woody-allen.jpg

Ο Γούντι Άλεν μιλάει για τις περιπέτειές του, τις ταινίες, τους ηθοποιούς και τη μουσική

της Molly Haskell/ The Guardian

Η σουίτα στο ξενοδοχείο Regency της Νέας Υόρκης είχε κλείσει για ένα διήμερο για τις συναντήσεις του Γούντι Άλεν/ Woody Allen με εκπροσώπους του ξένου Τύπου με την ευκαιρία της προβολής στην Ευρώπη της τελευταίας ταινίας του, των «Μικροαπατεώνων»/ Small Time Crooks. Οι βιντεοκάμερες έχουν ανάψει, οι δημοσιογράφοι κάνουν ουρά για να βρεθούν κοντά του, να τους κάνουν τις ερωτήσεις τους, σε αγγλικά όλων των πιθανών προφορών και να εισπράξουν όλοι ευγενικές και ακριβείς απαντήσεις.
Οι σχέσεις του Γούντι Άλεν με τον ευρωπαϊκό Τύπο είναι πάντα αγαπησιάρικες –πολύ περισσότερο απ’ ότι με τον αμερικάνικο. Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί τον λατρεύουν και καλωσορίζουν τις ταινίες του αδιακρίτως. Στην Αμερική μερικές γίνονται επιτυχίες, άλλες αποτυγχάνουν παταγωδώς. «Ίσως κερδίζουν κάτι στη μετάφραση», λέει ο Γούντι.
Αυτό το χάρισμα του αυτοσαρκασμού, η αιχμηρή επίγνωση των αντιφάσεων της ζωής και των δικών του νευρώσεων, είναι που τον κάνει τόσο συμπαθητικά οικείο και ταυτόχρονα μοναδικό. Είναι ιδιοφυΐα στην επισήμανση των αντινομιών της κατάστασης που ζει ως ένα παράξενο υβρίδιο: είναι ένας Νεοϋορκέζος Εβραίος κωμικός που μεγάλωσε στοιχειωμένος από σοβαρές ευρωπαϊκές ταινίες, ένας υποχόνδριος, που ωστόσο παράγει τη μία ταινία πίσω απ’ την άλλη στον πιο ριψοκίνδυνο και εκτεθειμένο κλάδο της σόου μπίζνες, ένας εραστής των παλιών μιούζικαλ που παίζει τακτικά τζαζ Νέας Ορλεάνης σε ένα νεοϋρκέζικο κλαμπ. Οι ταινίες του έχουν ποικιλία τόνου και φιλοδοξιών που περνά από την προβληματισμένη κωμωδία, το αγχωμένο δράμα, την ανέμελη φάρσα, ακόμα και το μιούζικαλ. Όλες ωστόσο τις διαπερνά το γλυκόπικρο μοτίβο του φοβικού αλλά ασυγκράτητου καλλιτέχνη -εραστή.
Γνωριζόμαστε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 κι όταν με βλέπει στο δωμάτιο του
Ρίτζενσι μου σφίγγει ζεστά το χέρι αλλά δείχνει απορημένος: «Πώς έγινε και γράφεις άρθρο για τον Γκάρντιαν;».
«Μου το ζήτησαν και αποφάσισα να γράψω έναν κομμάτι που κανένας φίλο μου δεν θα διαβάσει. Πώς θα ένιωθες εσύ αν γύριζες ταινίες που κανένας φίλος σου δεν θα έβλεπε;»
«Ενδιαφέρουσα ερώτηση». Μένει για λίγο σιωπηλός. «Νομίζω όμως ότι ήδη, το κάνω αυτό».
Παρατηρώ ότι οι Νεοϋορκέζοι, και ιδιαίτερα οι Εβραίοι, τον αισθάνονται δικό τους, νιώθουν σα να τους ανήκει. «Ναι, βέβαια, έτσι ένιωθαν μέχρι που έγραψα ένα άρθρο στους «Τάιμς» λέγοντας ότι οι Ισραηλινοί δεν θα ‘πρεπε να πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα στα σπίτια των Παλαιστινίων και να τους σπάνε τα χέρια. Πίστευα ότι ήταν πολύ λάθος αυτό, από την ισραηλινή σκοπιά, καθώς πρόσφεραν μια προπαγανδιστική νίκη στην άλλη πλευρά».
