bresson1.jpg

[Mε αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματος της Anne Wiazemsky Kορίτσι (Jeune fille), στην ελληνική έκδοση, από τις εκδόσεις Πόλις, η μεταφράστρια του μυθιστορήματος Μαρία Γαβαλά, έγραψε το ακόλουθο κείμενο.]

της Μαρία Γαβαλά

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα Κορίτσι της Anne Wiazemsky και ξαναβλέποντας την ταινία του Robert Bresson, Στην τύχη ο Μπαλταζάρ (Au hasard Baltazar), βρίσκεσαι μπροστά σε μια σειρά από απροσδόκητους επάλληλους συσχετισμούς, έτσι που το βιβλίο, από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, δίνει ελάχιστα την εντύπωση πως είναι η απλή καταγραφή ενός ημερολογίου, της προετοιμασίας και των γυρισμάτων της συγκεκριμένης ταινίας, που κρατούσε η ηθοποιός και κατοπινή συγγραφέας. Η ταινία γυρίστηκε το 1965, το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σαράντα τόσα περίπου χρόνια μετά, το πέρασμα του χρόνου έχει συμβάλει στο να γίνουν λεπτότατες επεμβάσεις στη μνήμη, ο ηλικιακός χρόνος, η δύναμη της φαντασίας και η ορμή της λογοτεχνικής αφήγησης έχουν προσθέσει τις δικές τους έντονες πινελιές. Το έργο της Wiazemsky θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα υπολογίσιμο κείμενο (μια μαρτυρία) στη σειρά των κριτικών ή κινηματογραφοφιλικών κειμένων που γράφτηκαν για το αριστούργημα του Bresson. Από τη στιγμή όμως που είναι τόσο πολύ ενταγμένο στο προσωπικό σύμπαν της ηθοποιού-συγγραφέως, σε έναν κόσμο του οποίου τα νήματα κινούσε καθοριστικά ο μεγάλος δημιουργός του κινηματογράφου, γίνεται επιπλέον και έργο μοναδικό ως προς την πρωτοτυπία και την ιδιαιτερότητά του. Κι αυτό ακριβώς αποτελεί και το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον του.
bresson2.jpg
Το Στην τύχη ο Μπαλταζάρ ανοίγει με ένα πλάνο μεγάλης απλότητας και διαύγειας. Δυο χέρια μικρού κοριτσιού χαϊδεύουν με στοργή και αγάπη ένα μικρό γάιδαρο. Μετά από αυτό το αυθόρμητο παιχνίδι ακολουθεί το επίσης παιγνιώδες τελετουργικό της βάπτισης του γαϊδαράκου. Μπαλταζάρ, βαπτίζεσαι εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι ένα παιδικό παιχνίδι που ανταποκρίνεται στο χριστιανικό μυστήριο της βάπτισης και στη χριστιανική κοσμοθεωρία του σκηνοθέτη. Ένα άλλο τελετουργικό, έξω από εκκλησιαστικούς κανόνες και καθόλου παιγνιώδες αυτή τη φορά, αντίθετα επώδυνο και πολλές φορές εξαντλητικό, είναι εκείνο της μύησης της έφηβης Αν (της ηρωίδας του μυθιστορήματος) στον κόσμο του κινηματογράφου. Μέχρι την οριστική επιλογή, μέχρι να οριστεί ως η εκλεκτή, εκείνη που θα ενσαρκώσει την κινηματογραφική ηρωίδα Μαρί, θα ανεβεί έναν μικρό Γολγοθά. Μέχρι να χρισθεί (να βαπτισθεί) πρόσωπο ικανό να ενσαρκώσει ένα άλλο πρόσωπο, φανταστικό, θα περάσει από διάφορες Συμπληγάδες. Κυρίως, μέχρι να δει να μορφοποιείται οριστικά και συγκεκριμένα η ασαφής και παραπαίουσα επιθυμία της, θα υποστεί όσα και μια οσιομάρτυς -πρόκειται για το μαρτύριο της έφηβης που αποκόπτεται από τον οικογενειακό κορμό, απομακρύνεται από τον ασφυχτικό κλοιό της οικογενειακής κηδεμονίας, διαρρηγνύει με πόνο και ενοχές το διαρκείας πένθος για τον πεθαμένο πατέρα της, και παίρνει το ρίσκο να μεταπηδήσει σε έναν αλλότριο, αλλόδοξο και αλλόκοτο κόσμο, εκείνον του κινηματογράφου.
