του Αχιλλέα Ντελλή
Κίνημα, ομάδα, συσπείρωση, ρεύμα; Η δυσκολία ονοματοδοσίας του Fog (Filmmakers of Greece) δεν αποτυπώνει μόνον την ίδια την αδυναμία καλλιτεχνικής ταυτότητας του εγχειρήματος αλλά και τα νεφελώδη ερώτημα και κυρίως τα σκοτεινά σημεία της ίδιας της προσπάθειας. Στη συνέχεια του άρθρου θα επιχειρηθεί μια ιστορική και συγχρονική ανάγνωση του κινήματος.
Ο κινηματογράφος νομιμοποιήθηκε στην Ελλάδα ως αυτόνομη τέχνη και απέκτησε κύρος σε περιόδους εξαιρετικών πολιτικών καταστάσεων και μεταβάσεων. Για να μείνουμε μόνον στη μεταπολεμική περίοδο, ο μοντερνισμός του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ) αναδύθηκε όταν το βιομηχανικό σύστημα του Παλαιού Ελληνικού Κινηματογράφου (ΠΕΚ) κατέρρεε, περίοδο που συνέπεσε με την γύψινη περίοδο της καχεκτικής δημοκρατίας. Στη δεκαετία του 1990, ο μεταμοντερνισμός του Σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΣΕΚ) αναδύθηκε, όταν η ιδεολογική περιχαράκωση του μοντερνισμού κατέρρεε μαζί με τα κομμουνιστικά καθεστώτα και η κατάργηση των συνόρων συνοδευόταν από αλλαγές στην ευρωπαϊκή και εθνική ταυτότητα. Αυτές οι δύο μεταβατικές περίοδοι (1965-1970, 1992-1997) χάρισαν στο σώμα της ελληνικής κινηματογραφίας ταινίες που περιλαμβάνονται στο corpus κάθε αφιερωματικής ρετροσπεκτίβας.
Και στις δύο προαναφερόμενες μεταβατικές περιόδους, όπως και αυτή που συμβαδίζει με την Ομίχλη από το 2008 και εξής, εξωκινηματογραφικοί λόγοι και πολιτικές έριδες μεταφέρονται στο κινηματογραφικό πεδίο, καθιστώντάς το ένα εργαστήρι νέων μορφών τέχνης και καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Μπορεί εύκολα να αναζητηθεί η γενεσιουργός αιτία δημιουργίας της Fog: η συνεχής περιθωριοποίηση της τέχνης από το ελληνικό κράτος και η απαξίωση που βίωναν, πρωτίστως, οι σκηνοθέτες. Και τα δύο επιτάχυναν τη συσπείρωση των κινηματογραφιστών που απέκτησε και πολιτισμική νομιμοποίηση με την αλλαγή παραδείγματος που συντελείται στην Ελλάδα με επώδυνο τρόπο από την άνοιξη του 2010.
Αν σε αυτήν την περίπτωση η Fog προσεγγιστεί ως συσπείρωση, τότε πρέπει να εξεταστούν ο αριθμός, οι ειδικότητες και η προέλευση των κινηματογραφιστών. Παλιό και νέο αίμα, συγγραφείς, σεναριογράφοι και των τριών τάσεων (ΠΕΚ, ΝΕΚ, ΣΕΚ), παραγωγοί υπό μια κοινή ομπρέλλα. Από τους 33 σκηνοθέτες και 9 παραγωγούς που το πρωτοξεκίνησαν, έφτασε να μαζεύει κατά μία δημοσιογραφική καταμέτρηση 572 υπογραφές σε ένα κείμενο. Ομολογουμένως η ελληνική κινηματογραφική τέχνη δεν έχει βιώσει μια τέτοια συσπείρωση από την εποχή που η γενιά που αποτέλεσε τον κορμό του ΝΕΚ κατέλαβε τα ηνία της εξουσίας, παραμερίζοντας και περιθωροποιώντας σκηνοθέτες (και του ΠΕΚ) για περισσότερο από τριάντα χρόνια.