Τον άκουσα να λέει στην προηγούμενη συνέντευξη: «Καταλαβαίνω ότι στους ανθρώπους μπορεί να αρέσουν ή να μην αρέσουν οι ταινίες μου. Όμως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ορισμένοι τις μισούν». Τον ρωτάω γι’ αυτό. «Ναι απορώ γιατί πρέπει να υπάρχουν κάποιοι που μισούν εμένα και τις ταινίες μου». Τον ρωτάω αν αυτό συνέβαινε και πριν από το σκάνδαλο με τη Σουν Γι. «Πριν ή μετά, εγώ δεν το καταλαβαίνω».
«Ορισμένες γνωστές μου δεν πηγαίνουν πια να δουν ταινίες σου μετά την ιστορία με τη Σουν-Γι»,του λέω. «Οι Ευρωπαίοι έχουν διαφορετική στάση απέναντι στους καλλιτέχνες, τους συγχωρούν κάθε λογής παρεκτροπές. Εγώ, σαν Αμερικανίδα, έχω ανάμικτα αισθήματα. Νιώθω να με αφορά το θέμα και ταυτόχρονα σε αισθάνομαι πιο κοντά μου».
«Ποτέ δεν θεώρησα ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να συγχωρούνται», λέει. «Στο Interiors, ένα από τα θέματα που υπογραμμίζω είναι ακριβώς ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει κανένα ειδικό προνόμιο και ότι είναι λάθος να σκέφτεται έτσι».
allen3.jpg«Δεν σου προκάλεσε έκπληξη ή ταραχή η έκρηξη του σκανδάλου;».
«Έμεινα έκπληκτος από το μέγεθος της έκρηξης. Και από την κατηγορία εναντίον μου για κακοποίηση παιδιού –ήξερα όμως ότι ήταν ζήτημα χρόνου να ξεκαθαρίσει η υπόθεση. Νομίζω ότι ήταν μια λάθος κίνηση από την πλευρά της Μία. Δεν έπρεπε να το επιχειρήσει γιατί ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Η τακτική που έπρεπε ν’ ακολουθήσει ήταν αυτή που τελικά αποδείχθηκε η πιο επιτυχημένη –δηλαδή το μοτίβο «Αυτό το άτομο μου έκανε κάτι φριχτό, εγώ τον εμπιστευόμουν κι εκείνος τα ‘φτιάξε με την αχάριστη την κόρη μου κάτω από τη μύτη μου. Κάτι που δεν περιγράφει πραγματικά αυτό που συνέβη, αλλά θα είχε επιτυχία και θα την ωφελούσε. Δεν έπρεπε να χάσει χρόνο με το πρώτο σχέδιο».
Μου κάνει εντύπωση ο τρόπος που έχει αποστασιοποιηθεί ανάγοντας το όλο θέμα σε ζήτημα στρατηγικής δημοσίων σχέσεων. Σ’ αυτό και σε πολλά άλλα, είναι μια φιγούρα του καιρού μας, εμβληματική μιας εποχής όπου ανθεί η εξομολογητική τέχνη -απομνημονεύματα, αυτοβιογραφικές ταινίες και μυθιστορήματα- και οι καλλιτέχνες αναγκάζονται να παίρνουν αποστάσεις από τις προσωπικές εμπλοκές τους. Ιδιαίτερα για τους άντρες καλλιτέχνες (όπως ο Μπέλοου και ο Ροθ, μεταξύ άλλων), φαίνεται ότι μια δόση ανακατωσούρας και προδοσίας είναι αναπόφευκτη. Σάμπως η ζωή να πρέπει να αναδεύεται κάθε τόσο για να ανανεώνονται οι χυμοί, για βγαίνουν στην επιφάνεια το καινούργιο και να γίνονται νέοι συνδυασμοί παλιών πραγμάτων…..
Ο Γούντι είχε την ψυχραιμία να σκεφτεί την κινηματογραφική αξιοποίηση της περιπέτειας του. «Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να γίνει η αρχή μιας ωραίας ταινίας, όπου κάποιος μπαίνει στο γραφείο του δικηγόρου του και του λέει «Άκου, πρέπει ν’ αναλάβεις την υπόθεση μου. Με κατηγορούν ότι κλέφτηκα με την κόρη της φιλενάδα μου, που είναι υιοθετημένη και ….» Θα ήταν πολύ αστείο. Και ο δικηγόρος θα έλεγε, «Οκέι, θα το αναλάβω, μη νομίζεις όμως πως είναι εύκολη ιστορία».
