Daha (More), Onur Saylak
«Το όνομά μου είναι Gaza και είμαι ο γιος του σημαντικότερου ανθρώπου στον κόσμο». Σκοτεινή και μυστηριώδης στην εισαγωγή της η πρώτη ταινία του Τούρκου ηθοποιού Onur Saylak, θέτει ως προδιαγεγραμμένη αρχή ένα ερώτημα στο οποίο ωστόσο σπεύδει να απαντήσει η ίδια. Ο άνθρωπος υπήρξε ανέκαθεν το βασικό εργαλείο προς χρήση και εκμετάλλευση από τον ίδιο τον άνθρωπο. Εξαγγελία ενός δυσοίωνου κόσμου όπως αυτός αντανακλάται μέσα από μια ταινία, στον πυρήνα της οποίας παραμένει σταθερά ο νεαρός πρωταγωνιστής της.
Βασισμένη στο βραβευμένο ομότιτλο μυθιστόρημα (Daha/More) του Hakan Günday, ο οποίος συνυπογράφει και το σενάριο, η ταινία παρακολουθεί με ρυθμούς και γωνίες λήψης που εναλλάσσονται διαρκώς δημιουργώντας ένταση και αγωνία, τη σχέση του δεκατετράχρονου Gaza με τον γύρω του κόσμο αλλά κυρίως με τον πατέρα του, έναν αδίστακτο λαθρέμπορο προσφύγων, σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, στις τουρκικές ακτές του Αιγαίου. Ο γιος φαίνεται να βοηθάει εξ ανάγκης τον βίαιο και τυραννικό πατέρα στις παράνομες δουλειές του -διακίνηση και προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων σε μια άθλια υπόγεια αποθήκη-, γεγονός που τον φέρνει κοντά σε έναν άλλο συνομήλικο του ήρωα, αυτόν της αριστουργηματικής «Υπόσχεσης» (La Promesse, 1996) των αδελφών Dardenne. Παρόλο που ο απόηχος είναι ορατός κυρίως ως προς το θέμα της σταδιακής μεταμόρφωσης του κεντρικού της ήρωα, οι δυο ταινίες αποκλίνουν πλήρως τόσο ως προς τη φιλοσοφική θεώρηση όσο και ως προς το κινηματογραφικό ύφος.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο μέσα από το βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή της. Με λιγοστούς διαλόγους και με τη δράση να κινεί τα νήματα της αφηγηματικής εξέλιξης ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα του προσφυγικού, που δίνεται άλλοτε ρεαλιστικά και άλλοτε με έναν πιο ελλειπτικό τρόπο. Η αποθήκη, ένας χώρος εγκλεισμού των απεγνωσμένων προσφύγων, συνιστά σταθερό σημείο αναφοράς στην ταινία. Ο ευφυής αλλά εσωστρεφής Gaza που κινηματογραφείται έξοχα στο εξωτερικό του περιβάλλον και ονειρεύεται μια φυσιολογική ζωή στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκεται στην ουσία και ο ίδιος φυλακισμένος μέσα σε αυτό τον απάνθρωπο χώρο, εξευτελισμού και ταπείνωσης. Μη μπορώντας να διαφύγει από τον πατέρα-αφεντικό και όντας και ο ίδιος θύμα κακοποίησης, μεταμορφώνεται σταδιακά σε στυγνό βασανιστή. Οι σχέσεις εντέλει επαναπροσδιορίζονται, αλλά οι ισορροπίες παραμένουν σταθερά οι ίδιες.
Στο Daha o Saylak απεικονίζει μια πραγματικότητα γνωστή και επίκαιρη. Ό,τι τον ενδιαφέρει ωστόσο εδώ είναι κυρίως ο αντίχτυπος αυτής της ζοφερής και ανήθικης πραγματικότητας σε έναν εν δυνάμει ηθικό ψυχικό κόσμο. Και παρά τους ενδοιασμούς και τις όποιες αμφιταλαντεύσεις του η τελική λύση που δίνει- σε αντίθεση με αυτήν των αδελφών Dardenne- είναι κάθε άλλο παρά αισιόδοξη.
