη βίας, που μ΄ένα ποιητικό και πρωτότυπο τρόπο απεικονίζεται από τον σκηνοθέτη. Είναι το στάσιμο του πλοίου (και του πληρώματος), η μη εξέλιξη. Αυτή είναι η αληθινή τραγωδία των ενοίκων του πλοίου (...και της όποιας κοινωνίας).
yearning.jpg
Hasret (Yearning), Ben Hopkins
Ενδυόμενη τη φόρμα ενός ντοκιμαντέρ για μια πόλη -την Πόλη-, η ταινία καταλήγει να είναι μια σε προσωπικό τόνο περιπλάνηση στις αστικές (και όχι μόνο) μυθολογίες της.
Ο Ben Hopkins εισέρχεται ως ένας παράνομος μετανάστης στην Πόλη. Συνοδεύεται από ένα μικρό κινηματογραφικό συνεργείο και σκοπός τους είναι το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ. Όμως,, καθώς ο σκηνοθέτης κινείται μέσα στο χαοτικό αστικό τοπίο αυτής της εντυπωσιακής σε μέγεθος μεγαλούπολης, γρήγορα έρχεται σε επαφή με μια άλλη πραγματικότητα. Και είναι αυτή πραγματικότητα που σιγά –σιγά υπονομεύει τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ.
Ο Ben Hopkins οργανώνει την ταινία σε κεφάλαια, που το ένα οδηγεί στο άλλο. Οι τίτλοι και οι θεματικές τους, όλα τόσο τυπικά στην αρχή, δεν προδιαθέτουν για ό,τι ακολουθεί: Ο Βόσπορος, τα γεγονότα και η πόλη, τα σκουπίδια (μια μικρή παρουσίαση της αποκομιδής τους), η πόλη και ο κόσμος, η αντίσταση (οι συνοικίες των Αλεβιτών), τα φαντάσματα (οι παράνομοι μετανάστες), οι γάτες, οι αγώνες για την υπεράσπιση του αστικού τοπίου από τη εμπορευματικοποίηση, τα γκραφίτι, τα απρόσωπα οικιστικά συγκροτήματα στα αχανή προάστια, οι θρησκείες και οι τόποι λατρείας κ.λπ.
Είναι αμέσως φανερό ότι ο σκηνοθέτης αναζητά το άλλο πρόσωπο της Πόλης, αυτό που βρίσκεται μακριά από την πολυσύχναστη και εμβληματική Μεγάλη οδός του Πέρα. Και γ’ αυτό η εξέγερση του πάρκου Gezi κατέχει κεντρική θέση σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ και είναι ενδεικτικό της οπτικής του σκηνοθέτη. Υπάρχει μια κριτική οπτική, καθόλου εγκωμιαστική, για τη σύγχρονη αστική πραγματικότητα.
Ωστόσο, σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ υπάρχει και μια άλλη διάσταση, που σταδιακά έρχεται στο προσκήνιο. Σκόρπιες ασπρόμαυρες εικόνες υπονομεύουν τη διάσταση του ντοκιμαντέρ: η φιγούρα μιας γυναίκας στο υπόγειο υδραγωγείο του Ιουστινιανού, στη Βασιλική Κινστέρνα ή το Γερεμπατάν Σαράι, ένα ερειπωμένο ελληνικό ορφανοτροφείο στα Πριγκιποννήσια, οι γάτες και το αινιγματικό τους βλέμμα, μια φράση που λέει ένας εκκεντρικός συγγραφέας μια τηλεφωνική επικοινωνία με το υπερπέραν σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι, ένα παλιό τούρκικο ταγκό…
Καθώς η αφήγηση προχωρά, οι τόνοι γίνονται όλο και περισσότερο προσωπικοί: Ο σκηνοθέτης βρίσκεται εδώ για να γιατρέψει τις πληγές της ψυχής και της καρδιάς –έχει μόλις αναρρώσει από ένα περιστατικό κατάθλιψης- και αισθάνεται την Πόλη να τον κυριεύει. Η βαριά ατμόσφαιρα της, η κρυφή της πραγματικότητα, η μελαγχολία της του βαραίνει τη ψυχή. Πρόσωπα και εικόνες άλλων εποχών, τα φαντάσματα της  Πόλης εισβάλλουν στο προσκήνιο και τον αντικρίζουν. Έχουν ήδη περάσει 99 μέρες που βρίσκεται στην Πόλη. Είναι πλέον μέρος της. Της ανήκει…
letter-to-the-king.jpg
Letter to the King, Hisham Zaman
Νορβηγία. Ένα κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στην χιονισμένη ύπαιθρο. Οι ένοικοι του διέσχισαν όλη την Ευρώπη και βρήκαν καταφύγιο, εδώ στις παγωμένες εσχατιές της Γηραιάς Ηπείρου. Κούρδοι, Αφγανοί, Αφρικανοί. Άλλοι υπό απέλαση, άλλοι διεκδικούν άσυλο ως πρόσφυγες πόλεμου. Μια μέρα μια εκδρομή στο Όσλο, ένα διάλειμμα από τον εγκλεισμό, θα αλλάξει την καθημερινότητα τους. Περιπλανώμενοι στην πόλη, οι πρόσφυγες θα συναντήσουν μια άλλη όψη της ζωής.
Ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια αφήγηση με εκκίνηση το κέντρο προσφύγων και τους ενοίκους του. Μια αφήγηση, η οποία, όμως, όταν εισέρχεται στην πρωτεύουσα της Νορβηγίας, διασπάται σε πολλές και παράλληλες αφηγηματικές γραμμές. Κάθε αφηγηματική γραμμή αφιερώνεται σ’ ένα πρόσωπο και τη δική του προσωπική ιστορία. Ένας ηλικιωμένος Κούρδος από το Ιράκ που γράφει ένα γράμμα στον βασιλιά ζητώντας διαβατήριο για να επιστρέψει πίσω για μια κηδεία, ένας κουρέας, ένας «γόης» που βγαίνει ραντεβού με μια μεσήλικα, μια χήρα μητέρα με τη μικρή της κόρη που αναζητά εκδίκηση, ένας υπό απέλαση που αναζητά τα απλήρωτα μεροκάματα του, ένα «προπονητής» taek-won-do, ένας 16χρονος που θα βγει για πρώτη φορά «blind date». Αυτές οι αφηγηματικές γραμμές εξελίσσονται παράλληλα και ούτε στο τέλος, όταν το διάλειμμα στην πρωτεύουσα τελειώσει, δεν θα συγκλίνουν.
Όμως εκεί όπου αυτές οι ιστορίες συγκλίνουν είναι στην απελπισία και την απόγνωση, καθώς αυτά τα πρόσωπα, στην κυριολεξία, δεν έχουν ένα τόπο να σταθούν. Είναι επίσης η αγωνία για ενσωμάτωση, για καταφυγή, ό,τι διακρίνουμε στις διαδρομές τους. Αλλά, επιπλέον είναι τα ανοιχτά τραύματα που ζητούν επούλωση, οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί του παρελθόντος που έρχονται στο προσκήνιο και ζητούν τακτοποίηση και εξόφληση.
Άλλοτε με μια οπτική χιουμοριστική, και άλλοτε σε τόνους δραματικούς, αλλά πάντα μ’ ένα βλέμμα συμπάθειας και πάντα σε τόνους συναισθηματικούς, ο σκηνοθέτης σχεδιάζει ένα πορτραίτο της προσφυγιάς στην Ευρώπη του σήμερα. Οι ηθοποιοί του, πρόσφυγες και οι ίδιοι, ζουν τις ζωές του εκτοπισμένου … ή παύουν να τις ζουν: Δύο από τους ηθοποιούς –πρόσφυγες της ταινίας έφυγαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της. Στη μνήμη τους είναι αφιερωμένη.
realite.jpg
Réalité, Quentin Dupieux
Ένα πλήθος χαρακτήρων βρίσκεται στο κέντρο της δραματικής πλοκής σ’ αυτήν τη γαλλό-αμερικάνικη παραγωγή. Κάποιοι στα όρια το εκκεντρικού, και κάποιοι στα όρια του καθημερινού. Ένα παρουσιαστής εκπομπών μαγειρικής που φορά ένα τομάρι αρκούδας και συνεχώς ξύνεται, ένας κυνηγός αγριογούρουνων και η μικρή γεμάτη νοσηρή περιέργεια κόρη του, ένας κάμεραμαν που θέλει να γυρίσει μια ταινία τρόμου, ένας δερματολόγος που πάσχει από έκζεμα, ένας παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών, ένας διευθυντής δημοτικού σχολείου που του αρέσει να ντύνεται γυναίκα, μια ψυχολόγος.
Η αφήγηση παρατηρεί εξ αποστάσεως τις ιστορίες τους. Οι αφηγηματικές γραμμές άλλοτε συγκινούν και άλλοτε αποκλίνουν, άλλοτε τέμνονται και άλλοτε ενσωματώνονται η μια στην άλλη.