Του λέω ότι για τους καλλιτέχνες πρέπει να υπάρχει κάπως μεγαλύτερο περιθώριο ανοχής, αφού το καλύτερο που έχουν μέσα τους πηγαίνει στο έργο τους –όπως μας έδειξε τόσο συγκινητικά στο «Συμφωνίες και ασυμφωνίες», όπου ο άθλιος, μεθυσμένος, κακός κι ανάποδος κιθαρίστας που ερμηνεύει ο Σον Πεν κάθεται κάτω και παίζει την πιο όμορφη μουσική.
«Γιατί όμως οι φίλες σου δεν θέλουν να ξαναδούν ταινία μου;», ρωτάει με ειλικρινή απορία.
«Γιατί νιώθουν προδομένες. Επειδή –όπως το είπες- κλέφτηκες με την κόρη της φίλης σου. Ο χειρότερος εφιάλτης μιας γυναίκας. Επίσης πιθανόν να είχαν εξιδανικεύσει τη σχέση σου με τη Μία, που μένατε σε διαφορετικά σπίτια και είχε ο καθένας το δικό του χώρο».
«Και γιατί να είναι αυτό το ιδανικό τους για μια καλή σχέση;», λέει. «Γιατί θέλουν τόσο μεγάλο βαθμό απόστασης;».
allen5.jpg Συμφωνώ και μιλάμε για εκείνες τις δήθεν ιδανικές «ανοικτές» σχέσεις που λειτουργούν μέχρις ότου ο ένας από τους δύο να ζητήσει περισσότερη ελευθερία. Του λέω μετά ότι οι γυναίκες αισθανόμαστε μια οικειότητα γι’ αυτόν, μια έλλειψη απόστασης. Έπειτα, είναι και όλες εκείνες οι υπέροχες γυναίκες στις ταινίες του.
Τις απαριθμεί: Νταϊάν Κίτον, Μέριλ Στριπ, Αντζέλικα Χιούστον, Γκόλντι Χόουν, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, η Μία, η Νταϊάν Γουίστ, η Σαμάνθα Μόρτον, η Τρέισι Ούλμαν και η Ελέιν Μέι στην καινούργια του ταινία, η Έλεν Χαντ σ’ αυτήν που γυρίζει τώρα. Τον ρωτάω πώς γίνεται τέτοιες σταρ να θέλουν πάντα να δουλέψουν μαζί του και με τόσο λίγα χρήματα.
«Είναι και λίγο μύθος αυτό. Έχω εισπράξει αρκετές αρνήσεις, ιδίως από άντρες ηθοποιούς. Δεν έχω καταφέρει να πάρω τον Τζορτζ Σκοτ, τον Ρέντφορντ, τον Νίκολσον, τον Χόφμαν. Λένε ότι θέλουν να δουλέψουν μαζί μου, τους στέλνω το σενάριο, όμως ανακαλύπτουν πόσο χαμηλή είναι η αμοιβή, απαντούν όχι».
«Ο Σον Πεν, ωστόσο, ήταν μεγάλο κελεπούρι».
«Ναι, και με εξέπληξε. Είχα δοκιμάσει κι άλλη φορά και αρνήθηκε, αλλά όταν του έστειλα το σενάριο του «Συμφωνίες και ασυμφωνίες» δέχτηκε να το κάνει, μάλιστα έμαθε να παίζει και κιθάρα. Και η Σαμάνθα Μόρτον ήταν εκπληκτική. Προσθέτει ότι τώρα είναι πολύ ευχαριστημένος που συνεργάζεται με την Έλεν Χαντ, στο «The Curse of the Jade Scorpion». «Είναι υπέροχη, προτείνει κάτι καταπληκτικές ιδέες για την ηρωίδα που πάντα με εκπλήσσουν». Και πραγματικά, ο Γούντι Άλεν δεν είναι ένας σκηνοθέτης που εξερευνά τη γυναικεία σκοπιά. Υπάρχει πολλή ένταση ανάμεσα στον πρωταγωνιστή των ταινιών του-που συνήθως είναι ο ίδιος- και τις γυναίκες που θέλει να κατακτήσει, υπάρχει το άγχος της ερωτικής αποτυχίας. Βλέπει τις γυναίκες σαν άντρας που τις επιθυμεί χωρίς να ταυτίζεται μαζί τους. Ωστόσο ποτέ δεν είναι απλά, σεξουαλικά αντικείμενα, έχουν έντονη ιδιοσυγκρασία και πλάθονται από το ταλέντο και την προσωπικότητα των ηθοποιών που τις υποδύονται.
