la-tierra-y-la-sombra.jpg

La tierra y la sombra, César Augusto Acevedo
Ύπαιθρος της Κολομβίας. Ένας άνδρας επιστρέφει στο σπίτι του ύστερα από πολλά χρόνια. Επιστρέφει για να φροντίσει τον γιο του που είναι βαριά άρρωστος. Είναι η εποχή της συγκομιδής του ζαχαροκάλαμου. Η πρώην γυναίκα του μαζί με τη νύφη του είναι αναγκασμένες να δουλεύουν κάθε μέρα στη συγκομιδή. Ο Alfonso αναλαμβάνει την επιτήρηση του εγγονού του και τη φροντίδα του άρρωστου γιου του.
Η δραματική πλοκή οργανώνεται γύρω από την παρουσία του ηλικιωμένου άνδρα σ’ αυτό το σπίτι που κάποτε ήταν δικό του και τώρα τού είναι ένας ξένος τόπος. Κεντρικό στοιχείο είναι η αντιστροφή των ρόλων μέσα σ’ αυτό το σπίτι: ο άνδρας παραμένει μέσα στο σπίτι, αναλαμβάνει ένα γυναικείο ρόλο, φροντίζει μ’ ένα τρόπο μητρικό γιο και εγγονό. Και απέναντι του βρίσκονται οι γυναίκες του σπιτιού -η πρώην γυναίκα και η νύφη- σε ρόλο ανδρικό: ως εργάτες γης. Αυτή αντιστροφή συμβαίνει ακριβώς λόγω ανάγκης, και είναι γι’ αυτό που αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας πλημμυρίζει στοργή και ανιδιοτελή αγάπη, καθώς υποδύεται έναν μητρικό ρόλο.
Στιγματισμένος από τις θλιβερές προανακρούσεις ενός επερχόμενου τέλους, η φιγούρα αυτού του άνδρα καθώς μεταφέρει το γιο του είναι μια ευθεία αναφορά στην Pietà του Michelangelo.
Ενισχυτικό της θλίψης και του επερχόμενου τέλους είναι το τοπίο και ο περιβάλλων του σπιτιού χώρος. Οι φυτείες ζαχαροκάλαμου που πριν τη συγκομιδή καίγονται, ο καπνός και η σκόνη του δρόμου: όλα αυτά δημιουργούν μια ζοφερή ατμόσφαιρα. Δεν υπάρχουν εδώ οι ακτίνες του ήλιου, ο τόπος είναι σκοτεινός –καμιά ελπίδα, καμιά διαφυγή. Αυτή ακριβώς η ατμόσφαιρα επιτείνει η θλίψη και τη μελαγχολία και κάνει το τέλος να έρχεται όλο και πιο κοντά.
Αυτό που βλέπουμε είναι ένα σινεμά που κατάγεται από τις επικράτειες του Andrei Tarkovksy και του Alexandr Sokurov: ό,τι έχει σημασία δεν είναι το τέλος που μοιάζει προδιαγεγραμμένο, αλλά το βάρος των αβάστακτων συναισθημάτων, η θλίψη και η μελαγχολία για το αναπόδραστο…

The Falling, Carol Morley
Δεκαετία του 60. Μεγάλη Βρετανία. Η αφήγηση διαδραματίζεται σ’ ένα σχολείο θηλέων. Κεντρικό πρόσωπο είναι η 16χρονη Lydia, που ακόμα δεν έχει γνωρίσει την εκπλήρωση του σεξουαλικού πόθου. Η πιο στενή της φίλη, είναι η Abbie που έχει ήδη ξεκινήσει να εξερευνά τη σεξουαλικότητά της. Ωστόσο, μια μέρα μετά από μια κρίση σπασμών η Abbie πεθαίνει. Το γεγονός προκαλεί σοκ στο σχολικό περιβάλλον και μια επιδημία υστερικών κρίσεων και λιποθυμιών αρχίζει να εξαπλώνεται μέσα στο σχολείο. Στο κέντρο αυτής φαίνεται ότι είναι η Lydia. Παράλληλα, στο σπίτι η Lydia έχει να αντιμετωπίσει την αγοραφοβική της μητέρα (στο ρόλο η Greta Scacchi).
