Το ποτήρι ξεχείλισε για τον Παπαλιό
Φεύγει από την προεδρία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου απαυδισμένος, έπειτα από επτά χρόνια, τέσσερις κυβερνήσεις, επτά υπουργούς
της Σταυρούλας Παπασπύρου
Μόνο «προσωπικοί» δεν ήταν οι λόγοι που ώθησαν τον Γιώργο Παπαλιό να παραιτηθεί από την προεδρία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Ο άνθρωπος που συνέδεσε την πορεία του με την αναγέννηση του ελληνικού σινεμά τη δεκαετία του '70 και με τη στήριξη των νέων δημιουργών, οι οποίοι σαρώνουν σήμερα βραβεία στα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, τα βρόντηξε έξι μήνες πριν ολοκληρωθεί η θητεία του, αποκαρδιωμένος από τη μεταχείριση που του επιφυλάχθηκε από τον Πάνο Παναγιωτόπουλο.
Η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν ένα δελτίο Τύπου από τα γραφεία της οδού Μπουμπουλίνας στον απόηχο του θριάμβου στη Βενετία του Αλέξανδρου Αβρανά, όπου επί της ουσίας ανακοινωνόταν ότι η κινηματογραφική πολιτική της χώρας θ' αποτελέσει, άμεσα, αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στον υπουργό, τα στελέχη του ΕΚΚ και τους νέους κινηματογραφιστές. «Το θεώρησα πολύ προσβλητικό», λέει στην «Ε» ο Γιώργος Παπαλιός, ο οποίος επί μήνες μάταια προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον υπουργό Πολιτισμού.
Το ίδιο διάστημα φούντωναν γύρω του οι φήμες ότι το πρωθυπουργικό περιβάλλον θα προτιμούσε να γυρίζονται πιο ελληνοκεντρικές ταινίες, αντί γι' αυτές τις... καταθλιπτικές που προωθούνται από το ΕΚΚ, και ας διαπρέπουν στο εξωτερικό. Κι επιπλέον, είχε προηγηθεί η υπόθεση Γιάννη Σμαραγδή.
- Τι συνέβη ακριβώς με τον Σμαραγδή;
«Εναν χρόνο αφ' ότου είχε ολοκληρώσει το "Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι" και δύο μόλις μέρες μετά τη μαντινάδα που αφιέρωσε στον Αντώνη Σαμαρά, ήρθε στο Κέντρο ζητώντας 50.000 από τα 280.000 ευρώ που είχε ξοδέψει, λέει, για να πουλήσει την ταινία του στο εξωτερικό. Στο ΕΚΚ, όμως, δεν προβλέπονται τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις.
Εκείνο που κάνουμε είναι να βοηθάμε τους παραγωγούς ταινιών που έχουν προσκληθεί σε μεγάλα φεστιβάλ, καλύπτοντας κατά 30% το κόστος της κόπιας, του υποτιτλισμού, του διαφημιστικού υλικού κ.ο.κ. Ο Σμαραγδής φρόντισε να μας ενημερώσει ότι τυγχάνει και παιδικός φίλος του Πάνου Παναγιωτόπουλου. Οταν όμως μου τηλεφώνησαν από το υπουργείο ζητώντας να δω θετικά το θέμα, τους απάντησα: "Αν το αίτημα είναι νόμιμο, σίγουρα θα λάβω θετική εισήγηση από το διευθυντή του Κέντρου. Αν δεν είναι, τι θέλετε να κάνω, να παρανομήσω;". Εκεί μείναμε. Δεν δόθηκε συνέχεια. Μ' αυτά και μ' αυτά, ο Σμαραγδής τα κατάφερε. Ποιος θα τολμήσει να μη χρηματοδοτήσει την επόμενη ταινία ενός... "ανεβασμένου" σκηνοθέτη, όπως τον αποκάλεσε ο Σαμαράς; Με τη στάση του, όμως, τον εξέθεσε τον πρωθυπουργό».
- Είχατε αναθαρρήσει με την αντικατάσταση του Κ. Τζαβάρα;
«Ε, βέβαια. Τίποτε δεν γινόταν επί των ημερών του. Αφού συμπληρώθηκαν όμως κοντά τρεις μήνες χωρίς επαφή και με το διάδοχό του, είπα μέσα μου, "πάει, τελειώσαμε"... Στα επτά χρόνια που μεσολάβησαν από την τοποθέτησή μου στο Κέντρο Κινηματογράφου, πέρασαν τέσσερις κυβερνήσεις κι επτά υπουργοί Πολιτισμού. Ελεος! Αν εξαιρέσουμε τον Γερουλάνο, που στον τομέα τουλάχιστον του σινεμά πρόσφερε πολλά, όλοι οι άλλοι βρέθηκαν σ' αυτή θέση σαν τον... μουντζούρη στο μοίρασμα της τράπουλας. Αν μη τι άλλο, ο Γερουλάνος έφτιαξε ένα νόμο και τον υπερασπίστηκε, κι απέναντί μου ήταν έντιμος, δεν μου είπε ψέματα ποτέ».