Αν αυτό είναι το ένα σημείο της συσπείρωσης, το δεύτερο αξιόπροσεκτο είναι η έντονη παρουσία του ηθοποιού (στο πρόσωπο του Καφετζόπουλου) στις διεργασίες για τη δημιουργία του Fog. Η βαρύτητα του ηθοποιού που παλιότερα εξοβελιζόταν προς χάριν της ανάδειξης του σκηνοθέτη-θεού, δείχνει τα όρια που η αυταξία του σκηνοθέτη συμπληρώνεται από τη συνεισφορά και άλλων παραγόντων στο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Με αυτόν τον τρόπο οι εγωισμοί του σκηνοθέτη παραμερίζονται για να αναδειχθεί η ολότητα του κινηματογράφου και η συνεργατική υπόστασή του, η οποία αναιρεί τη μεταμοντέρνα εκδοχή της ατομικής μονάδας ως υπέρτατης αξίας.
Αν θα θέλαμε να δούμε την ταυτότητα της Fog ως ρεύμα θα πρέπει να εξετάσουμε τη ροή των γεγονότων. Συσπείρωση το 2008, άρνηση υποβολής συμμετοχής στα κρατικά βραβεία στο 50ο Φεστιβάλ Θεσαλλονίκης το Νοέμβριο του 2009, προβολή ταινιών στο Ολύμπιον της Θεσαλλονίκης στα τέλη του Ιανουαρίου του 2010, και αργότερα των ταινιών ντοκιμαντέρ στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας τον Απρίλιο του 2010, δημιουργία μιας βαρύγδουπης πλην κενής περιεχομένου και πρακτικής και άμεσης χρησιμότητας Ακαδημίας Κινηματογράφου. Από αυτήν την άποψη το Fog συναντά μια βασική συνιστώσα της ελληνικής κινηματογραφίας. Γύρω από τα βραβεία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου και τους λοιπούς θεσμούς της (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, συνδικαλιστικές οργανώσεις, Ταινιοθήκη της Ελλάδας) εξελίχθηκε ένας αγώνας, ανελέητος πολλές φορές, διεκδίκησης φήμης, υστεροφημίας και απόκτησης χρημάτων.
Ως προς αυτό το σημείο η στοχοθεσία της Fog δεν είναι κάτι το πρωτοποριακό. Είναι διαφορετικό πράγμα το αυτονόητο και διαφορετικό η καινοτομία. Τα βραβεία και η κατανομή, ο τρόπος απονομής έχουν αυτό που λείπει από την ελληνική νοοτροπία: την αμεσότητα του ενδιαφερομένου και όχι τη διαμεσολάβηση του κράτους. Μένει να δούμε αν τα δύο μπορούν να συνυπάρξουν. Ιστορικά τοποθετώντας το ζήτημα, η ελληνική ταυτότητα βρίθει περιπτώσεων ποδηγετήσεων του ατόμου από και στο κράτος. Νομίζω όμως ότι η αλλαγή παραδείγματος είναι αυτό ακριβώς που καλείται να διαχειριστεί η Fog: πώς ο καλλιτέχνης μπορεί να παρεμβαίνει αποτελεσματικά στις αποφάσεις όχι προς ίδιον συμφέρον και πώς μπορεί να δείξει τον τρόπο ανατροπής της παθητικότητας και της ομφαλοσκόπησης της ελληνικής διανόησης.
Παρά ταύτα, η δράση και η δυναμική της ομάδας αναλώθηκε περισσότερο σε ζητήματα διαχειριστικά και λιγότερο σε θέματα ουσίας. Από αυτήν την άποψη η δυναμική αυτής της ομάδας των κινηματογραφιστών αφορά τους ίδιους. Δεν πείθει για τη χρησιμότητα και την αυθυπαρξία. Το ρεύμα έτσι μεταβάλλεται σε ένα είδος σέχτας, από τις πολλές που στην ιστορία της ελληνικής πολιτείας διεκδικούν μερίδιο και αναγνώριση από την κρατική εξουσία μέσα από τη διεκδίκηση μιας κολεκτίβας και τη μαχητικότητα ενός ξεπερασμένου συνδικαλισμού. Μια ματιά στα επίσημα κείμενα δηλοί το συνονθύλευμα τεχνικών, νομικών, οικονομικών και ολίγων αισθητικών πλευρών.
Παρά ταύτα και στην περίπτωση της Fog κάτι τέτοιο θα ίσχυε, αν το ρεύμα περιοριζόταν στον αρχικό πυρήνα (παραμένει αδιάφορο ποιος καλεί ποιον από ένα σημείο και πέρα). Η ύπαρξη ετερόκλητων κινηματογραφιστών ακόμα και μέσα στην ίδια γενιά (πόση ομοιότητα έχει η ταινία Στο βάθος κήπος του Κλεάνθη Δανόπουλου με την Ακαδημία Πλάτωνος του Φίλιππου Τσίτου) και κυρίως η ύπαρξη μιας γενιάς που βίωσε τον αποκλεισμό και την περιθωροποίηση (Βούλγαρης, Αγγελόπουλος) δείχνει ότι το ρεύμα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή συσπείρωση και κάτι λιγότερο από ένα κίνημα. Αυτός ο ποικίλος συνασπισμός ανθρώπων που καλούνται να διαχειριστούν ζητήματα πολιτειακά (ο βίος της πολιτείας στην οποία ζουν), οντολογικά ( ποια είναι η ταυτότητα του έθνους) και αισθητικά (τι είδους κινηματογράφο θέλουμε) δείχνει τα όρια που η έννοια της δημοκρατίας καλείται να προσδιοριστεί ανάμεσα σε πόλους, όπως ο ένας και οι πολλοί, η Υψηλή και χαμηλή τέχνη, η πρόοδος και η συντήρηση.
Για αυτό και το ενδιαφέρον του ρεύματος των ομιχλιστών μετατρέπεται σε πείραμα της ίδιας της δημοκρατίας και των αδιεξόδων της: πώς είναι δυνατόν να αποφασίσεις με ένα ναι ή ένα όχι, με αυτό ή το τάδε κόμμα για το είδος της πολιτείας που θέλεις. Αναλογικά πώς είναι δυνατόν όλοι οι καλλιτέχνες που συνεισφέρουν τον οβολό τους στην πραγμάτωση μιας ταινίας να εκφράζουν γνώμη και να διεκδικούν μερίδιο εξουσίας από τον σκηνοθέτη-θεό-δημιουργό-ποιητή της ελληνικής κινηματογραφίας. Το πρώτο (η πολιτεία) ωστόσο διαπιδύει στο δεύτερο (στον καλλιτέχνη), εφόσον οι ομιχλιστές υιοθετούν συμπεριφορές και πολιτισμικά στερεότυπα του ελληνικού βίου: εξίσωση, ομοιομορφία, και αδυναμία επιβολής μιας αξιολογικής ιεράρχησης. Η πλειοψηφία των κινηματογραφιστών έχει διαπαιδαγωγηθεί σε μια πολιτεία και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν μιλά, δεν συζητά, τόσο μεταξύ των διαλεγομένων όσο και μεταξύ της προϋπάρχουσας καλλιτεχνικής παράδοσης. Αν η ομαδική φωτογραφία της γενιάς του 1930 φαντάζει εξουσιαστική ως προς τη διάρκεια της επαναλαμβανόμενης χρήσης και η γενιά του ΝΕΚ αντλεί μυθοποιητική δύναμη από μια αντίσταση χωρίς αιματηρές θυσίες, είναι γιατί νεώτερες γενιές καλλιτεχνών εγκλωβισμένοι στη μεταμοντέρνα ατομικότητα δεν κάνουν χρήση μιας βασικής τεχνικής που ομογενοποιεί μια γενιά και διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά της: παρόμοια βιωματικά, ιδεολογικά, αισθητικά και καλλιτεχνικά κριτήρια και ηγετικές φυσιογνωμίες γέννησαν σε παλιότερες εποχές τα κινήματα. Ο μεταμοντέρνος χυλός της Υψηλής και χαμηλής τέχνης, του Καλλιτέχνη και του εμπόρου, του Ενός και των πολλών, συμβαδίζει με την εξισωτική μετριοκρατία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Από αυτήν την άποψη το να είναι κανείς μέσα σε ένα ρεύμα που λέγεται Fog που δεν αναδεικνύει και δεν εξυψώνει, εξισώνει προς τα κάτω τις προσδοκίες.