Η σκηνοθέτις δημιουργεί, καταρχάς, μια σειρά από ψυχολογικά πορτραίτα των γυναικείων προσώπων που συνθέτουν αυτό το απόλυτα θηλυκό σύμπαν. Μέσα σ’ αυτό, η μόνη θέση που επιφυλάσσεται για τους άνδρες είναι αυτή του επιβήτορα. Η εικονοποιία της ταινίας συντίθεται άλλοτε από μια ψυχεδελική, και άλλοτε από ρομαντική αισθητική (με σαφείς αναφορές στους ζωγράφους του κινήματος Pre-Raphaelites), με ιδιαίτερη έμφαση στη φύση: τα χρώματα της φθινοπωρινής φύσης, το κόκκινο των φύλλων, μια αιωνόβια βελανιδιά στις όχθες μιας λιμνούλας.
Παράλληλα, εστιάζοντας στο εφηβικό γυναικείο ερωτικό πόθο, η αγγλίδα σκηνοθέτις τοποθετεί απέναντι από το χαοτικό σύμπαν της γυναικείας σεξουαλικότητας τις αυστηρές δομές του σχολείου. Ακολουθώντας τα δείγματα του σινεμά του Nicolas Roeg, χρησιμοποιεί φόρμες και τρόπους από τις ταινίες τρόμους για να υπογραμμίσει τις εντάσεις και τις δραματικές κορυφώσεις. Εντέλει, αυτή εκτεταμένη επιδημία λιποθυμιών δεν είναι παρά έκφραση μιας σφοδρής και ανοικονόμητης έκρηξης της εφηβικής σεξουαλικότητας, αλλά και της ματαίωσης της γυναικείας επιθυμίας.

chaiki.jpg
Chaiki (The Gulls), Ella Manzheeva
Οι εσχατιές της Ρωσίας. Δημοκρατία της Καλμυκίας, στη Κασπία θάλασσα.. Μια νεαρή γυναίκα. Η Elza. Ζει σε μια μικρή πόλη μαζί με τον άνδρα της. Εργάζεται σαν δασκάλα μουσικής στο τοπικό ωδείο. Ζει μια ασφυκτική συζυγική ζωή. Ο άνδρας της ασχολείται με το παράνομο ψάρεμα. Η Elza θέλει να δραπετεύσει στην πόλη. Μια μέρα ο άνδρας της δεν επιστρέφει στο σπίτι. Έχει χαθεί ενώ ψάρευε. Η Elza είναι έγκυος και βρίσκεται μπροστά σ’ ένα δίλημμα: να φύγει στην πόλη ή να μείνει;
Ο χώρος καθοριστικός: το χιονισμένο τοπίο, ο τόπος επίπεδος και αχανής, οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν υπό γωνία, οι κινήσεις κατά μήκος της οθόνης, οριζόντια. Η σκηνοθέτις σχεδιάζει μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο το πορτραίτο αυτής της νεαρής γυναίκας που ζει μια ζωή δύσκολη. Η δυσφορία σημαδεύει το πρόσωπο της, οι αμφιβολίες –ενόψει της επικείμενης μητρότητας- έχουν εγκατασταθεί στη συζυγική της ζωή. Ο ανδρικός κόσμος –ο άνδρας, οι φίλοι του- μια θηλεία που τη πνίγει. Η κάμερα παρακολουθεί την ηρωίδα, αλλά και άλλα πέραν αυτής, πρόσωπα του περίγυρου της: καταγράφει την υποβαθμισμένη της θέση.
