citizenfour.jpg

CitizenFour, Laura Poitras
Τρίτο μέρος μιας τριλογίας που έχει ως θέμα την Αμερική, μετά το περιστατικό της 11ης Σεπτεμβρίου, το ντοκιμαντέρ αυτό καταγράφει, εκ των έσω, την εξέλιξη από τα πρώτα της στάδια μιας πολύ σημαντικής υπόθεσης.
Τον Ιανουάριο του 2013, η Laura Poitras έλαβε μια σειρά από κρυπτογραφημένα e-mail από έναν άγνωστό της, ο οποίος είχε το ψευδώνυμο CitizenFour –εξ ου και ο τίτλος. Αυτά τα e-mail αποκάλυπταν πληροφορίες σχετικά με ένα τεράστιο δίκτυο παράνομων υποκλοπών που είχε οργανώσει η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA). Ύστερα από λίγους μήνες, η σκηνοθέτις συνοδευόμενη από τους δημοσιογράφους Glenn Greenwald και Ewen MacAskill του Guardian, πήγε στο Χονγκ Κονγκ για να γνωρίσει τον άγνωστο αποστολέα των e-mail. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, επί μία βδομάδα, τού πήραν μια σειρά από συνεντεύξεις, οι οποίες απετέλεσαν και το βασικό κορμό αυτού ντοκιμαντέρ. Ο άγνωστος αποστολέα των e-mail ήταν ο Edward Snowden, ένας συνεργαζόμενος με την NSA, ειδικός της πληροφορικής.
Μάρτυρας εκ των έσω, η σκηνοθέτις καταγράφει μ’ ένα τόνο προσωπικό, την εξέλιξη αυτής της τόσο σημαντικής υπόθεσης: από τις προσωπικές έρευνες της για τις παρακολουθήσεις έως τις αναστατώσεις και την κατάληξή της.  Καθώς ένα μεγάλο μέρος του ντοκιμαντέρ είναι έγκλειστο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου The Mira στο Χονγκ Κονγκ, μια παράδοξη οικειότητα δημιουργείται: ο θεατής γνωρίζει εκ του σύνεγγυς, τον Edward Snowden, ένα πρόσωπο που περιβάλλεται από την άχλη των διεθνών μέσων ενημέρωσης, έναν θαρραλέο ήρωα του αγώνα ενάντια στις αυθαιρεσίες της εξουσίας. Παρακολουθώντας τις αναταράξεις που προκλήθηκαν από τις αποκαλύψεις σ’ ένα επίπεδο προσωπικό, η σκηνοθέτις μετακινείται ως ένας globetrotter σ’ όλο τον κόσμο: από τη Νέα Υόρκη στο Χονγκ Κονγκ, και από το Ρίο της Βραζιλίας στο Βερολίνο και από κει στην έρημο της Γιούτα. Και κάθε στάση της σ’ αυτές τις περιπλανήσεις αποκαλύπτουν τους πολύπλοκους μηχανισμούς μιας οργουελικής εξουσίας, αλλά τις αντιστάσεις σ’ αυτή.
Η κατάληξη αυτής της τόσο αποκαλυπτικής παγκόσμιας περιπλάνησης μοιάζει μάλλον παράδοξη για ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ. Μια οικογενειακή σκηνή: ο Edward Snowden και η φίλη του Lindsay, στο σπίτι τους στη Μόσχα, ετοιμάζουν το δείπνο τους…
emrooz.jpg
Emrooz, Reza Mirkarimi
Ένας αυστηρός και λιγομίλητος ταξιτζής. Μια νεαρή γυναίκα, αδύναμη, ανήμπορη, σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης. Του ζητά να την πάει σ΄ ένα συγκεκριμένο νοσοκομείο. Και ο ταξιτζής πριν το καταλάβει θα βρεθεί εμπλεκόμενος: το προσωπικό του νοσοκομείου θα τον αντιμετωπίσει ως το σύζυγό της νεαρής γυναίκας. Βρισκόμαστε στο Ιράν όπου κάθε γυναίκα θα πρέπει να συνοδεύεται...
Ο σκηνοθέτης οργανώνει τη ταινία σε δύο μέρη. Στο πρώτο υπάρχει η ανάπτυξη της σχέσης ανάμεσα σ’ αυτόν τον εσωστρεφή άνδρα και την αδύναμη γυναίκα. Εστιάζοντας στα δυο πρόσωπα και στην εξ ανάγκης οικειότητα που αναπτύσσεται μεταξύ τους, ο σκηνοθέτης δημιουργεί τη συναισθηματική και τη ψυχολογική βάση για ό,τι ακολουθήσει: δηλαδή το δεύτερο μέρος και τη νοσηλεία της γυναίκας. Σ' αυτό το δεύτερο μέρος η εστίαση έχει στο κέντρο τον άνδρα και τα πάθη του. Η «κάλυψη» που αυτός προσφέρει έχει ένα σημαντικό τίμημα: αντιμετωπίζεται ως ένας άτιμος, ως κάποιος ο οποίος κακοποιεί τη γυναικά του. Η σκηνοθεσία διαχειρίζεται τους ρόλους άνδρα –γυναίκας και τα στερεότυπα τους στην ιρανική κοινωνία, με τις μεταβολές και μεταμορφώσεις που υφίστανται αυτά στο βλέμμα του θεατή. Ο ταξιτζής, ένας άνθρωπος ηθικός αντιμετωπίζεται ως ένα σύζυγος που κακοποιεί τη γυναίκα του, για να του αναγνωρισθεί στο τέλος μόνο, και εν μέρει, η ηθική του στάση. Αλλά παράλληλα, και ως μια αναφορά στην ταινία Ο Κύκλος/ Dayereh του Jafar Panahi, υπογραμμίζει με τρόπο εμφατικό και τόνο μελοδραματικό, και τις τραγωδίες της γυναικείας παρουσίας και της μητρότητας στο Ιράν του σήμερα. Τώρα όμως στο φαύλο κύκλο που είναι παγιδευμένη, η γυναίκα δεν είναι πλέον μόνη…
villa-touma.jpg
Villa Touma, Suha Arraf
Η άφιξη της Badia μίας νεαρής κοπέλας σε μια βίλα στη Ραμάλα της Δυτικής Όχθης στην Παλαιστίνη: αυτή είναι η αφετηρία της ταινίας. Τόπος κατοικίας μια αριστοκρατικής οικογένειας, της οποίας εκπεσόν μέλος είναι Badia, η βίλα αυτή έχει ως ενοίκους τρεις αδελφές, τις θείες της Badia: την Juliette, την Violette, τη νεώτερη Antoinette. Έγκλειστη στη βίλα και υπακούοντας στο αυστηρό τελετουργικό που ισχύει σ’ αυτήν, η Badia σιγά –σιγά ενσωματώνεται στην οικογένεια, έχοντας υποστεί βέβαια τη βασική εκπαίδευση: γαλλικά και πιάνο. Βασικό στόχος των τριών αδελφών είναι να της βρουν ένα κατάλληλο γαμπρό: δηλαδή έναν πλούσιο χριστιανό άραβα. Όμως ο στόχος αυτός μοιάζει δύσκολος να επιτευχθεί στην ισλαμοκρατούμενη και υπό ισραηλινή κατοχή Παλαιστίνη.
Εκκινώντας με τόνους κωμικούς, για την ακρίβεια σατυρικούς, η σκηνοθέτις εστιάζει στο απόλυτα γυναικείο σύμπαν των τριών αδελφών και τις τελετουργίες του, στην είσοδο- εισβολή της νεαρής σ’ ένα κόσμο περίκλειστο, σ’ ένα σπίτι που μοιάζει να είναι εκτός τόπου και χρόνου. Καθώς, όμως, η αφήγηση προχωρά και τα πρόσωπα των τριών αδελφών γίνονται πιο οικεία, γρήγορα γίνεται φανερή και μια δραματική διάσταση: είναι ο αποκλεισμός αυτού του σπιτιού από τον περίγυρό του, ο διαρκής αναχρονισμός του. Και ακριβώς αυτή τη διάσταση υπογραμμίζει, συνεχώς, η νεανική παρουσία της Badia, αλλά και η ερωτική της περιπέτεια. Το γεγονός όμως ότι η αφήγηση θα κλιμακωθεί ως μια τραγωδία δίνει μια πικρή επίγευση στην ταινία: εντέλει αυτή η απομονωμένη αριστοκρατική βίλα δεν είναι και τόσο πολύ εκτός τόπου και χρόνου.
national-gallery.jpg
National Gallery, Frederic Wiseman

Συνεχίζοντας τις περιπλανήσεις του στα εσωτερικά οργανισμών - θεσμών (και όχι μόνο), ο αμερικανός βετεράνος ντοκιμαντερίστας επισκέπτεται τη βρετανική πρωτεύουσα και την National Gallery, την εμβληματική πινακοθήκη.
