Η ταινία «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου είναι κατ' αρχήν μια αξιοπρεπής και ισορροπημένη παραγωγή χαμηλού προϋπολογισμού (με ένα βασικό πρόσωπο σε έναν βασικό χώρο), με δικό της, συνεπή κινηματογραφικό ρυθμό, που δίνει το στίγμα της, με πολλές μικρές σκηνές/πράξεις σε εναλλαγές που μεταδίδουν την αίσθηση του χρόνου που περνάει, με «ανοιχτά» ενδιαφέροντα πλάνα και κάδρα στην ύπαιθρο, μια ταινία πλούσια σε σκηνοθετικές ιδέες εικονογράφησης, κυρίως μέσα από τις επιλογές των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων (είναι εξαιρετική η σκηνή που ο Παρασκευάς κάνει μπάνιο γυμνός στα μπεκ που ποτίζουν τα χωράφια, που ως σύνθεση με την αμέσως προηγούμενη θα διεκδικούσε βραβεία για την καλλιτεχνική της σύλληψη) και επιχειρεί να πει κάποια σημαντικά πράγματα για την Ελλάδα των τελευταίων χρόνων... της παρακμής και της κρίσης.
Έχει όμως ένα πρόβλημα... με το θέμα, χάνει το θέμα. Ξεκινάει από μια πολύ ενδιαφέρουσα σεναριακή ιδέα με πολλές δυνατότητες αλλά δεν την αξιοποιεί, δεν την αναπτύσσει δραματουργικά, παρά μόνο εικονογραφικά, καθαρά κινηματογραφικά. Έτσι η βασική πλοκή παραμένει ένα πρόσχημα για να παρακολουθήσουμε άλλη μια περιπλάνηση, εσωτερική και εξωτερική, ενδιαφέρουσα μεν κινηματογραφικά αλλά προσχηματική, που καταλήγει σε μια επίδειξη αλληλουχίας και εναλλαγών πλάνων/κάδρων/εικόνων... που μοιάζουν όμως να είναι σχεδόν όλες δευτερεύουσες, σαν βλέπουμε να κτίζεται ένα εντυπωσιακό φόντο/πλαίσιο που ποτέ δεν ολοκληρώνεται μέσα του μια κεντρική αφήγηση. Ποιο είναι το θέμα;
Ο τηλεοπτικός σταρ Αντώνης Παρασκευάς σκηνοθετεί την εξαφάνισή του επιδιώκοντας να θεωρηθεί σαν θύμα απαγωγής και να γίνει το πιο διάσημο πρόσωπο των ημερών έτσι ώστε όταν επιστρέψει «να έχει γράψει ιστορία», ο οποίος όμως εντέλει αυτοπαγιδεύεται ο ίδιος στο κόλπο που έστησε... και χάνει τον εαυτό του! Μόνο που αυτό το αφηγηματικό νήμα ξετυλίγεται χωρίς να κορυφώνεται σε μία ή δύο δεσπόζουσες σκηνές/πράξεις που το ολοκληρώνουν ως νόημα (γι' αυτό και δεν ξέρει πώς να τελειώσει η ταινία). Όλες οι σκηνές μοιάζουν σχετικά ισοδύναμες σε μια αλληλουχία όπου αυτό που έχει κυρίως σημασία είναι οι επόμενες να είναι απλώς πιο ευρηματικές οπτικά/σκηνοθετικά/σκηνογραφικά σε σχέση με τις προηγούμενες. Με αποτέλεσμα, ας πούμε, η σκηνή στην οποία συντελείται η ριζική μεταμόρφωση (προς την απώλεια του εαυτού) του Αντώνη Παρασκευά, στο πάρτυ του ξενοδοχείου όπου κυκλοφορεί απαρατήρητος σαν αόρατος ανάμεσα σε φαντάσματα (του μυαλού του) να μην γίνεται αντιληπτή σαν κρίσιμη, αλλά μάλλον σαν σκηνή παρωδίας. Όπως μετά, ούτε η σκηνή που κόβει το δάχτυλό του ούτε καν η σκηνή που σκοτώνει προς το τέλος τον μετανάστη στο θερμοκήπιο να μην κορυφώνουν τη δραματική ένταση αλλά να είναι στον ίδιο τόνο με όλες τις άλλες -σαν μια ακόμα «αλλόκοτη» σκηνή/στιγμή στο αφηγηματικό σερί μιας, ούτως ή άλλως, «αλλόκοτης ιστορίας». Αν το πρότυπο αναφοράς (ένας άντρας κλεισμένος για μέρες σε ένα άδειο ξενοδοχείο, τρελαίνεται) είναι η «Λάμψη» του Κιούμπρικ, ας αναρωτηθούμε πώς θα ήταν η ταινία εκείνη αν η αφήγηση δεν κορυφωνόταν στη θρυλική σκηνή της μεταμόρφωσης του Τζακ σε «κακό λύκο» στις σκάλες, όπου επιτίθεται στη γυναίκα του.
Κι έτσι στο τέλος αυτό που μένει είναι άλλη μια ελληνική ταινία που ανήκει στο είδος εκείνο που οι ξένοι κριτικοί έχουν ονομάσει «αλλόκοτο κύμα» (Weird Wave) η οποία μπορεί από τη μια να προκαλεί περιέργεια και ενδιαφέρον -σε σχέση πάντα με τη διάσημη ελληνική κρίση- σε κάποια φεστιβάλ (η ταινία έχει συμμετάσχει ήδη σε Βερολίνο, Τορόντο, Καρλο Βιβάρι, Λονδίνο) και κάποιους εστέτ του κινηματογράφου και από την άλλη να μην προκαλεί μάλλον κανένα ενδιαφέρον ούτε καν περιέργεια στους Έλληνες θεατές -δεν αντιλήφθηκα καμιά συζήτηση περί αυτής εδώ. Κάτι που νομίζω ότι αδικεί, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τη συγκεκριμένη ταινία.
*Ο Σωτήρης Ζήκος είναι δημοσιογράφος - κριτικός κινηματογράφου (μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου)
(δημοσιεύθηκε στο protagon.gr, 29 Ιανουαρίου 2014)