Στη νέα ταινία του, ο Λοράν Καντέ ταξιδεύει στην Αμερική του ’50, παρέα με μια «συμμορία κοριτσιών»
του Andrew Pulver /The Guardian
Πριν από πέντε χρόνια, αφού κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών του 2008 για την τέταρτη ταινία του, το «Ανάμεσα στους τοίχους»/ Entre les murs, ο Λοράν Καντέ/ Laurent Cantet ανέβηκε αναπάντεχα στην κλίμακα των σύγχρονων σημαντικών κινηματογραφιστών. Στις τρεις προηγούμενες ταινίες του είχε δείξει ότι είναι ένας ικανός, ενδιαφέρων σκηνοθέτης, δεν είχε τραβήξει όμως ιδιαίτερα την προσοχή. Σε φιλμ όπως οι «Ανθρώπινοι πόροι» και «Time Out» επιχείρησε μια γαλλική απάντηση στον Κεν Λόουτς: ένας έντιμος, σοβαρός σκηνοθέτης κινητοποιημένος από τη συνείδησή του αλλά χωρίς έντονη πολιτική δέσμευση.
Το «Ανάμεσα στους τοίχους» τα άλλαξε όλα αυτά. Γυρισμένο με το χαμηλών τόνων, ντοκιμαντερίστικο ύφος του Καντέ, το έργο άγγιξε ευαίσθητες χορδές στη Γαλλία και αλλού, σκιαγραφώντας τον αγώνα ενός εκπαιδευτικού που διδάσκει σε μια τάξη με δύστροπους, ανυπότακτους εφήβους, ανάμεσά τους πολλά παιδιά μεταναστών, στο σημερινό Παρίσι. Ηταν η ταινία που τον κατέταξε στην κατηγορία των κινηματογραφικών πρωταθλητών.
Σε αγγλική γλώσσα
Υστερα από την παγκόσμια πρεμιέρα του πριν από ένα χρόνο στο Φεστιβάλ του Τορόντο, η νέα ταινία του, με τίτλο «Foxfire», άρχισε πρόσφατα να προβάλλεται στη Βρετανία, κερδίζοντας πολύ επαινετικές κριτικές. Επιφανειακά τουλάχιστον, ο σκηνοθέτης έχει κάνει μια μεγάλη στροφή: το φιλμ είναι γυρισμένο σε αγγλική γλώσσα, τοποθετημένο σε μια επαρχιακή αμερικανική πόλη της δεκαετίας του ’50, ενώ επίσης αποτελεί διασκευή λογοτεχνικού έργου - του μυθιστορήματος της γνωστής Αμερικανίδας συγγραφέως Τζόις Κάρολ Οουτς/ Joyce Carol Oates «Foxfire: Confessions of a Girl Gang» (Foxfire: Εξομολογήσεις μιας συμμορίας κοριτσιών), που εκδόθηκε το 1993. Ωστόσο, ο Καντέ εστιάζει και πάλι σε μια ομάδα εξεγερμένων εφήβων, μιας παρέας κοριτσιών, εκθέτοντας τις δυνάμεις που τις φέρνουν κοντά, καθώς και εκείνες που τις χωρίζουν.
Ο 52χρονος Καντέ είναι τώρα σε θέση να παίξει το χαρτί του σκηνοθέτη - δημιουργού - αν και δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει και πολύ. «Αυτό που κέρδισα με τον Χρυσό Φοίνικα, και την επιτυχία που ήρθε με το “Ανάμεσα στους τοίχους”», λέει, «ήταν η ελευθερία να κάνω την ταινία που ήθελα και με τον τρόπο που ήθελα».|
Οπως λέει, στο «Foxfire» θέλησε να δοκιμάσει τη μέθοδο που ανακάλυψε και τελειοποίησε με τους ηθοποιούς του στο «Ανάμεσα στους τοίχους». «Θέλησα να δω αν αυτή η ίδια μέθοδος μπορούσε να εφαρμοστεί και σε τούτη την ταινία». Αν μπορούσαν δηλαδή οι πολλαπλές κάμερες που χρησιμοποίησε στην προηγούμενη ταινία, οι ερασιτέχνες ηθοποιοί και η μεθοδική προετοιμασία για να ερμηνεύσουν τους ρόλους τους, να μεταφερθούν σε ένα σκηνικό της δεκαετίας του ’50 όπως περιγράφεται σε μια λογοτεχνική αφήγηση. Η «συμμορία» στο Foxfire δεν είναι μια ομάδα νεαρών παραβατών, αλλά μια μυστική εταιρεία εφήβων κοριτσιών σε μια μικρή πόλη στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αποφασισμένων να υπερασπιστούν η μία την άλλη ενάντια στον επιθετικό «καθημερινό σεξισμό» της εποχής.