Ο Frederic Wiseman περιπλανιέται στο εσωτερικό του οργανισμού καταγράφοντας κάθε πτυχή της δραστηριότητας του: Μια ξεναγός, που εξηγεί με τρόπο παραστατικό έναν πίνακα στους επισκέπτες, μια συνάντηση διευθυντικών στελεχών για τη λειτουργία της πινακοθήκης, ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο για τους τυφλούς επισκέπτες, οι αίθουσές της εν ώρα επίσκεψης, οι συντηρητές εν ώρα εργασίας, οι ζωγράφοι αντιγραφείς και οι φύλακες, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για ηλικιωμένους αλλά και για μαθητές, οι κορνιζοποιοί, μια χορεύτρια που χορεύει, μαθήματα ζωγραφικής, μια διάλεξη που αναδεικνύει την αφηγηματική διάσταση της κλασικής ζωγραφικής. Και φυσικά οι πίνακες: Samson and Delilah του Rubens, The Assassination of Saint Peter Martyr του Giovanni Bellini, The Ambassadors του Hans Holbein του Νεώτερου, Whistlejacket του George Stubbs.
Η περιπλάνηση σ’ αυτό το διαρκείας σχεδόν 3 ωρών ντοκιμαντέρ, είναι εξαντλητική. Ένα βλέμμα παρατήρησης κυριαρχεί κατά τη διάρκεια της: οι εικόνες που ο θεατής συλλέγει ως αποτέλεσμα αυτής της περιπλάνησης -παρατήρησης –οι πίνακες, οι επισκέπτες, οι εργαζόμενοι- είναι ψηφίδες ενός τεράστιου μωσαϊκού. Και αυτό το μωσαϊκό δεν είναι παρά η αληθινή εικόνα του οργανισμού.
Ωστόσο, ό,τι συνιστά την γοητεία του ντοκιμαντέρ, δεν είναι η πληρότητα με την οποία καλύπτεται κάθε πτυχή της λειτουργίας του. Ο σκηνοθέτης δεν εισάγει απλώς και μόνο τον θεατή στα του οργανισμού, κυρίως τού συστήνει τους ανθρώπους του. Δημιουργεί, λοιπόν, μια σειρά από σκίτσα των εργαζόμενων, αλλά και των επισκεπτών σ’ αυτό εν ώρα εργασίας. Ό,τι αναδεικνύεται από όλους τους προσωρινούς ή όχι, ένοικους του οργανισμού είναι, καταρχάς, οι επισκέπτες, που άλλοτε έκθαμβοι και άλλοτε απλώς ως βαριεστημένοι παρατηρητές, στέκονται μπροστά στους πίνακες. Είναι, όμως, εντέλει, οι εργαζόμενοι ξεναγοί, οι αληθινοί πρωταγωνιστές, οι σταρ του χώρου. Ο σκηνοθέτης καταγράφει το λόγο τους, τις χειρονομίες τους, τη συνολική τους παρουσία, καθώς κρατούν προσηλωμένους τους επισκέπτες. Ένας λόγος παράλληλος του πίνακα, επεξηγηματικός αλλά κυρίως μυθοπλαστικός, ένας λόγος καθηλωτικός, εξαρτημένος, αλλά και εν μέρει αυτόνομος του πίνακα. Οι χειρονομίες και η στάση του σώματος των ξεναγών, η εκφορά του λόγου: όλα είναι σημεία της τέχνης της υποκριτικής, μιας παρουσίας θεατρικής. Το βλέμμα των θεατών εισέρχεται σ’ αυτή την απροσδιόριστη και ομιχλώδη επικράτεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τη συνοδεία του λόγου και της υποκριτικής τους παρουσίας. Όμως, παράλληλα, αυτή η πληθώρα λόγου και θεατρικής υποκριτικής έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη σιωπή των πινάκων, με την ηρεμία του βλέμματος των θεατών, όταν κοιτάζουν τους πίνακες. Και εντέλει, είναι αυτή αντίθεση ανάμεσα στο λόγο και το βλέμμα που βρίσκεται στο κέντρο του ντοκιμαντέρ, γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι εικόνες του…
melbourne.jpg
Melbourne, Nima Javidi
Ακολουθώντας τα ίχνη και τους τρόπους του σινεμά του Asghar Farhadi, αυτή η ιρανική ταινία είναι ένα περίπλοκο στις ηθικές του διαστάσεις δράμα.
Ο Amir (στο ρόλο ο Peyman Moaadi, ηθοποιός στις ταινίες About Elly και A Separation) και η Sara (Negar Javaherian), ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν στη Μελβούρνη. Εν τω μέσω των προετοιμασιών της τελευταίας στιγμής, δέχονται να κρατήσουν για λίγο το μωρό των γειτόνων τους. Όμως καθώς οι επισκέψεις φίλων και συγγενών διαδέχονται η μία μετά την άλλη και βαλίτσες και έπιπλα μετακινούνται, ο Amir και η Sara ανακαλύπτουν ότι το μωρό έχει πεθάνει. Η αδυναμία και ο δισταγμός τους να πουν την αλήθεια, θα τους παγιδεύσει σε μια κατάσταση από που φαίνεται ότι δεν υπάρχει διέξοδος.
