martin-scorsese.jpg

Ο σκηνοθέτης του «Ταξιτζή» αναζητάει τη γαλήνη, ύστερα από χρόνια κινηματογραφικής βίας.

του William Leith /The Observer

Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου όταν σκέφτεσαι τον Μάρτιν Σκορσέζε/ Martin Scorsese είναι η εικόνα ενός άντρα, ενός αρχέτυπου αρσενικού των ταινιών του, που ξεσπάει λεκτικά, που επαναλαμβάνει με εμμονή τα ίδια πράγματα, πάλι και πάλι. Η κατάσταση είναι ταυτόχρονα κωμική και τρομακτική. Τελικά ο άνθρωπος του Σκορσέζε, που συνήθως τον παίζει ο Ρόμπερτ ντε Νίρο/ Robert De Niro, ή ο Τζόε Πέσι/ Joe Pesci, είτε παθαίνει αμόκ είτε προσπαθεί με τη βία να «βάλει μυαλό» σε κάποιον –συνήθως και τα δύο. Ο ανδρισμός του, η ικανότητα του, να κρατάει τον έλεγχο των πραγμάτων, απειλούνται. Είναι ωραίες στιγμές αυτές στις ταινίες του. Σε πολύ κόσμο αρέσουν, ιδίως στους άντρες.
Αμέτρητες είναι οι φορές που έχω πάει με αντροπαρέα σε μπαρ και που, μετά μερικά ποτά, κάποιος θα βρεθεί που θα ενσαρκώσει τον Τζόε Πέσι. Θα κάθεται στο σκαμπό και θα λέει: «Μήπως σου φαίνομαι αστείος, ρε φίλε; Μήπως είπα τίποτα αστείο; Σου φαίνομαι αστείος; Είμαι διασκεδαστικός, τι λες;» Είναι η σκηνή από το γκανγκστερικό φιλμ «Τα καλά παιδιά»/ Goodfellas, όπου ο τύπος που ερμηνεύει ο Τζόε Πέσι προκαλεί ανατριχίλα φόβου, καθώς γλιστράει μέσα σε μια παρανοϊκή επιθετικότητα.
Πριν από χρόνια, θυμάμαι, που η δημοφιλέστερη στιγμή ταινίας του Σκορσέζε ήταν από τον «Ταξιτζή»/ Taxi Driver, την ταινία όπου ο Ρόμπερτ ντε Νίρο σιγοβράζει από οργή, μουρμουρίζει ακατάληπτα, βάζει κάποιον στο μάτι, ξυρίζει το κρανίο του σαν Μοϊκανός, οπλίζεται σαν αστακός και ξεκινάει για ένα αιματηρό όργιο.
Είναι ένας αφασικός άντρας που μιλάει με την εικόνα του στον καθρέπτη και απ’ όσο θυμάμαι, λέει «Σ’ έμενα μιλάς; (Are you talking to me?) Σ’ εμένα μιλάς; Μάλλον σε μένα μιλάς γιατί δεν βλέπω κανέναν άλλο εδώ γύρω».
Ο Σκορσέζε σε κάνει να ζηλεύεις να θες να γίνεις κι εσύ παρανοϊκός έστω και για ένα-δύο λεπτά.