Πλήρης εμμονών –τα τομάρια των άγριων ζώων είναι μια από αυτές- και αναφορών, όχι μόνο κινηματογραφικών, η ταινία διαδραματίζεται με φόντο την ύπαιθρο του Χόλιγουντ και μοιάζει σαν ένα παιχνίδι κινηματογραφικού μυστήριου. Με αναφορές σ’ ένα ιδιαίτερο σινεμά του φανταστικού, και σε σκηνοθέτες εικονοκλάστες όπως οι David Cronenberg, David Lynch, Spike Jonze, ο γάλλος σκηνοθέτης δημιουργεί μια ταινία όπου η δραματική πλοκή της, διαρκώς, διαπλέκεται και συστρέφεται. Ένα είναι το ερώτημα που κυριαρχεί στην αφήγηση: Ποία είναι η «κινηματογραφημένη» πραγματικότητα και ποία η «κινηματογραφημένη» μυθοπλασία σε ό,τι βλέπουμε;
Στο ερώτημα αυτό η αποκάλυψη της απάντησης είναι και το τέλος της γοητείας της θέασης της ταινίας. Ό,τι έχει σημασία για τον θεατή είναι οι πολλαπλές και αποτυχημένες απόπειρές του να απαντήσει στο ερώτημα.
labour-of-love.jpg
Labor of Love (Asha Jaoar Majhe), Aditya Vikram Sengupta
Καλκούτα. Σήμερα. Οικονομική κρίση. Κοινωνικές αναταραχές. Πρωί μιας εργάσιμης μέρας . Μια νεαρή παντρεμένη γυναίκα, μέσα στη ροή της κυκλοφορίας που πηγαίνει στη δουλειά του. Ένας 30χρονός άνδρας που επιστρέφει στο σπίτι. Η κάμερα άλλοτε από μακριά, άλλοτε από κοντά άλλοτε σταθερή και άλλοτε σε κίνηση τους παρακολουθεί. Παρακολουθεί τις διαδρομές του μέσα στην πόλη, τις δραστηριότητες τους. Η εργασία της γυναίκας, η ανάπαυση του άνδρα. Και αργότερα η αντίστροφη διαδρομή. Ο άνδρας πηγαίνει στη δουλειά του. Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι. Το ίδιο σπίτι με την γυναίκα. Οι στιγμές εργασίας και έντασης του ενός είναι οι στιγμές σχόλης και ανάπαυσης του άλλου.
Οι ανοιχτοί χώροι: η πόλη, η κίνηση, τα παζάρια και οι αγορές , τα στενά σοκάκια και οι πολυσύχναστοι δρόμοι. Χώροι κλειστοί: ο χώρος εργασίας της γυναίκας –μια βιοτεχνία-, το σπίτι του άνδρα. Χώροι δημόσιοι –το λεωφορείο, το ασανσέρ, οι σκάλες. Τόποι ιδιωτικοί – το κοινό τους σπίτι. Οι ώρες της ανάπαυσης και της σχόλης και οι ώρες της εργασίας. Ο ήλιος που δύει, η σιγαλιά της νύχτας, η βοή της πόλης, η αυγή, οι γραμμές του τραμ. Ένας ποδηλάτης σ’ ένα έρημο δρόμο. Το ίχνος μιας βρεγμένης πατημασιάς στο πάτωμα που σιγά –σιγά σβήνει. Ένα νοσταλγικό ινδικό τραγούδι σε ύφος της δεκαετίας του 50. Τα όνειρα –ασπρόμαυρα όπως πάντα- μια περιπλάνηση στο δάσος. Στιγμές φευγαλέες στη ροή του ασθμαίνοντος χρόνου.