Δεν υπάρχει πιο ενδεικτικό παράδειγμα για αυτό από τη δημόσια παρουσίαση των ομιχλιστών στο Φεστιβάλ των Αθηνών του 2010. Σκηνοθέτες, παραγωγοί, ηθοποιοί, μουσικοί, αλλά και μεταπράτες (δημοσιογράφοι) βρέθηκαν σε ένα μοναχικό πεντάλεπτο παρουσίασης θέσεων, προτάσεων και απόψεων, αδυνατώντας να ανταλλάξουν γνώμες. Και εδώ αναφύεται η ουσία του προβλήματος. Η ελληνική διανόηση ήταν και παραμένει μοναχική και δονκιχωτική. Οι ομιχλιστές βρίσκονται ενώπιον διλημμάτων: να γίνουν ρηγματικοί, όπως επεσήμανε στη μάζωξη η σκηνοθέτις Στέλλα Θεοδωράκη, ή να γίνουν γνώστες της ιστορικής στιγμής και να προτείνουν κάτι άλλο, όπως υποστήριξε η Αντουανέττα Αγγελίδη; Ενώπιον αυτού του διλήμματος οι κινηματογραφιστές έρχονται άμεσα και επιτακτικά με ένα ερώτημα που βασανίζει ενδόμυχα τους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ου αιώνα: η διάθεση να είναι κανείς ρηγματικός και να έρθει σε σύγκρουση διαρκεί όσο η επιθυμία αυτή υπάρχει για να εκπληρωθεί. Η υιοθέτηση της ρήξης παρά της συνέχειας και μάλιστα της διαγενεακής συνέχειας συνεπάγεται ότι η ρήξη δημιουργεί ένα χάσκον κενό. Αυτό το κενό για να γεμίσει χρειάζεται την περίχυση μιας αδιαμόρφωτης μάζας που με τον καιρό μπορεί να πάρει το επιθυμητό σχήμα. Μετατρέπεται έτσι η ρήξη σε μια παγίωση ή για να είμαστε πιο σκληροί σε μια τσιμεντοποίηση που για να σπάσει χρειάζεται μια άλλη ρήξη. Δεν έχει κανείς να το δει αυτό στην γενιά του 1930 και στην κανονικοποίηση της ελληνικότητας που κατά τη φράση του Σεφέρη «όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει» έφτασε να ισοδυναμεί με ηττοπάθεια, τραύμα, σιωπηλή αποδοχή και όχι προσπάθεια αλλαγής. Την τελευταία ωστόσο καλούνται οι ομιχλιστές ως παιδιά του 20ου αιώνα να την φέρουν εις πέρας. Αλλαγή, συνέχεια ή ρήξη θα δηλώσει τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί η Fog ανάμεσα στο ρεύμα, στην κίνηση και στο κίνημα: αν εκπληρωθεί ή καλύτερα αν αδυνατίσει η ρήξη, πράγμα που συνήθως συμβαίνει προς ώρας σε ανάλογα εγχειρήματα, τότε και η επιθυμία ξεφουσκώνει και τα μέλη αυτής της ιδιότυπης σέχτας θα αποτραβηχτούν εκεί από όπου ξεκίνησαν, καθιστώντας τη Fog ένα μικρό κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμο παράμετρο οι ομιχλιστές δεν έχουν απαντήσει. Μένει το ερώτημα αν θα απαντήσουν και στη χρονιά του 2011 ή σωστότερα αν η (κινηματογραφική) ιστορία θα τους φέρει αντιμέτωπους με ένα τέτοιο διλημματικό ερώτημα.
(δημοσιεύτηκε στον Επίλογο 2010)