- Ψέματα, ως προς τι;
«Οτι θα δώσει λεφτά στο Κέντρο, ενώ δεν είχε αυτή τη δυνατότητα. Αντίθετα, ο Βουλγαράκης δεν έδωσε τίποτε απ' όσα υποσχέθηκε. Κατά τ' άλλα, μια χαρά συνεργαστήκαμε μαζί του και επικοινωνιακά μας στήριξε, ήταν πάντα παρών. Είχε αντιληφθεί τι σημαίνει να γυρίζονται ξένες ταινίες στην Ελλάδα και στην περίπτωση του "Mamma mia" βοήθησε πολύ. Κι ενώ ο Ζαχόπουλος ήθελε να δώσει το έργο της ψηφιοποίησης σε δικούς του ανθρώπους στη Θεσσαλονίκη, ο Βουλγαράκης μάς εμπιστεύτηκε.
Το αρχικό πρόγραμμα, με προϋπολογισμό που ξεπερνούσε τα 1 εκατ. ευρώ, έχει πια ολοκληρωθεί. Ψηφιοποιήθηκαν πάνω από 200 ταινίες, από όλες τις γενιές των Ελλήνων σκηνοθετών».
- Ο νόμος Γερουλάνου σε τι βαθμό εφαρμόστηκε τελικά;
«Μόνο ως προς ένα κομμάτι του έμεινε ανενεργός, αυτό που προέβλεπε τη δημιουργία τεσσάρων ξεχωριστών διευθύνσεων στο Κέντρο, τις οποίες, για οικονομικούς λόγους, τις καλύψαμε εκ των ενόντων. Κάποιοι θεωρούν ότι ο νόμος δεν είναι καλός. Να το συζητήσουμε, να τον βελτιώσουμε.
Αντί γι' αυτό, όμως, συναντήσαμε παντελή αδιαφορία για την κάλυψη δύο θέσεων του δ.σ. του ΕΚΚ που είχαν μείνει κενές, μετά την υπουργοποίηση της Τατιάνας Καραπαναγιώτη και την παραίτηση της Χριστίνας Κάλλας που έφυγε για την Αμερική, και είχαμε κι αυτόν τον ανεκδιήγητο σύμβουλο του Τζαβάρα, τον Σολδάτο, που ισχυριζόταν ότι το Κέντρο πρέπει να κλείσει!».
- Αν δεν υπάρχουν χρήματα για να γυρίζονται ταινίες, τι λόγο ύπαρξης έχει το Κέντρο Κινηματογράφου;
«Μα υπάρχουν χρήματα! Από την αρχή του 2013 λάβαμε 3,5 εκατ. ευρώ από την επιστροφή του φόρου, 1,2 εκατ. ευρώ από τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου και γύρω στα 700.000 ευρώ από τον εθνικό προϋπολογισμό. Από τα παραπάνω μάλιστα ποσά, ξοφλήσαμε παραγωγούς, προμηθευτές, τους πάντες! Πόσοι φορείς έχουν κάνει κάτι ανάλογο; Θυμίζω, πως εκείνος που φρόντισε ν' αποκτήσει το ΕΚΚ κωδικό, ώστε να έχει σταθερή χρηματοδότηση βρέξει χιονίσει, ήταν ο Μιχάλης Λιάπης. Κανένας από τους προκατόχους του δεν θέλησε να τακτοποιήσει αυτό το ζήτημα, ενώ ο ίδιος, συστήνοντας την επιτροπή Δοξιάδη, δρομολόγησε και την αλλαγή του κινηματογραφικού νόμου.
Οσο για τα λειτουργικά έξοδα του Κέντρου, το παρέλαβα με 40 υπαλλήλους και σήμερα απασχολούνται 20, καθώς δεν αντικαταστάθηκε κανείς απ' όσους έφυγαν. Τα έξοδα επίσης που αναλογούσαν στο δ.σ. έφταναν τότε τα 200.000 ευρώ, ενώ έπειτα από δύο χρόνια είχαν περιοριστεί κατά 50%. Κάναμε περικοπές πολύ πριν από την κρίση, ξεκινώντας από τους εαυτούς μας. Και η μετακόμιση, άλλωστε, από την Πανεπιστημίου ήταν πολύ συμφέρουσα οικονομικά».