Ωστόσο, η αφήγηση, σιγά –σιγά, εστιάζει σ’ αυτήν την εξωτικής ομορφιάς νεαρή γυναίκα: επικεντρώνεται στις κινήσεις της, τα αισθήματα, τη ψυχολογία της. Ό,τι, εντέλει, σκιαγραφεί η σκηνοθέτις είναι το εσωτερικό τοπίο, το συναισθηματικό σύμπαν της ηρωίδα, τη θλίψη, τη μελαγχολία, τις ματαιωμένες ελπίδες της, τις προσδοκίες της. Στο πρόσωπο της ζωγραφίζεται η αβεβαιότητα, η αμηχανία για το μέλλον της. Η έξοδος της από την πόλη είναι και η απελευθέρωση της.

Kkum-bo-da Hae-mong (A Matter of Interpretation), Lee Kwang-kuk
Κεντρικά πρόσωπα στην ταινία είναι η Yeon-shin, μια απογοητευμένη συναισθηματικά αποτυχημένη ηθοποιός και ο Seo, ένας αστυνομικός (το ρόλο υποδύεται ο Yoo Jun-sang, τακτικός ηθοποιός στις ταινίες του Hong Sang-soo). Συναντιούνται σ’ ένα πάρκο της Σεούλ, μια κρύα μέρα του χειμώνα. Ένα μπουκάλι soju και ένα πακέτο τσιγάρα συνοδεύει τις συζητήσεις -εξομολογήσεις τους. Για την ακρίβεια, τις αφηγήσεις τους: οι δύο ήρωες αφηγούνται ο ένας στον άλλο τα όνειρά (και κάποιες φορές) εφιάλτες τους.
Ό,τι συνιστά το αφηγηματικά ζητούμενο είναι να βγει η κεντρική ηρωίδα από την κατάσταση απογοήτευσης που βρίσκεται. Αιτία αυτής της κατάστασης είναι το αδιέξοδο στην προσωπική της ζωή. Και εδώ το πλέγμα των αλληλοεπικαλυπτόμενων ονείρων (που το καθένα αντανακλά μια ψυχολογική κατάσταση) δημιουργεί τον λαβύρινθό της μελαγχολίας: η λύση -ερμηνεία- των ονείρων είναι και η έξοδος της ηρωίδας από αυτόν.
 Όπως είναι προφανές το αφηγηματικό σχήμα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης είναι δάνειο απ το σινεμά του Hong Sang-soo (του οποίου υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη). Αν και εδώ θα βρούμε μια αίσθηση του χιούμορ που χαρακτηρίζει τις ταινίες του κορεάτη δημιουργού, ωστόσο ο Lee Kwang-kuk διαφοροποιείται αισθητά από το δάσκαλό του. Υπάρχει μια αίσθηση σουρεαλισμού στις ιστορίες-όνειρα, κάτι από το παράλογο που βρίσκουμε στις ταινίες του David Lynch: τα πρόσωπα δεν είναι αθώα, αλλά γεμάτα εμμονές και ενοχές, αντικρίζουμε την παθολογία τους. Υπάρχει κάτι σκοτεινό στο σύμπαν της ταινίας, μια σκιά στα πρόσωπα: είναι η ψυχολογία τους που σκοτεινιάζει τις κωμικές αποχρώσεις της ταινίας.
eftersklav.jpg
Eftersklav (The Here After), Magnus Von Horn
Σουηδία. Ύπαιθρος. Ένας έφηβος βγαίνει από τη φυλακή. Η επιστροφή του στο σπίτι αν και αρχικά μοιάζει ευπρόσδεκτη, αργότερα δεν είναι. Στο σχολείο η παρουσία του δεν προκαλεί ενθουσιασμό. Τις αρχικές επιφυλάξεις διαδέχονται η επιφυλακτικότητα και η καλυμμένη εχθρότητα. Οι βίαιες επιθέσεις εναντίον του κλιμακώνονται με τρόπο βίαιο.
Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί αυτόν τον έφηβο καθώς επιστρέφει πίσω, στους κόλπους της οικογένειας του, στη σχολική ζωή. Καταγράφει κυρίως τις αναταράξεις που προκαλεί η παρουσία του καθώς κινείται σε χώρους οικείους. Η αφήγηση οργανώνεται ακριβώς γύρω από το γιατί υπάρχει αυτή η εχθρότητα, από το μυστήριο του παρελθόντος που φαίνεται ότι ρίχνει βαριά τη σκιά του στο παρόν του έφηβού ήρωα,. Οι ρυθμοί της αφήγησης είναι αργοί, το μυστήριο του παρελθόντος και των πράξεων του ήρωα αποκαλύπτεται σταδιακά και αυτό είναι κεντρικό στη οργάνωση της δραματικής πλοκής. Η γραμμή των δραματικών συγκρούσεων είναι ανοδική. Οι εντάσεις κλιμακώνονται σιγά-σιγά και κορυφώνονται μετά την αποκάλυψη του παρελθόντος.
Είναι η ενοχή στο βλέμμά του που προϊδεάζει το θεατή για το τι συνέβη. Ψυχρός, ανέκφραστος, ο ήρωας δέχεται με στωικότητα την περιφρόνηση των άλλων , την απροκάλυπτη εχθρότητα. Τιμωρία για ό,τι έχει διαπράξει; Όπως και να ‘χει ό,τι αναζητά αυτός ο νεαρός από τον περίγυρό του είναι η συγχώρεση από τους άλλους. Επιστρέφοντας πίσω στη σκηνή του εγκλήματος, ο ήρωας ζητά την αποδοχή των άλλων. Και για να την αποκτήσει χρειάζεται να καταβάλλει ένα υψηλό τίμημα. Πρέπει από θύτης να μετατραπεί σε θύμα.

Nightingale, Elliott Lester
Ένας νεαρός έγχρωμος άνδρας απευθύνεται στον κινηματογραφικό φακό. Είναι εκνευρισμένος, είναι οργισμένος. Το πρόσωπο που ευθύνεται για τον εκνευρισμό του είναι η μητέρα του. Σιγά- σιγά ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι ο εκνευρισμός του αυτός δεν είναι κάτι προσωρινό ή πρόσκαιρο. Και κυρίως αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο νεαρός άνδρας έχει ξεπεράσει προ πολλού το όριο: έχει σκοτώσει την μητέρα του.
Όλη η αφήγηση σ’ αυτήν τη συναρπαστική και συγκλονιστική αμερικάνικη ταινία διαδραματίζεται μέσα στο κλειστό χώρο αυτού του μεσοαστικού σπιτιού και σαν κεντρικό (και μοναδικό πρόσωπο) έχει αυτόν τον νεαρό άνδρα (που υποδύεται ο David Oyelowo). Τους περιορισμούς αυτούς ο θεατής τους παραβλέπει χωρίς δεύτερη σκέψη: είναι καταρχάς η ερμηνεία του μοναδικού πρωταγωνιστή και, κατά δεύτερον, η ευφυής σκηνοθετική διαχείριση των νέων τεχνολογιών καταγραφής (smartphones, skype), αλλά και των παραδοσιακών (τηλέφωνο) που χρησιμοποιεί ο ήρωας
Η αφήγηση περιστρέφεται από τις απόπειρες του να αποκρύψει το γεγονός της δολοφονίας, αλλά και τις προσπάθειες του να συνεχίσει κανονικά, απελευθερωμένος  τώρα, τη ζωή του. Ό,τι συνιστά την απελευθέρωση του είναι ακριβώς η απουσία της θρησκευόμενης μητέρας του -και εδώ το ψυχολογικό –ψυχογραφικό τοπίο είναι ευρύ και πλούσιο.