Καλλιόπη Πουτούρογλου
Muškarci ne plaču (Men Don’t Cry), Alen Drljević
Ένα δένδρο, ξερό, χωρίς φύλλα και καρπούς, χωρίζει την οθόνη σε δύο τμήματα, στην εναρκτήρια εικόνα αυτής της ταινίας από τη Βοσνία. Μια εικόνα μεταφορά.
Μια ομάδα μεσήλικων ανδρών έγκλειστων σ’ ένα χειμερινό θέρετρο στο βουνό είναι οι κεντρικοί ήρωες της ταινίας. Όλοι τους βετεράνοι του εμφυλίου πόλεμου, από τις διάφορες εθνότητες της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας.: Κροάτες, Σέρβοι, Βόσνιοι -Μουσουλμάνοι. Και μεταξύ τους στο ρόλο ενός συντονιστή της ομάδας, ένας Σλοβένος. Σκοπός αυτής της ετερόκλιτης σύναξης είναι η συνάντηση μεταξύ των πρώην αντιπάλων, η διαχείριση του τραυματικού παρελθόντος, η συνδιαλλαγή. Και στη διαδικασία αυτή ο Σλοβένος συντονιστής, ως εκπρόσωπος μιας εθνότητας σχετικά αμέτοχης στα του πολέμου που ακολούθησε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, έχει ένα καθοριστικό λόγο.
Η σκηνοθεσία σχεδιάζει καταρχάς μια πινακοθήκη προσώπων που όλα σφραγίζονται από την πολεμική εμπειρία. Ενώ, η αφήγηση καταγράφει τις ομαδικές συνεδρίες της ομάδας, τις αφηγήσεις των πολεμικών εμπειριών, τις λεκτικές συγκρούσεις μεταξύ των πρώην αντιμαχομένων, τις απόπειρες για συνδιαλλαγή. Οι απόηχοι των πολεμικών συγκρούσεων στο σήμερα, τα τραύματα, φανερά ή κρυφά, οι πληγές που είναι ακόμα ανοιχτές. Ιστορίες από τα πεδία των μαχών, τόνοι εξομολογητικοί, λόγοι εκ βαθέων.
Έχοντας ένα ειδικό ενδιαφέρον -που άπτεται της επιστήμης της ψυχολογίας-, η αφήγηση ποτέ δεν απομακρύνεται πραγματικά από την αίθουσα με τις ομαδικές συνεδρίες. Όπως εξάλλου και οι ήρωες της δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τα πεδία των μαχών.
Και γι’ αυτό οι τελικές σκηνές, παρόλο τον πένθιμο χαρακτήρα τους, δείχνουν σαν να σπάνε το φαύλο κύκλο μέσα στον οποίο τα πρόσωπα ήταν εγκλωβισμένα. Η συγχώρεση φαίνεται ότι είναι δυνατή...
Δημήτρης Μπάμπας
Reinos, Pelayo Lira
Με φόντο το φοιτητικό μικρόκοσμο και χρόνο το παρόν, αυτή είναι μια ταινία για τον έρωτα, την ερωτική σχέση, τις ανωριμότητες της και την πορεία προς την ωριμότητα.
Ο άνδρας, ο Alejandro. Επαρχιώτης φοιτητής της δημοσιογραφίας στην πρωτεύουσα. Και η γυναίκα, η Sofia, φοιτήτρια της κοινωνιογλωσσολογίας, λίγο μεγαλύτερή του στην ηλικία: το αντικείμενο του σεξουαλικού του πόθου. Το φλερτ. Το πρώτο παθιασμένο φιλί. Και τα κοινωνικά μέσα, τόποι επικοινωνίας, το Facebook, τα βιντεάκια στο Youtoube. Παρέες, συζητήσεις για σπουδές,, πάρτι φοιτητικά μεθύσια. Και το σεξ....