- Από τη μέρα που αναλάβατε, μάλλιασε η γλώσσα σας να διεκδικείτε κάποιους στόχους - από το 1,5% των καναλιών ώς τη φοροαπαλλαγή εκείνων που επενδύουν στο σινεμά. Για ποιον απ' όσους δεν υλοποιήθηκαν στενοχωριέστε περισσότερο;
«Για το Film Commission. Είμαστε η μόνη χώρα στον πλανήτη που δεν έχει οργανωμένο τμήμα σε κάποιο, οποιοδήποτε, υπουργείο για να διευκολύνει όσους θέλουν να γυρίσουν κινηματογραφικές ταινίες εδώ. Γιατί αυτή η ολιγωρία; Για δωρεάν διαφήμιση της Ελλάδας μιλάμε, αλλά κανείς τόσα χρόνια δεν έδειξε να ενδιαφέρεται πραγματικά.
Προτιμούν να πληρώνουν εκατομμύρια για αφίσες στις Κάνες, για ρεκλάμες στα... ταξί της Αγγλίας ή για σποτάκια στο CNN, παρά να στήσουν ένα γραφείο που θα εξυπηρετεί σωστά τους ξένους παραγωγούς. Προφανώς επειδή κάτι τέτοιο δεν αφήνει περιθώρια για αισχροκέρδειες. Μήπως όμως αντιλαμβάνονται τι τεράστια διαφήμιση γίνεται στην Ελλάδα από τις επιτυχίες των σκηνοθετών μας;».
- Τι σας ώθησε να ποντάρετε σε νέους, άγνωστους δημιουργούς; Ηταν μια κίνηση ριψοκίνδυνη, έτσι δεν είναι;
«Κάθε άλλο! Ηταν το αυτονόητο, η ίδια η πραγματικότητα μου την επέβαλε. Μέχρι ν' αναλάβω, η πίτα μοιραζόταν ανάμεσα στη γενιά του Αγγελόπουλου, του Βούλγαρη, του Παναγιωτόπουλου και στη γενιά που εμφανίστηκε στα χρόνια του '90. Για τους νεότερους δεν έμεναν παρά ελάχιστα, καθώς η πίτα δεν μεγάλωνε, η ίδια ήταν, άρα ο τρόπος της μοιρασιάς έπρεπε ν' αλλάξει.
Παλαιότερα ο κάθε σκηνοθέτης-παραγωγός έπαιρνε από το ΕΚΚ γύρω στα 350.000 ευρώ, χώρια όσα του έδινε και η ΕΡΤ, ενώ επί των ημερών μου, ο Λάνθιμος και όλοι οι άλλοι χρηματοδοτούνταν με 200.000. Δίναμε λίγα; Ή μήπως οι προηγούμενοι έπαιρναν πολλά; Η μεγάλη τομή, όμως, δεν έγινε από μένα προσωπικά. Εγινε από τους ανθρώπους που επέλεξα για να συγκροτήσουν τις επιτροπές κρίσεων: τον Κρασσακόπουλο, τον Γιάνναρη, τον Τατσόπουλο, τον Ραπτόπουλο, τον Κυριακίδη, τον Εξηντάρη, την Ευαγγελάκου, που διάβαζαν τα σενάρια και εισηγούνταν ποια αξίζει να γίνουν ταινίες. Αυτοί χρεώνονται την επιτυχία που γνωρίζει σήμερα ο ελληνικός κινηματογράφος».
- Πόσες φορές μέσα σ' αυτή την επταετία δεχτήκατε πιέσεις για να χρηματοδοτήσετε συγκεκριμένα σχέδια;
«Καμία. Σας το ορκίζομαι. Ηξεραν πως δεν υπάρχει περίπτωση να υποκύψουμε σε τέτοιες πρακτικές. Τη μοναδική φορά που ένας βουλευτής επιχείρησε να σπρώξει κάτι, έτυχε να είναι σχέδιο που είχε ήδη εγκριθεί. Από την εποχή Σημίτη, ωστόσο, η πολιτεία, και όχι απαραίτητα μέσω του ΥΠΠΟ, στήριζε κάποιες μεγάλες παραγωγές, όπως συνέβη με έργα του Αγγελόπουλου, του Βούλγαρη, ενδεχομένως και του Σμαραγδή, δεν είμαι σίγουρος. Με δική μου προτροπή έγινε κάτι αντίστοιχο με το "Παράδεισος στη Δύση" του Κώστα Γαβρά, χωρίς καν να το έχει ζητήσει ο ίδιος.