Ιδανικά και πραγματικότητα
Ο Καντέ συνδέθηκε με το μυθιστόρημα της Οουτς αμέσως: «Από την αρχή ένιωσα την επιθυμία να το κινηματογραφήσω. Πρώτ’ απ’ όλα, ήθελα να δουλέψω και πάλι με νέους ανθρώπους, να τους πλησιάσω, να τους αντιμετωπίσω. Δεύτερον, το μυθιστόρημα περιείχε όλα τα θέματα που μου αρέσουν: αντίσταση, τη διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης, την ενέργεια που μπορούν να δώσουν οι έφηβοι σε μια ιστορία. Κι έπειτα υπάρχει η απόγνωση: έχεις αυτά τα ιδανικά που οδηγούν σε καταστροφή όταν έρχονται αντιμέτωπα με την πραγματικότητα του συστήματος. Συχνά ο ιδεαλισμός γεννά το ίδιο το τέλος του».
Η μεταφορά σε ξένο τόπο και γλώσσα δεν τον ανησύχησε: επισημαίνει ότι έκανε κάτι παρόμοιο με το «Κατεύθυνση προς τον Νότο», την ταινία για τον σεξουαλικό τουρισμό που τον έφερε στην Αϊτή και όπου υπήρχαν αρκετοί αγγλόφωνοι ερμηνευτές.
Για το «Foxfire», ο Καντέ συγκέντρωσε μια ομάδα εφήβων ηθοποιών. Για τις περισσότερες, ήταν η πρώτη τους εμπειρία σε κινηματογραφικό πλατό. Οι κύριες ερμηνεύτριες είναι από τον Καναδά, όπου ο Καντέ γύρισε την ταινία στην πόλη του Οντάριο Σολτ Στε Μαρί (ήθελε μια τοποθεσία «που να χρειάζεται όσο το δυνατόν λιγότερες αλλαγές»).
Ο Καντέ δεν γνωρίζει και τόσο καλά αγγλικά και ο συν-συγγραφέας του σεναρίου, ο Ρόμπιν Καμπίλο, το έγραψε στα γαλλικά, για να μεταφραστεί κατόπιν σε αγγλικά/αμερικανικά της περιόδου στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα. «Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήμουν ανήσυχος όταν αρχίσαμε τα γυρίσματα - δεν ήθελα όμως να αισθάνονται οι ηθοποιοί ότι περιορίζονται από τη γλώσσα. Είχαν την ελευθερία να εκφραστούν όπως θα το έκαναν κανονικά στην καθημερινή ζωή τους».
Σαν παραβολή
Στα γυρίσματα της ταινίας, ο Λοράν Καντέ προσπάθησε πολύ να προσαρμόσει το περιβάλλον στο «σύστημά» του. Φίλμαρε κάθε σκηνή με δύο κάμερες ταυτοχρόνως. «Κινηματογραφούσαμε μακρόχρονες σεκάνς, από την αρχή ώς το τέλος κάθε σκηνής, αντί να διακόπτουμε κατά τη διάρκειά τους. Αυτό επιτρέπει στους ερμηνευτές να ζήσουν μέσα στην αληθινή ενέργεια της σκηνής». Τελικά, ωστόσο, όλα ανάγονται στην πολιτική. Ο Καντέ βλέπει το «Foxfire» σαν μια παραβολή για το πόσο εύθραυστη είναι η κοινωνική εξέλιξη -«όλο και περισσότεροι άνθρωποι αφήνονται στην άκρη του δρόμου, χωρίς ποτέ να επωφελούνται από την πρόοδο της κοινωνίας»- καθώς και μια εναλλακτική ματιά στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία. «Προσπαθώ να θυμηθώ τον Χάουαρντ Ζιν», λέει. «Οι ΗΠΑ είναι μια χώρα όπου ο ριζοσπαστισμός υπάρχει, αλλά τον βλέπεις ελάχιστα στην επίσημη σκηνή. Τα κορίτσια στην ταινία αποκτούν μια πολιτική συνείδηση που έχει έντονο απόηχο σε όσα συμβαίνουν σήμερα στο κεφάλι των νέων ανθρώπων. Για όσο με αφορά, το «Foxfire» είναι το πιο πολιτικό από τα φιλμ μου».
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 8-9-2013)