Αυτή η απουσία όπως είναι προφανές, έχει ως συνέπεια την ακόλλητη και χωρίς κανένα πρόσκομμα έκφραση της επιθυμίας του ήρωα. Όμως αυτός ο νεαρός άνδρας είναι ένα τραγικό πρόσωπο: καθώς, πλήρως απελευθερωμένος, εκφράζει το βαθύτερο εαυτό του, δεν υπάρχει κανένας να τον ακούσει. Ό, τι παρακολουθούμε είναι το πορτραίτο ενός μοναχικού και  δυστυχισμένου ανθρώπου, τη στιγμή της ελευθερίας του δεν έχει «πού την κεφαλήν κλίναι»..

black-stone.jpg
Black Stone, Roh Gyeng-tae
Ένας στρατιώτης, ο Shon Sun υπηρετεί τη θητεία του σ΄ ένα απομακρυσμένο φυλάκιο. Αποκορύφωμα της δύσκολης στρατιωτικής ζωής, ο βιασμός του από έναν λοχαγό. Αποτέλεσμα είναι να γίνει φορέας του AIDS. Απελπισμένος εκδικείται και λιποτακτεί…
Στη Σεούλ, οι γονείς του Shon Sun εργάζονται σ’ ένα σφαγείο. Η μητέρα του πεθαίνει εν ώρα εργασίας, ο πατέρας του φεύγει από την Κορέα και εξαφανίζεται. Μετά από καιρό ο Shon Sun τον αναζητά και τον εντοπίζει στη πατρίδα του, μια χώρα της Νότιο-ανατολικής Ασίας.
Στο κέντρο της δραματικής πλοκής, ο σκηνοθέτης τοποθετεί αυτόν τον νεαρό στρατιώτη. Ο ήρωας προσδιορίζεται καταρχάς ως ένας ξένος –είναι φιλιπινο-κινεζικής καταγωγής- και γι’ αυτό αποδέκτης μιας διάχυτης βίας. Μιας βίας που επιτείνεται και λόγω του ιεραρχικού μηχανισμού στο οποίο είναι ενταγμένος. Μελαγχολία και θλίψη σημαδεύουν το πρόσωπο του. Απέναντι του ήρωα τοποθετούνται οι γονείς τους και η παρουσία τους χρησιμοποιείται για να περιγράφει ένα κοινωνικό τοπίο διεφθαρμένο και μολυσμένο. Ο θάνατος της μητέρας –ένα πρόσωπο που δεν συναισθάνεται αυτή τη μόλυνση- δεν είναι παρά απόρροια αυτή της κατάστασης. Πρόσωπο που συνιστά τον ηθικό πυρήνα είναι ο πατέρας του: η έξοδος από την Κορέα και η καταφυγή του στην πατρίδα του συνιστά μια λύση στο εν εξελίξει δράμα.
Σκουπιδότοποι, πετρελαιοκηλίδες στην ακρογιαλιά, εμετοί, η παρά φύση παραβίαση, μόλυνση, πρόσωπα υπό πίεση, σε περιορισμό, χωρίς δεσμούς. Εικόνες άγριες, κάποιες φορές σκληρές. Συμβολική στη γραφή της –ο βιασμός του ήρωα προκαλεί πέραν από μια κατά κυριολεκτική και μια μεταφορική μόλυνση–, η σκηνοθεσία κλιμακώνει την ταινία σε μια τελετή κάθαρσης. Ό,τι έχει προηγηθεί είναι μια ταινία που βρίθει μόλυνσης και απορριμμάτων και γι’ αυτό η αναζήτηση της κάθαρσης από τον ήρωα μοιάζει εκ των ουκ άνευ. Με στοιχεία από ένα σινεμά υπερρεαλιστικό, με κυριαρχία του μαγικού και του παραισθητικού, αλλά και με την ισχυρή παρουσία της φύσης (μια αναφορά στο σινεμά του Apichatpong Weerasethakul), η τελετή της κάθαρσης διαθέτει ένα αρχαϊκό και μυητικό στοιχείο: Ο ήρωας εξέρχεται αυτής ενήλικας.

Δημήτρης Μπάμπας