Πέρα από την τεράστια εκτίμηση που έτρεφα συνολικά για το έργο του, είχα πιστέψει πως η ταινία του θ' απέφερε κέρδη στο Κέντρο, αλλά δυστυχώς δεν τα πήγε τόσο καλά εμπορικά».
- Το κλείσιμο της ΕΡΤ τι συνέπειες έχει για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά;
«Ηταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να του συμβεί αυτή τη στιγμή που έχει ρεύμα. Τα τελευταία χρόνια η ΕΡΤ ήταν το οξυγόνο του κινηματογράφου μας. Δείτε τι συμβαίνει με την ταινία που ετοιμάζει ο Πάνος Κούτρας. Το σχέδιό του εγκρίθηκε από το Eurimages, υπό την προϋπόθεση ότι θα χρηματοδοτηθεί από την ΕΡΤ και, τώρα, τα ξένα κονδύλια, που αναμένονταν, κινδυνεύουν να χαθούν».
- Μια που αναφέρθηκε ο Κούτρας, τη «Στρέλλα» του δεν τη στηρίξατε από το Κέντρο, όπως τον «Κυνόδοντα» ή το «Attenberg». Για ποιες άλλες τέτοιες αβλεψίες μετανιώνετε;
«Για τη "Διόρθωση" του Θάνου Αναστόπουλου, και το 'χω παραδεχτεί δημοσίως. Ειδικά για τη "Στρέλλα", όμως, πρέπει να διευκρινίσω το εξής: υποβλήθηκε στο ΕΚΚ μέσω ενός προγράμματος για το οποίο δεν αποφάσιζαν οι επιτροπές κρίσεων σεναρίων, αλλά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Τόσο εγώ όσο και ο Κυριακίδης τη στηρίξαμε, αλλά οι υπόλοιποι, μπροστά στην ιστορία ενός πρώην βαρυποινίτη που ερωτεύεται μια τρανσέξουαλ, αποδείχτηκαν πολύ συντηρητικοί. Δεν νομίζω πως υπήρξαν κι άλλα μεγάλα λάθη».
- Κάνοντας έναν προσωπικό απολογισμό αυτής της επτάχρονης εμπειρίας, τι θα λέγατε, άξιζε τον κόπο;
«Αξιζε. Υπήρξαν και πολύ άσχημες στιγμές, όπως αυτές των συγκρούσεων με τους συνδικαλιστές, αλλά οι χαρές που έζησα στη διαδρομή ήταν μεγάλες.
Οταν μου προτάθηκε ν' αναλάβω το ΕΚΚ, ένιωσα πως ήρθε η ώρα να ξεπληρώσω ένα χρέος προς το ελληνικό σινεμά για τις μεγάλες συγκινήσεις που μου είχε χαρίσει τα χρόνια του '70 και του '80, κι επειδή πίστευα ότι μπορούσα να προσφέρω κάτι, το δέχτηκα. Ο κύκλος μου όμως έκλεισε. Αισθάνομαι ότι έτρεξα έναν μαραθώνιο και ότι λίγο πριν φτάσω στο τέρμα, δεν άντεξα, οι δυνάμεις μου μ' εγκατέλειψαν. Ισως γιατί φοβόμουν τι θ' αντικρίσω στον τερματισμό. Στον τελευταίο μου μαραθώνιο, με περίμεναν τα εγγόνια μου για να τρέξουμε μερικές εκατοντάδες μέτρα μαζί. Αυτή τη γεύση δεν θέλω να τη χάσω. Αλήθεια φοβάμαι τι θ' αντίκριζα έξι μήνες από σήμερα».
- Και τώρα;
«Τώρα, στα 67 μου, είναι αργά για οτιδήποτε. Είχα την ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσω να ζήσω στην Αίγυπτο, όπου γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, αλλά μ' όσα συμβαίνουν, πάει κι αυτό το όνειρο».
(Ελευθεροτυπία, Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013)
Σμαραγδής και Σολδάτος εναντίον Παπαλιού
Απαντούν με επιστολές τους στη συνέντευξη του πρώην προέδρου του ΕΚΚ
Την απάντησή τους στον Γιώργο Παπαλιό με αφορμή την αιχμηρή συνέντευξή του στην «Ε» (20/9/2013), μας απέστειλαν ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής και ο ιστορικός κινηματογράφου Γιάννης Σολδάτος.
