agelast1.jpg
του Βασιλη Αγγελικοπουλου

Ο φοίνικας πουλήθηκε. Οχι ο μυθικός, το πουλί που αναγεννάται από την τέφρα του -αυτόν τον ξεφτιλίσαμε από τριακονταετίας ήδη, αν όχι και παλαιότερα, γιατί και σε κάτι πολύ παλιά νεοελληνικά νομίσματα τον έχει πάρει το μάτι μας, ποιος ξέρει τι ρεζιλίκια είχε υποστεί και τότε.
Οχι, το δέντρο «ο φοίνικας πουλήθηκε».
Η φράση αυτή ακούγεται κάποια στιγμή στην ταινία φαρμάκι και φάρμακο «Αγέλαστος πέτρα» του Φίλιππου Kουτσαφτή, που προβάλλεται αυτό τον καιρό στους κινηματογράφους. Δείχνει ένα ανασκαμμένο οικόπεδο της Ελευσίνας, όπου χτίζεται κάτι το μοντέρνον, εκεί που φύτρωνε μέχρι χτες ένα ωραιότατο παλιό σπίτι με ένα μεγάλο φοίνικα στην αυλή του. Το σπίτι δεν υπάρχει πια «και ο φοίνικας πουλήθηκε».
Αυτός που δρόσιζε δεκαετίες ολόκληρες με την κομψή, ανατολίτικη ομορφιά του τη λαϊκή ελευσινιώτικη γειτονιά, ποιος ξέρει σε πια ξενέρωτη βιλλάρα των βορείων προαστίων ή σε ποιο εξοχικό μεγαλουσιάνου μεταφυτεύθηκε, μπανταρισμένος σαν σπασμένο σβέρκο «για να πιάσει». Αν πιάσει, που ελπίζουμε όχι. Ελπίζουμε να αντισταθεί τουλάχιστον αυτός και να τους ξεραθεί σύρριζα, μαζί και ό,τι άλλο φυτεύουν στις μαγαρισμένες αυλές τους. Γιατί μαγαρισμένες είναι, δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία.
Αν και ο ποιητής επιμένει ότι μόνο στου πικραμένου την αυλή χορτάρι δεν φυτρώνει. Kαι το ίδιο φαίνεται να λέει, με το δικό του, ποιητικό επίσης, τρόπο, από άλλο δρόμο ποιητικό, και ο δημιουργός της «Αγελάστου Πέτρας», αυτής της περίεργα δραστικής ταινίας, που δεν είναι «ταινία με υπόθεση», δεν είναι ακριβώς ντοκιμαντέρ, δεν είναι κυρίως αρχαιολογικό ντοκιμαντέρ, όπως νομίζουν ακόμα μερικοί, δεν είναι χρονικό, είναι όλα αυτά μαζί και κάτι ακόμα παραπάνω -κάτι το οποίο έχει συγκινήσει, όπως αποδεικνύουν τα εισιτήρια που ανέλπιστα έκανε μια τέτοια ταινία, και που συνεχίζει να κάνει.
Αναστηλωτική η δράση της. Η επίδρασή της στους θεατές της εννοούμε. Σε στηλώνει μέσα σου. Ελεγείο είναι κατά βάθος, αλλά ανακουφίζει. Οπως το κλάμα. Μοιράζεσαι με άλλους τον καημό για την καταστροφή. Για το φυλλορρόημα ανθρώπων και πραγμάτων. Γι' αυτή την πολύ αιματηρή μετάβαση από το χτες στο αύριο, που τι αύριο θα ναι, καμιά Δήμητρα και καμιά Περσεφόνη δεν μπορεί να το πει. Τι ζωή είναι αυτή τώρα, ποια η γεύση της και ποιο το νόημά της. Μιλάει σε πρώτο επίπεδο για τη μόλις χτεσινή και τη σημερινή Ελευσίνα, που μες στα σπλάχνα της σαλεύει πάντα, κάθε τόσο και με νέα ευρήματα, η αρχαία πόλη, αλλά στην ουσία μιλάει για την Ελλάδα ολόκληρη. Πώς πάει στο αύριο, θολωμένη, ασύνταχτη, ξιπασμένη όμως και αποθρασυμένη, παραδομένη στην κερδοσκοπία, όλο και πιο πολύ ξεκομμένη από την ανθρώπινη ρίζα της, που σβήνει και χάνεται.
Οπως σβήνουν και χάνονται σιγά σιγά οι μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν και φώλιασαν κάποτε «εκεί, που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα» και που «τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα» και τα πετρέλαια. Χωριάτες που μετοίκησαν, ακολούθως στα βόρεια προάστια κι είναι τώρα τακτικοί ευεργέτες του Μεγάρου Μουσικής και από καιρού εις καιρόν μετακαλούν στις ανθρωπιστικές λέσχες τους διεθνούς ακτινοβολίας προσωπικότητες για να μιλήσουν σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος.
Kαι δεν είναι παρωχημένα πράγματα αυτά, δεν έχουν συντελεστεί, δεν έχουν «τελειώσει».
Ακόμα συντελούνται. Kαι ο «εκσυγχρονισμός» -ο οποίος εκεί ακριβώς περιμέναμε να δείξει ότι το εννοεί- δεν μπορεί ή και δεν έχει τη θέληση να μετριάσει τη λύσσα της κερδοσκοπίας και να εξανθρωπίσει έναν τυφλό, βαριοκαθισμένο αρακλίδικα και ευρέως εξωνημένο κρατικό μηχανισμό, που δηλητηριάζει την καθημερινότητα και τη ζωή μας ολόκληρη.
Σ' αυτήν την «Αγέλαστο Πέτρα» όπου ζούμε, μένουν μόνο μερικοί σαλοί, σαν αυτόν, τον μακαριστό πλέον, της ταινίας, που μαζεύουν σπαράγματα αρχαίων μελών από τα μπάζα των αδίστακτων μπροστά στο προσωπικό τους όφελος συμπολιτών.

H KAΘHMEPINH 17-03-01