Ο σκηνοθέτης καταγράφει με τους τρόπους του Michael Haneke και της Chantal Akerman (Jeanne Dielman, 23, Quai du Commerce, 1080 Bruxelles), αλλά χωρίς τη νοσηρότητα ή την παθολογία τους, αυτές τις διαδρομές του άνδρα και της γυναίκας. Η απουσία κάθε διαλόγου δίνει έμφαση στην κίνηση αλλά και τη στάση των σωμάτων. Οι χειρονομίες, οι λεπτομέρειες των χώρων και των προσώπων, όλα είναι σημαντικά για να οικοδομηθεί η ατμόσφαιρα σ’ αυτήν την ταινία. Παράλληλα, και όχι χωρίς σημασία, η ταινία διαθέτει ένα ηχητικό τοπίο πλούσιο, ως μια συμφωνία ήχων της πόλης και της καθημερινότητας
Αντιπαραβάλλοντας συνεχώς τις αντίθετης φοράς παράλληλες διαδρομές των δύο ηρώων, ο σκηνοθέτης μοιάζει να κάνει ένα λυρικό στις απολήξεις του σχόλιο για τη εργασία και το συζυγικό βίο. Ό,τι παρακολουθούμε είναι η ζωή της εργατικής τάξης στις μεγαλουπόλεις του σήμερα. Και ό,τι υπάρχει ως αφηγηματική εκκρεμότητα είναι εάν αυτές οι αντίθετης φοράς παράλληλες διαδρομές θα συναντηθούν ποτέ…

red-amnesia.jpg
Red Amnesia (闯入者/ Chuǎngrù zhě), Wang Xiaoshuai
Από τους σύγχρονους κινέζους σκηνοθέτες ο Wang Xiaoshuai είναι ο περισσότερος στραμμένος στην αστική καθημερινότητα της ζωής: ένας καταγραφέας των ηθών και των τρόπων ζωής, της ζωής όχι μόνο του σήμερα αλλά και του παρελθόντος. Τα πρόσωπα στις ταινίες του αντανακλούν τις αιχμηρές απολήξεις των σφοδρότατων κοινωνικών αλλαγών, με φόντο όμως πάντα την αστική (και όχι μόνο) καθημερινότητα.
Στην ταινία του Red Amnesia (Κόκκινη αμνησία) έχει στο κέντρο μια πεισματάρα ηλικιωμένη που ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι η πραγματικότητα γύρω της αλλάζει. Αισθάνεται να απειλείται από κάποιον άγνωστο, αλλά παράλληλα αισθάνεται και το βάρος των χρόνων της. Μετέωρη ανάμεσα στο να αποδεχτεί τον εγκλεισμό της σε γηροκομείο και στην έρευνα για την αποκάλυψη της αλήθειας, η ηλικιωμένη γνωρίζεται μ’ ένα μυστηριώδη νεαρό. Και είναι αυτή η γνωριμία που θα φέρει στην επιφάνεια τις ανεπούλωτες πληγές και τα φαντάσματα του παρελθόντος...
Ο σκηνοθέτης αφιερώνει το πρώτο μέρος της ταινίας για να σχεδιάσει το πορτραίτο της ηλικιωμένης ηρωίδας και να σκιαγραφήσει την οικογενειακή της ζωή. Εστιάζει στις σχέσεις της με τους δύο γιους της –ο ένας ανύπαντρος και ο άλλος παντρεμένος με παιδί-, παρακολουθεί με την κάμερα στο χέρι την καθημερινότητα της ζωής: τις επισκέψεις στο γηροκομείο όπου βρίσκεται η υπέργηρος μητέρα της, οι βόλτες με τον εγγονό της, η επικοινωνία με τον αποθανόντα σύζυγό της. Όμως είναι η εισβολή ενός άγνωστου που αισθάνεται στην προσωπική της ζωή, η οποία συνιστά την απειλή και διαταράσσει με τρόπο αμετάκλητο τις ισορροπίες της. Μια πέτρα που σπάει το παράθυρο, τηλεφωνήματα που κανείς δεν μιλά, σκουπίδια στην πόρτα του διαμερίσματος κάποιος που την παρακολουθεί. Δεν είναι λοιπόν χωρίς νόημα ο κινεζικός τίτλος της ταινίας: «Ο εισβολέας». 
Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος η σκηνοθεσία παίζει συχνά με το διφορούμενο: τι απ' όλα είναι πραγματικότητα και τι φαντασία της ηρωίδας;  Όμως ο εισβολέας δεν είναι ο μυστηριώδης νεαρός, αλλά το ίδιο το βαρύ, ένοχο παρελθόν της χώρας, η χαοτική, τραυματική και καταστροφική Πολιτιστική Επανάσταση και οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί της –και είναι αυτό που θα τροφοδοτήσει την αφηγηματική γραμμή στο δεύτερο μέρος της. Τρίτο μέρος, λοιπόν, μιας τριλογίας αφιερωμένη στη διαβόητη Πολιτιστική Επανάσταση –οι άλλες δύο  ταινίες είναι το Shanghai Dreams (2005) και 11 Flowers (2011)-, η ταινία θα κορυφωθεί στο δεύτερο της μέρος ως μια αληθινή τραγωδία της σύγχρονης Κίνας, με φόντο ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, κάπου στα βουνά, στο απομακρυσμένο Guizhou. Εδώ, τελικά, θύτες και θύματα θα γίνουν ένα, θρηνώντας τα χαμένα τους όνειρα. Καμία αμνησία λοιπόν, μόνο το βαρύ και μηδέποτε ξεχασμένο παρελθόν, που έρχεται πάλι στην επιφάνεια.…

Δημήτρης Μπάμπας