Τι είδους άνθρωπος είναι ο Σκορσέζε, αυτός ο πρωταθλητής της παράνοιας, ο δεξιοτέχνης του καταπιεσμένου θυμού και της νεύρωσης. Γεννήθηκε στην Μικρή Ιταλία της Νέας Υόρκης, έχει σικελικό αίμα, είναι κοντός και νευρικός, έχει παντρευτεί τέσσερις φορές τη δεκαετία του ’70, έκανε χρήση κοκαΐνης τόσο πολύ που κόντεψε να πεθάνει, είναι 55 χρόνων. Τον είδα για πρώτη φορά από κοντά όταν ήρθε πρόσφατα στο Λονδίνο με αφορμή την προβολή της τελευταίας ταινίας του (Kundun), μιας ιστορίας για τα παιδικά χρόνια του σημερινού Δαλάι Λάμα, ένα δοκίμιο για τη μη-βία. Είναι μια ταινία με υπέροχα χρώματα και τοπία, μια καλή ταινία -αν και δεν πήρε πολύ καλές κριτικές. Δεν μοιάζει, όμως, με ταινία Σκορσέζε.
Το «Κούντουν» ήταν υποψήφια για τέσσερα Όσκαρ (από τα δευτερεύοντα, που τα σάρωσε και αυτά ο Τιτανικός), όχι όμως για Όσκαρ σκηνοθεσίας. Ο Σκορσέζε δεν έχει τιμηθεί ακόμα με Όσκαρ κι ένας λόγος πρέπει να είναι το γεγονός ότι μοιάζει να τον ευχαριστεί η ανθρώπινη αδυναμία. Στα περισσότερα φιλμ του, οι βασικοί ήρωες δεν αναμορφώνονται. Οι αδυναμίες τους τούς οδηγούν στην ανηθικότητα. Είναι σάμπως ο Σκορσέζε «αμαρτωλός» καθολικός που στα μικρά του χρόνια ήθελε να γίνει παπάς, να περνά ακόμα την πρώτη ορμητική τρέλα της εφηβείας: έχει ανακαλύψει ότι ο κόσμος είναι κακός και θέλει συνεχώς να το διαλαλεί.
scorsese4.jpg
Τι τον τρομάζει
Από κοντά, το χαμόγελο του έχει μια πολύ αιχμηρή ποιότητα. Είναι κάτι που μπορεί αμέσως να μετατραπεί σε γέλιο ή σε σκυθρώπιασμα. Άνθρωπος φανερά νευρικός, είναι πάντα στο μεταίχμιο του γέλιου και εκπέμπει μια αύρα αμηχανίας. Η πρώτη ερώτηση που μου έρχεται να τον κάνω είναι τι τον τρομάζει. «Η μοίρα», λέει. «Το ότι όλα είναι πιθανά. Περπατάς στο δρόμο και μπορεί να σου συμβεί οτιδήποτε. Και οποτεδήποτε». Τον θάνατο, λοιπόν, τον σκέφτεται συχνά;
«Όλη την ώρα. Έπειτα υπάρχει ο φόβος για τη δουλειά, ο φόβος για το γύρισμα των ταινιών. Το να προσπαθείς να μην παίρνεις πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σου. Να προσπαθείς να ξεπερνάς τα φιλαυτία σου». Εκείνο, όμως, που πραγματικά θέλω να μάθω είναι γιατί τον θέλγουν οι αδύναμοι, ηθικά ευάλωτοι άνθρωποι. Τι πραγματεύεται στ’ αλήθεια σε γκανγκστερικές ταινίες σαν τα «Καλά Παιδιά;». «Μα, ακριβώς τον τρόπο που ζουν, το στυλ ζωής τους, τη δύναμη και τη σφριγηλότητα του στυλ αυτού. Όταν κάποιος σκοτώνεται, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με τη ληστεία, όμως, δεν τρέχει τίποτα. Ήταν εκεί το χρήμα, πήγαμε και το πήραμε». Αρχίζει να γελάει. «Κακό είναι; Έχουμε κι εμείς οικογένειες να ταΐσουμε. Δεν σκοτώνουμε κανέναν, άλλωστε». Έχει γλιστρήσει στη μίμηση κάποιου από τους ήρωες του, πράγμα που φαίνεται να τον διασκεδάζει πολύ. Άλλωστε, με μερικούς από τους ήρωες του έχει δώσει την εντύπωση, περισσότερο από άλλους σκηνοθέτες, ότι ταυτίζεται -όπως με τον Τράβις στον «Ταξιτζή» ή τον Τζέι Λα Μότα στο «Οργισμένο Είδωλο»/ Raging Bull. Είναι άχαροι, αφασικοί άντρες που στρέφονται στη βία και κάνοντας το, γίνονται παράξενα χαρισματικοί και ωραίοι.
Το «Οργισμένο Είδωλο» το γύρισε την εποχή που είχε το πρόβλημα με τα ναρκωτικά. «Είχα φτάσει σε σημείο να καταστρέψω τελείως τον εαυτό μου -αιμορραγούσα από παντού», λέει. «Όταν αποφάσισα να γυρίσω την ταινία για τον Λα Μότα ένιωσα ότι έκανα την ταινία για τον εαυτό μου. Ήμουν ο Λα Μότα». Βέβαια, δεν είχε παίξει ποτέ μποξ, αλλά καταλάβαινε την κάθαρση που πρόσφερε η σκηνοθετημένη βία. «Πίστευα ότι ήταν η τελευταία ταινία που έκανα και ότι έπειτα θα γύριζα ντοκιμαντέρ για βίους αγίων». Αντί γι’ αυτό έκανε, μεταξύ άλλων, τα «Καλά Παιδιά», το «Ακρωτήρι του Φόβου»/ Cape Fear, το «Καζίνο»/ Casino.
Μικρός σκεφτόταν σοβαρά να γίνει ιερέας και είχε τύψεις όταν έβλεπε ταινίες που είχε βάλει στο μαυροπίνακα η Καθολική Εκκλησία. Ακόμα και όταν, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, είδε τα «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας», πήγε αμέσως μετά και εξομολογήθηκε. Όταν παντρεύτηκε για πρώτη φορά τη συμφοιτήτρια του Λορέν Μακ Μπρέναν, ήταν παρθένος. Έκτοτε παντρεύτηκε και χώρισε άλλες τρεις φορές: τη συγγραφέα Τζούλια Κάμερον, την ηθοποιό Ιζαμπέλ Ροσελίνι και την παραγωγό Μπάρμπαρα ντε Φίνα. Έχει δύο κόρες από το πρώτο και το δεύτερο γάμο του.