Όχι μια σχέση. Αλλά σίγουρα μια σεξουαλική σχέση.
Η αφήγηση παρακολουθεί τον ανδρικό χαρακτήρα. Ό,τι βλέπουμε είναι η επιφάνεια, η νεανική ζωή, η καταγραφή των πολλών επεισοδίων μιας ερωτικής σχέσης, το χρονικό της: το πάθος -ανοικονόμητο όπως πάντα-, η ζήλια, ο καυγάς, ο χωρισμός. Η σκηνοθεσία δεν φορτίζει με υψηλούς δραματικά τόνους το βλέμμα παρατήρησης στα πρόσωπα και τη νεανική ζωή: παρατηρεί με νηφαλιότητα και από κάποια απόσταση τη σχέση μεταξύ των δύο.
Και η σεξουαλική πλευρά αυτής είναι σημαντική. Όχι αφηγηματικά διαλείμματα “προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού”, αλλά ένας τόπος στην αφηγηματική πλοκή όπου οι χαρακτήρες προσδιορίζονται.
Το σεξ είναι μέρος του συνολικού τοπίου, η ιδιαιτερότητα της ταινίας, αλλά και το κριτήριο, ο πήχης που μετριούνται τα πρόσωπα και η μεταξύ τους σχέση. Είναι η παράφορα και η έξαρση της ερωτικής πράξης που αρχικά δίνει τον τόνο. Και καθώς ο χρόνος -και τα συναισθήματα ωριμάζουν- είναι η αλλαγή που συμβαίνει στο τόπο του σεξ που το δηλώνει...
Δημήτρης Μπάμπας
Breaking News, Iulia Rugină
Ο τραγικός θάνατος ενός κάμεραμαν εν ώρα εργασίας πυροδοτεί την ανάγκη για τη δημιουργία ενός πορτρέτου από το τηλεοπτικό κανάλι για το οποίο δούλευε. Όταν το ρεπορτάζ αυτό ανατίθεται στο φίλο και συνεργάτη του αποθανόντος, ο οποίος ήταν παρών στο ατύχημα και ενδεχομένως ακούσια το προκάλεσε, η αποστολή αυτή αποδεικνύεται πολύ δυσκολότερη. Η τρίτη ταινία της Ρουμάνας σκηνοθέτριας Iulia Rugină παρακολουθεί τις εξωτερικές όσο και εσωτερικές διαδρομές ενός πετυχημένου τηλεοπτικού ρεπόρτερ, του Alex Mazilu, στην προσπάθεια του να εκπληρώσει, αρχικά χωρίς ενθουσιασμό, μια άχαρη επαγγελματική υποχρέωση που σταδιακά εξελίσσεται σε εμμονική αναζήτηση και εκπλήρωση ενός ηθικού χρέους.
Η ταινία εστιάζει εξ αρχής στον κεντρικό της ήρωα, τον τριανταπεντάχρονο Alex, καταγράφοντας με τη γνωστή λιτή αφήγηση και το ρεαλιστικό ύφος του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου την κάθε του κίνηση. Από το χιονισμένο Βουκουρέστι, όπου ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένειά του, έως την μικρή παραθαλάσσια πόλη της Μαύρης θάλασσας, γενέτειρας του νεκρού φίλου, στην οποία καταφεύγει προς αναζήτηση στοιχείων, ο ήρωας βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση. Η συνάντησή του με τη δεκαπεντάχρονη κόρη του αδικοχαμένου συνεργάτη και η δυνάμει πατρική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα τους, συνιστούν τον βασικό άξονα της ταινίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο το κέντρο βάρος μετατίθεται από το ίδιο το γεγονός και τον τρόπο εκμετάλλευσής του από το τηλεοπτικό μέσο για την κατασκευή μιας περσόνας –θέμα εξάλλου αρκετά κοινότυπο- στην αποκάλυψη μιας αθέατης προσωπικής ζωής, ένα ταξίδι αυτογνωσίας και του ίδιου του ήρωα.