* Ο Γιάννης Σμαραγδής χαρακτηρίζει «ψευδή και ανυπόστατα» όσα αναφέρει στη συνέντευξή του ο παραιτηθείς πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
«Σε ό,τι αφορά το "επίμαχο" ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ για το οποίο αναφέρεται και στο οποίο στηρίζει τους ψευδείς ισχυρισμούς του, σας ενημερώνω ότι το αίτημα είναι απολύτως νόμιμο και το δικαιούται η ταινία μας "Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι" με βάση τον κανονισμό του ΕΚΚ, όπως και κάθε άλλη ελληνική ταινία για τη διανομή της στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι τα βαθύτερα κίνητρα του μίσους τα οποία εκφράζει ο συγκεκριμένος Κύριος όταν αναφέρεται στο όνομά μου. Σε περίπτωση που συνεχίσει τις συκοφαντικές του επιθέσεις εναντίον μου, είμαι υποχρεωμένος να πράξω τα νόμιμα».
* Ο Γιάννης Σολδάτος θεωρεί άκρως προβλητικά γι' αυτόν τα λεχθέντα από τον Γ. Παπαλιό και, όπως λέει, σκοπεύει να καταφύγει στη Δικαιοσύνη. «Ο κ. Παπαλιός δεν φρόντισε να συμβουλευθεί τον νομικό του σύμβουλο, εγώ φρόντισα και τώρα θα τρέχει και δεν θα φθάνει». Και προσθέτει:
«Διατύπωσα δημόσια, σε συνέντευξή μου στην "Ε", πως το ΕΚΚ, έτσι που το κατάντησαν τα τελευταία χρόνια, δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να αντιμετωπισθεί σαν άρρωστη ιστορία (...). Γιατί τόση λύσσα από κάποιους που κάθονται σε σάπιες καρέκλες; Τώρα το είδε ο κ. Παπαλιός; Ο Σμαραγδής τού φταίει; Τόσα χρόνια ζούσαμε στη χώρα της απόλυτης διαφάνειας, με ένα ΕΚΚ πρότυπο αξιοκρατίας; Οι υπουργοί κ. Τζαβάρας και κ. Παναγιωτόπουλος του φταίνε μόνο και μας προβάλλει σαν πρότυπο τον κ. Γερουλάνο; Τρελαθήκαμε; Επί Γερουλάνου ο πολιτισμός έφαγε τη χαριστική βολή, όπως και η χώρα από την κυβέρνηση που συμμετείχε ο εν λόγω υπουργός. Ο κ. Γερουλάνος και ο κ. Παπαλιός ευθύνονται για το κατάντημα του ΕΚΚ και όχι οι Κασσάνδρες, όπως η αφεντιά μου.
Προσβλήθηκε, λέει, ο κ. Παπαλιός επειδή ο νέος υπουργός δήλωσε πως "η κινηματογραφική πολιτική της χώρας θ' αποτελέσει, άμεσα, αντικείμενο συζήτησης". Σιγά τα λάχανα. Ετσι λένε όλοι οι υπουργοί όταν αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους.
Ενοχλήθηκε ο κ. Παπαλιός από φήμες "ότι το πρωθυπουργικό περιβάλλον θα προτιμούσε να γυρίζονται πιο ελληνοκεντρικές ταινίες". Εδώ η χώρα βουλιάζει, ο πρωθυπουργός διαδίδει πως πρέπει να γυρίζονται ελληνοκεντρικές ταινίες και ο πρόεδρος του ΕΚΚ το βάζει στα πόδια...».
Η κ. Παπασπύρου τον ρωτά: «Αν δεν υπάρχουν χρήματα για να γυρίζονται ταινίες, τι λόγο ύπαρξης έχει το Κέντρο Κινηματογράφου;» και απαντά, ως άλλος Παπανδρέου: «Μα υπάρχουν χρήματα!». Πλάκα μάς κάνουν όλοι. Χρήματα υπάρχουν και ταινίες δεν γίνονται...
»Τέλος, η μεγάλη καυτή πατάτα για τον κ. Παπαλιό: συγκρούστηκε με τα σωματεία και αντί να ελιχθεί ψύχραιμα, έφτιαξε αντισωματεία, συντάχθηκε με κάποιους εναντίον κάποιων άλλων και διαίρεσε το χώρο, με αποτέλεσμα να χαθούν τα κρατικά κινηματογραφικά βραβεία και να επικρατήσει η διχόνοια στο χώρο».
(Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013)