Θρησκεία και σινεμά
Το πάθος του για το σινεμά εξελίχθηκε παράλληλα με τη θρησκοληψία του. Ήταν ένα αδύναμο φιλάσθενο παιδί και οι γονείς του δεν τον άφηναν να παίζει με τα άλλα αγόρια της γειτονιάς. Για να τον παρηγορήσουν, τον πήγαιναν συχνά σινεμά και του αγόρασαν νωρίς τηλεόραση, όπου δεν κουραζόταν να βλέπει σε άπειρες επαναλήψεις τα φιλμ που προβάλλονταν στη μικρή οθόνη. Όπως του άρεσε να ακούει και τις απίθανες αφηγήσεις των «σκληρών» συνομηλίκων του -τρομακτικές κι αστείες συνάμα.
«Τελικά το πάθος που είχα για τη θρησκεία μεταβιβάστηκε όλο στον κινηματογράφο», λέει «Εξομολογήθηκα για τελευταία φορά το 1965 και ομολογώ ότι είναι κάτι που μου λείπει. Ίσως γι’ αυτό έκανα το «Κούντουν»». Τον ρωτάω αν αισθάνεται καμιά φορά ένοχος για τους βίαιους χαρακτήρες στις ταινίες του. «Καλή ερώτηση. Το έχω σκεφτεί. Όχι, όμως, δεν αισθάνομαι ενοχή. Κάνουν αυτό που είναι να κάνουν. Παρακολουθώ τους ήρωες των ταινιών μου να κάνουν αυτό που θα ευχόταν κανείς να μην κάνουν. Όμως αυτοί, είναι και σ’ αυτόν τον κόσμο ζουν».
Ένα βασικό χαρακτηριστικό του, λέει είναι η υπερευαισθησία. «Ένα μικρό σχόλιο για το πώς έγινε κάτι και πώς θα έπρεπε να γίνει, μπορεί να με κυνηγάει για μήνες». Δεν μένει πια στο Χόλιγουντ: «Δεν πιστεύω ότι είμαι αρκετά δυνατός για να μείνω εκεί». Τον τελευταίο καιρό βγαίνει ελάχιστα και αποφεύγει τις κοσμικές συναθροίσεις. Έχει στο σπίτι του ένα δωμάτιο προβολής και βλέπει παλιές ταινίες με φίλους του κάθε Σάββατο. Πριν από δύο εβδομάδες, έφερε τις κόρες του να δουν ένα φιλμ της Μέριλιν Μονρόε ήθελε να τους δείξει την «αληθινή μαγεία» της Μέριλιν. Με τον Ντε Νίρο βλέπονται; «Όχι, δεν βλεπόμαστε τακτικά, όμως είμαστε πάντα σε επικοινωνία. Πάντα σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλο».
Καθώς η συνέντευξη τελειώνει μου σφίγγει το χέρι και με ευχαριστεί. Φεύγοντας τον ακούω να παραγγέλνει καφέ- λες και τον χρειάζεται.

(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, Κυριακή 12 Απριλίου 1998)