Η αφήγηση της ταινίας φαίνεται ότι διαδραματίζεται σε πραγματικό χρόνο και είναι εγκλωβισμένη μέσα στο διαμέρισμα του ζευγαριού. Κεντρικό στοιχείο της δραματικής πλοκής είναι η αμηχανία, ο δισταγμός για το πώς θα διαχειριστούν το γεγονός του θανάτου του βρέφους. Το ζευγάρι συμπεριφέρεται ως ένοχο ακόμα και όταν δεν είναι απόλυτα σίγουροι του τι ακριβώς προκάλεσε τον θάνατο. Είναι εντέλει η ενοχή που τους βαραίνει και προσπαθούν να διαχειριστούν.
Η ανάληψη ευθύνης (και η αποποίηση της) επανέρχονται διαρκώς στο προσκήνιο και είναι αυτό που τροφοδοτεί και προωθεί την αφήγηση. Το ψέμα που λόγω της αμηχανίας λέγεται ως ένας άλλος ιστός της αράχνης παγιδεύει το ζευγάρι, γίνεται μια κινούμενη άμμος από την οποία αδυνατούν να βγουν. Όλη η αφηγηματική γραμμή είναι διάστικτη, λοιπόν, από την άρνηση και την αδυναμία του ζεύγους να αναλάβει την ευθύνη του θανάτου του βρέφους, τους τρόπους απόκρυψης του γεγονότος και τις μεταξύ τους συγκρούσεις και εντάσεις. Όμως η αλήθεια που δεν λέγεται είναι μια μορφή ενοχή, και ό,τι είναι ζητούμενο, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, είναι εντέλει ο βαθμός αυτής της ενοχής. Αδύναμοι μπροστά στο ηθικό βάρος, ακόμα και όταν το δράμα οδηγηθεί πλέον στη λύση του, οι δύο ήρωες θα λυγίσουν και θα στιγματισθούν αμετάκλητα πλέον ως ένοχοι.
theeb.jpg
Theeb, Naji Abu Nowar
Αρχές του 20ου αιώνα. Αραβική χερσόνησος. Επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις υποστηριζόμενες από τους Άγγλους τοπικές φυλές Βεδουίνων και τους Οθωμανούς μαίνονται. Ο Theeb (που σημαίνει λύκος) ζει μια όχι και τόσο ανέμελη παιδική ηλικία. Ο πατέρας του φύλαρχός έχει πεθάνει και την φροντίδα της ανατροφής του τη έχει αναλάβει ο μεγαλύτερος αδελφός του Hussein. Η άφιξη ενός άγγλους αξιωματικούς διαταράσσει την καθημερινότητα του. Η φυλή θα τους προσφέρει την παραδοσιακή φιλοξενία και θα του δώσει ως οδηγό τον Hussein. Ο Theeb θα τους ακολουθήσει και λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια μίας επίθεσης από ληστές, θα γίνει μάρτυρας της δολοφονίας του αδελφού του. Μόνος στο μέσο της ερήμου, πρέπει να επιβιώσει και να πάρει εκδίκηση. Όταν ένας από τους ληστές επιστρέφει τότε ο Theeb θα έχει την ευκαιρία για εκδίκηση που ζητά.
Ακολουθώντας τα διδάγματα ενός κλασικού στη δομή του κινηματογράφου και αντλώντας τα βασικά στοιχεία από τη μυθολογία των γουέστερν, ο πρωτεμφανιζόμενος σκηνοθέτης δημιουργεί μια ιδιότυπη και γεμάτη δραματικές εντάσεις και αφηγηματικές ανατροπές ταινία ενηλικίωσης, με φόντο την αχανή αραβική έρημο. Σκιαγραφεί το πορτραίτο αυτού του μικρού παιδιού που ξεκινά κάτι σαν παιδική εξερεύνηση, για να βρεθεί ξαφνικά στο κέντρο μιας περιπέτειας η οποία τον υπερβαίνει. Εστιάζει τόσο στις σχέσεις του μικρού -με τον αδελφό του, με τον Άγγλο αξιωματικό, με τον ληστή- όσο και στην ψυχολογία του, τις αγωνίες, τα συναισθήματα του, καθώς βρίσκεται ξαφνικά μόνος και χωρίς καμία βοήθεια στο κέντρο αυτού του αχανούς και βαθύτατα ανδρικού τοπίου. Χωρίς καμία γυναικεία παρουσία, η σκηνοθεσία, μέσα από την ιστορία του μικρού ήρωα, αφηγείται με τρόπο συναρπαστικό την ιστορία ενός παιδιού που με τρόπο βίαιο και αναγκαστικό γίνεται άνδρας.

Δημήτρης Μπάμπας