«Στους «Μικροαπατεώνες» παίζεις έναν φουκαρά ανθρωπάκο, σαν εκείνους τους καρατερίστες στις αστυνομικές κωμωδίες της Γουόρνερ του ’40. Πως έγινε αυτό;».
«Το έχω ξανακάνει στο «Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία». Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω να παίζω. Ξέρω να υποδύομαι δύο μόνο χαρακτήρες. Τον βιβλιοφάγο, τον διανοούμενο –που βέβαια δεν είμαι- επειδή φαίνομαι τέτοιος, φοράω αυτά τα γυαλιά σα σπασίκλας, σα να χάλασα τα μάτια μου στο διάβασμα. Και το άλλο που μπορώ να παίξω είναι ο ασήμαντος ανθρωπάκος. Το αστείο είναι ότι αυτόν τον αισθάνομαι πιο κοντά μου. Δεν το λέω αυτοϋποτιμητικά, αλλά η αλήθεια είναι πως νιώθω ευτυχής στο σπίτι, με μια μπίρα, να βλέπω μπέιζμπολ ή μπάσκετ στην τηλεόραση. Θα γινόμουν πολύ καλή νοικοκυρά. Μ’ αρέσει η ιδέα να σηκώνομαι το πρωί, να ετοιμάζω πρωινό, να βλέπω τηλεόραση. Ήταν να κάνω μια ταινία την περασμένη άνοιξη, αλλά συνέβη τότε να διακόψω τη συνεργασία μου με την εταιρεία παραγωγής Sweetland films –και για τέσσερις ολόκληρους μήνες έκανα ακριβώς αυτό, σηκωνόμουν το πρωί, ετοίμαζα μπρέκφαστ και έβλεπα τηλεόραση. Ήταν υπέροχα».

Κατέστρεψαν τη μουσική
Λέει ότι θα ήθελε πολύ να γυρίσει άλλο ένα μιούζικαλ, σαν το «Όλοι λένε σ’ αγαπώ», στο οποίο όμως άλλος να γράψει τη μουσική και τους στίχους, κάποιος σαν τον Κερν ή τον Πόρτερ –δεν θέλει σύγχρονη μουσική. «Εκείνο που με σκοτώνει είναι η αλλαγή που έχει συμβεί στο μουσικό τοπίο και το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν κανένα απολύτως αίσθημα για τη μουσική που εγώ αγαπώ. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο, το πιο επιζήμιο πράγμα που συνέβη στη σόου μπίζνες ή στην κουλτούρα στη διάρκεια της ζωής μου. Η αλλαγή της μουσικής από το ‘20 έως το ‘40 με ‘50 είχε μια ομαλή συνέχεια, αλλά όταν φθάνουμε στο ‘60 δεν υπάρχει πια σχέση ανάμεσα στη μουσική όπως την ήξερα και στον ορυμαγδό της ηλεκτρικής κιθάρας. Οι συναυλίες δεν είναι πια παρά ηλεκτρονικός θόρυβος με το κοινό να χοροπηδάει και να ουρλιάζει. Τη βρίσκουν, αλλά με κάτι που δεν είναι μουσικό. Είναι σεξουαλικό, μάλλον, αλλά χωρίς καθόλου ρομαντισμό».
Με αυτή τη λίγο θλιβερή νότα, τελειώνει η συνομιλία μας. Κατεβαίνουμε για να πάρουμε μαζί ένα ταξί, καθώς τώρα μένουμε στην ίδια γειτονιά. Το πρόσωπο του ταξιτζή, ενός συμπαθητικού μαύρου άνδρα από την Καραϊβική, φωτίζεται μόλις διαπιστώνει ποιον έχει επιβάτη. Αμέσως δίνει κάτι στον Γούντι να το υπογράψει –μια φωτογραφία του γιου του. Ο Γούντι ικανοποιεί αμέσως την επιθυμία του υπερήφανου πατέρα.
 
(Δημοσιεύτηκε στο φ. 24 Νοεμβρίου 2000. Η ελληνική μετάφραση, με περικοπές, δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή, Σάββατο 6- Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2001)