Η Iulia Rugină φαίνεται να παίζει σταθερά με το δίπολο της αναζήτησης και της απόκρυψης της αλήθειας. Η πρώτη απορρέει από την πλευρά του ήρωα, σαν απεγνωσμένη προσπάθεια εξιλέωσης, η δεύτερη προέρχεται από την πλευρά του κοριτσιού που αλλάζει συνεχώς στάσεις και διαθέσεις, καθυστερώντας έτσι τη διεξαγωγή της έρευνας. Ένα είδος νέμεσης αλλά ταυτόχρονα και επιζήτησης της πατρικής φιγούρας. Με το Breaking News δεν είναι ο ίδιος ο μιντιακός κόσμος που διακόπτεται όσο ο προσωπικός κόσμος των κεντρικών χαρακτήρων της ταινίας.
Καλλιόπη Πουτούρογλου
T'padashtun (Unwanted), Edon Rizvanolli
Ολλανδία. Ένας καυγάς εφήβων. Η κάμερα παρακολουθεί τον ένα συμμετέχοντα. Ένας έφηβος που μεγαλώνει χωρίς πατέρα. Μένει με τη μητέρα του που κατάγεται από το Κόσοβο. Η απουσία του πατέρα μοιάζει καθοριστική. Ο ήρωας ζει την άτακτη ζωή της νεότητας σε μια δυτική κοινωνία. Περιστασιακό σεξ, δουλειά σ΄ ένα συνεργείο ποδηλάτων και καυγάδες. Ένας νέος της εποχής. Όμως οι εικόνες σκοτεινιάζουν από τη βία που μεταφέρει αυτός ο νέος, τη βια που ασκεί προς τους άλλους συνομήλικούς του.
Η σκηνοθεσία, ακολουθώντας της επιταγές μιας μελοδραματικής στην υφή της δραματουργίας, παρακολουθεί από κοντά το νεαρό της ήρωα στο μεγαλύτερο της μέρος της αφήγησης. Όμως όχι συνεχώς. Σε μια κρίσιμη στιγμή η προσοχή του σκηνοθέτη μετατοπίζεται και στο κέντρο της εστίασης τίθεται η νεαρή μητέρα του ήρωα: ικέτης σε μια δυτική κοινωνία που ζητεί μια νέα αρχή. Και φυσικά είναι η πρόσφατη τραυματική ιστορία των Βαλκανίων που έρχεται στο προσκήνιο. Η καταγωγή σ’ αυτήν την πολυπολιτισμική δυτική κοινωνία είναι άνευ σημασίας, όμως το βάρος της βιωμένης ιστορίας, πολλές φορές, καθίσταται βαρύ και ασήκωτο. Οι πληγές παραμένουν ανοιχτές... και η μνήμη του παρελθόντος συνεχώς έρχεται στο προσκήνιο. Και το πρόσωπο που φέρει το βάρος της βιωμένης ιστορίας είναι η μητέρα. Ανεπιθύμητη από την οικογένεια της, αυτή η γυναίκα είναι το αληθινό τραγικό πρόσωπο της αφήγησης, ο αληθινός ήρωας της ταινίας. Δεν είναι το ότι ζει διαρκώς το παρελθόν στο πρόσωπο του γιου της, είναι επιπλέον ότι χάνει και την ταυτότητά της μέσα σ’ αυτήν την πολυπολιτισμική κοινωνία. Ίσως όμως αυτό το τελευταίο, πέρα από την (άδικη) τιμωρία της, να ‘ναι και η σωτηρία της.
Δημήτρης Μπάμπας