panagio.jpg

Νίκος Παναγιωτόπουλος
Από το καλάθι των αχρήστων
Εκδόσεις Πατάκη
Σελ. 270.

Διανύοντας την περίοδο του βίου κατά την οποία η αναπόληση του παρελθόντος είναι και αναπόφευκτη και χρήσιμη, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, με αφορμή τη συμμετοχή του στη εκδοτική σειρά Η κουζίνα του σκηνοθέτη, αυτοβιογραφείται. Πρόσωπο κεντρικό στο τοπίο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ) ο Παναγιωτόπουλος δεν διεκδίκησε ποτέ τις κολακείες ή την αποδοχή του πλήθους (όπως συνέβη μ΄ άλλους συνομήλικούς ομότεχνους του).
Η διαδρομή του υπήρξε ίσως η παραγωγικότερη όλων και στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με το εξωτερικό, μάλλον υποτιμημένη. Οι ταινίες του υπερέβησαν την εποχή τους και σήμερα, κάποιες απ’ αυτές, συνομιλούν με τρόπο τραγικά επίκαιρο με την πραγματικότητα. Αξίζει κάποιος να δει πάλι σήμερα, υπό το φως των γεγονότων της κατάρρευσης, την εμβληματική του ταινία που τον σύστησε στο διεθνές κοινό, τους Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδες. Ή την ταινία Beautiful People μια απεικόνιση της ανήθικης όψης του «ελληνικού ονείρου» στις εποχές της ευμάρειας. Ή ακόμα και την σε ανύποπτο χρόνο περιπλάνηση του εν μέσω των ερειπίων του αστικού χώρου στην ταινία Delivery. Όμως το έργο του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι πολύ πιο πλούσιο και πολυσύνθετο απ’ ότι οι προηγούμενες αναφορές υπονοούν και η αυτοβιογραφία του έρχεται ακριβώς για να υπενθυμίσει όψεις που παραβλέπονται.
Ο αναγνώστης πρέπει να την διαβάσει υπό το πρίσμα της δήλωσής του: «Είναι δύσκολο για κάποιον σαν έμενα να πει με σιγουριά που τελειώνει η ζωή και που αρχίζει ο κινηματογράφος». Η αφήγηση ακολουθεί μια τυπική χρονολογικά δομή: η παιδική ηλικία και η νεότητα όπου κυριαρχεί η «άκρατη» μα όχι άκριτη κινηματογραφοφιλία, η ανήσυχη δεκαετία του 60 στην Αθήνα και αργότερα στο Παρίσι, η συναρπαστική ζωή στην γαλλική πρωτεύουσα και οι παρέες (ο συγκάτοικος Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο πρόωρα χαμένος Λάμπρος Λιαρόπουλος, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Άγγελος Ελεφάντης), ο πρώτος γάμος, η επιστροφή στη Αθήνα και η σύντομη θητεία στο εμπορικό σινεμά, η γνωριμία με τον Chris Marker, ο Μάης του 68, ο νόστος, oι ταινίες, το ταξίδι στην Ινδία και η περιπέτεια της υγείας. Δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι παρέες και οι συναναστροφές όπως η παρέα της Πάτμου (ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος κ.α.) και οι συνεργασίες: την κεντρική θέση αναμφίβολα κατέχουν εδώ ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Σταμάτης Κραουνάκης. Και τέλος οι κρυφοί πρωταγωνιστές της ζωής του ο παππούς του, οι γονείς του, η σύντροφος του Μαριάνα, η κόρη του Alix.
Ορόσημα σε κάθε απολογισμό ζωής είναι οι προσωπικές επιλογές που γίνονται σε στιγμές καίριες. Η πρώτη εξ’ αυτών, αν και στην εποχή της εθεωρείτο περίπου ως αυτονόητη, σήμερα δεν είναι καθόλου. Είναι η εναντίωσή του στο εμπορικό σινεμά και η αντίληψη ότι ο κινηματογράφος πρωτίστως δεν συνιστά εμπορικό θέαμα αλλά τέχνη. Αυτό άλλωστε υπήρξε και η ιδρυτική πράξη του ΝΕΚ.
Ωστόσο άλλη ήταν η καθοριστική επιλογή που σφράγισε όλη την διαδρομή του Νίκου Παναγιωτόπουλου: «Τι φταίω αν από την ιστορία προτιμώ τις ιστοριούλες» αναφέρει σε ένα σημείο. Αποστρέφεται την Ιστορία –ότι δηλαδή αποτελεί κεντρικό θεματικό μοτίβο σχεδόν όλων των συνομηλίκων του στο ΝΕΚ. Πίσω όμως απ’ αυτή την αποστροφή κρύβεται η άρνησή του, σε μια εποχή εξόχως φορτισμένη πολιτικά, να απαντήσει σ’ ένα καθοριστικό ερώτημα μπροστά στο οποίο βρέθηκαν όλοι οι σκηνοθέτες της γενιάς του: πως τοποθετείται απέναντι στο δίπολο και στο (πλαστό όπως εκ των υστερών αποδείχθηκε) δίλημμα Αριστερά-Δεξιά; Ο Παναγιωτόπουλος αδιαφορεί, προσπερνά αυτό το ερώτημα για να βρεθεί αντιμέτωπος με την τέχνη του κινηματογράφου.
Για τον Παναγιωτόπουλο πρωταρχικό δεν είναι το θέμα, αλλά ο τρόπος. Η κινηματογραφική γραφή είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής της κάθε ταινίας του, το κινηματογραφικό πλάνο το πεδίο δράσης του. «Σε κάθε πλάνο των ταινιών μου θέλω να ελέγχω απολύτως ότι περιέχεται σ’ αυτό. Το φως, τη γωνία λήψεως, τους ηθοποιούς, τα αντικείμενα, την κίνηση της μηχανής, τα πάντα». Οι ταινίες του πέρα από σχόλια πάνω στον κινηματογράφο, τα είδη (νουάρ, κωμωδία, μιούζικαλ κ.α.), τους δημιουργούς του (Jean Luc Godard) είναι επιπλέον και αναζητήσεις πάνω στην ίδια την τέχνη του κινηματογράφου. «Η ομορφιά είναι το πιο δύσκολο και το πιο σπάνιο πράγμα που συναντά κανείς στον πλανήτη», δηλώνει. Κατά κάποιον τρόπο ο Παναγιωτόπουλος με το έργο του μοιάζει να επαναφέρει στο προσκήνιο κάτι τελείως παραμελημένο, στη μοντέρνα εποχή: την αναζήτηση της Ομορφιάς και το Πάθος (ερωτικό και όχι μόνο).
Πίσω όμως απ’ όλα αυτά στο τέλος υπάρχει μια αναπόφευκτη (;) πικρή αίσθηση ματαιότητας και η αντίληψη της φθαρτότητα της κινηματογραφικής τέχνης και εντέλει της ίδιας της ζωής: «Δεν θα με χαλούσε η ζωή μου και οι ταινίες μου να είναι σαν τα ταπεινά λουλούδια που ξεφυτρώνουν και χάνονται σε μια υπέροχη απουσία σκοπών».

Δημήτρης Μπάμπας

(μια συντομευμένη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής)