γράφει ο Ηλιας Μαγκλινης
Επιστρέψαμε με τον κύριο Γκρι από το σινεμά. Είχαμε δει τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο «Ολα χάθηκαν»: ένας σιωπηλός, ηλικιωμένος άνδρας, μια κουκκίδα στην έρημο του ωκεανού, μόνος απέναντι στα στοιχεία. «Ενας τσαλακωμένος μα αγέρωχος άνδρας», μονολόγησε ο κύριος Γκρι. «Ελα όμως να δεις κάτι», είπε ξαφνικά, «σου έχω κάτι καλύτερο». Εβαλε μπροστά το ντι-βι-ντι και στην οθόνη διέκρινα τη φιγούρα του Ροντ Σέρλινγκ. Ο κύριος Γκρι είναι φανατικός της «Ζώνης του Λυκόφωτος». Ακουσα την ανησυχαστική μουσική των τίτλων και μετά ξεκίνησε ένα ασπρόμαυρο επεισόδιο της σειράς.
Η ιστορία είναι αυτή: κλεισμένη στο υπόγειο διαμέρισμά της, η ηλικιωμένη Ουάντα ζει με τον τρόμο ότι κάποια στιγμή θα της χτυπήσει την πόρτα ο ίδιος ο Θάνατος. Αυτοπροσώπως. Δεν βγαίνει ποτέ· το φαγητό τής το φέρνει ένα παιδί επ’ αμοιβή και το αφήνει έξω από την πόρτα.
Μια χιονισμένη ημέρα ένας νεαρός αστυνομικός πέφτει αιμόφυρτος έξω από την πόρτα της Ουάντα, ύστερα από συμπλοκή με κακοποιούς. «Τον αναγνωρίζεις;» ρώτησε ο κύριος Γκρι. Ναι: τον αστυνομικό υποδυόταν ένας νέος, ακμαίος Ρόμπερτ Ρέντφορντ. «Μία από τις πρώτες του εμφανίσεις», σχολίασε ο κύριος Γκρι.
Στις αγωνιώδεις κλήσεις του τραυματισμένου αστυνομικού για βοήθεια η Ουάντα δεν αντιδρά, αλλά στη συνέχεια λυγίζει. Οπότε, τον φέρνει μέσα και τον φροντίζει. Οι δυο τους περνούν κάμποσες μέρες μαζί, στο μίζερο υπόγειο διαμέρισμα ― μάλιστα, η ηλικιωμένη γυναίκα εξομολογείται στον κρεβατωμένο νεαρό την αγωνία της μη τυχόν και ανοίξει την πόρτα στον Θάνατο. Καθώς συνέρχεται, ο αστυνομικός προσπαθεί να την καθησυχάσει.
Οταν κάποια στιγμή ένας εργάτης εισβάλλει στο σπίτι της για να της πει ότι το κτίριο θα γκρεμιστεί με ελεγχόμενη κατεδάφιση και ότι πρέπει μέχρι την επομένη να εγκαταλείψει το σπίτι της, εκείνη σχεδόν λιποθυμά από τον φόβο νομίζοντας ότι αυτός είναι ο Θάνατος. Οταν όμως συνέρχεται, μένοντας ξανά μόνη με τον αστυνομικό, το είδωλο του οποίου δεν εμφανίζεται στον καθρέφτη, συνειδητοποιεί την αλήθεια. «Με κορόιδεψες», λέει στον Ρέντφορντ. Εκείνος -ο Θάνατος-, ξανθός σαν άγγελος, της απαντά ότι την κορόιδεψε μόνο και μόνο για να της αποδείξει ότι δεν έχει τίποτα το τρομακτικό. Της λέει: «Είναι ώρα να ξεκουραστείς». Απλώνει το χέρι του. Εκείνη αρνείται να του το δώσει.
«Αλήθεια, πόσοι ηθοποιοί έχουν παίξει τον Θάνατο στο σινεμά;» αναρωτήθηκε ξαφνικά ο κύριος Γκρι πιέζοντας το pause. Ο Ρέντφορντ-Θάνατος πάγωσε στην οθόνη. «Ο Μπραντ Πιτ», είπα. «Σωστά, και ο Μπενγκτ Εκεροτ, στην “Εβδομη Σφραγίδα” του Μπέργκμαν». Συμφωνήσαμε ότι ο πιο νάρκισσος Θάνατος ήταν ο Πιτ. Ο πιο τρομακτικός ο Εκεροτ. Και ο πιο φιλικός, ο νεαρός Ρέντφορντ. Υστερα, ο κύριος Γκρι αναρωτήθηκε αν είχαμε δει ποτέ στο σινεμά γυναίκα που να υποδύεται τον Θάνατο. Δεν μπορέσαμε να θυμηθούμε καμία και αντ’ αυτού ανατρέξαμε –υπό το παγωμένο βλέμμα του Ρέντφορντ-Θανάτου στην οθόνη– σε γυναίκες οι οποίες στο παρελθόν είχαν και τους δυο μας ποτίσει με «μικρούς, υπέροχους θανάτους». Ο κύριος Γκρι θυμήθηκε μια φράση του Κούντερα, ότι ο μόνος πραγματικός ερωτικός βίος ενός άνδρα είναι οι γυναίκες που πόθησε αλλά που ποτέ του δεν κατάφερε να αγγίξει. Βραδιάτικα, ο κύριος Γκρι κατάφερε να με αγριέψει πάλι. Ο ίδιος βέβαια δεν έβλεπε τίποτα το σκοτεινό σε όλα αυτά. «Οταν κάτι γίνεται ιστορία, αφήγηση, δεν μαλακώνει κάπως, δεν γλυκαίνει;» ρώτησε. Ναι. Ισως. Μπορεί. Ο κύριος Γκρι πίεσε ξανά το play και ο Ρέντφορντ-Θάνατος «ξεπάγωσε». Είχαμε μείνει στη σκηνή όπου η Ουάντα αρνείται να δώσει το χέρι της στον νεαρό. Ωσπου ο τελευταίος τής λέει κάτι και την πείθει: «Ελα, μητέρα. Πάμε». Ετσι, πιασμένοι αγκαζέ, όπως μια μάνα θα περπατούσε με τον γιο της, η γυναίκα και ο Θάνατος αφήνουν το υπόγειο και ήρεμα βγαίνουν έξω. Στο φως. Κανένα ψυχομάχημα, καμία πάλη, οργή ή απόγνωση. Κανένας τρόμος. Μονάχα μια γαλήνη· το άφατο νανούρισμα.
* Στον Αντώνη. Στη μνήμη της Λουκίας του.
(H KAΘHMEPINH Hμερομηνία δημοσίευσης: 24-11-13)