bresson3.jpg
Από το παιχνίδι-τελετουργικό της ουβερτούρας του κινηματογραφικού έργου, περνάμε στο ερωτικό παιχνίδι της αιώρας. Τα δύο παιδιά, ενωμένα πάνω στην κούνια, ανταλλάσσουν όρκο ερωτικής πίστης προφέροντας, με τη λακωνικότητα ώριμων, ενήλικων, προσώπων, μόνο τα ονόματά τους. «Ζακ!» «Μαρί!» Στη συνέχεια, ο μικρός Ζακ χαράζει στο παγκάκι –εμβληματικό σημείο της δράσης σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, αλλά και του μυθιστορήματος– μια καρδιά με το ζεύγος των ονομάτων «Ζακ-Μαρί». Τα δύο παιδιά δίνουν ένα φιλί και χωρίζουν. Με κινηματογραφική έλλειψη, τα χρόνια περνούν. Ο γαϊδαράκος έχει γίνει γάιδαρος. Ένα ζωντανό που δεν παίζουν πλέον μαζί του με αγάπη και τρυφερότητα, αλλά το φορτώνουν με βάρη, το βασανίζουν, το ταλαιπωρούν, το τιμωρούν όταν διαμαρτύρεται και επαναστατεί με τον τρόπο του, δυστροπώντας ή τσινώντας. Η ταινία του Bresson είναι μια παραβολή με πρωταγωνιστή τον όνο του Θεού, τον φέροντα την αμαρτία του κόσμου. Η Μαρί, ένα πρόσωπο που έχει παράλληλη πορεία προς εκείνη του γάιδαρου. Σε όλη την ταινία υπάρχει ένα σύνθετο πλέγμα παραλληλισμών, ο απόηχος των οποίων διατηρείται και στο μεταγενέστερο λογοτεχνικό έργο της Anne Wiazemsky, έργο που αναφέρεται κυρίως στην «εμπλοκή» της νεαρής Αν. Η Μαρί είναι χαρακτήρας παράλληλος προς τον γάιδαρο, υποφέρει όπως και το ζώο. Οι δύο αυτές υπάρξεις μοιάζουν να είναι αδελφές ψυχές. Ό,τι συμβαίνει στον έναν, έχει αντίκτυπο στη ζωή και των δύο. Σε αυτό το δίδυμο, έρχεται να προστεθεί και η ύπαρξη της Αν. Η Αν, φυσικά, υποφέρει για άλλους λόγους. Υποφέρει γιατί δεν μπορεί να ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα της, τον εφιάλτη του απολυτηρίου, γιατί κουβαλά την πίεση μιας αστικής οικογένειας η οποία συνεχώς την κατασκοπεύει και την υποτιμά, γιατί δεν μπορεί να ξεφορτωθεί το βάρος της άχαρης εφηβείας της, την κατάθλιψη, τις ενοχές μιας απρέπειας που έχει διαπράξει στο παρελθόν, στην προσπάθειά της να γνωρίσει τον έρωτα και να μεταμορφωθεί σε ερωτική οντότητα. Ο γάιδαρος της ταινίας ακολουθεί μια διαδρομή που συναντά τη διαδρομή ανθρώπων που κουβαλούν όλα τα ελαττώματα της ανθρωπότητας. Ο γάιδαρος και η Μαρί υποφέρουν από αυτά τα ελαττώματα. Η Αν υποφέρει από τα ελαττώματα των άλλων, κυρίως όμως υποφέρει από τα δικά της ελαττώματα, τη δική της ανωριμότητα, την αρρώστια της παιδικότητάς της.
bresson4.jpg
Η Μαρί, μεγάλη κοπέλα πια, χαϊδεύει τον γάιδαρο Μπαλταζάρ με τα χέρια που της «δανείζει» η Αν. Κι ενώ τα χέρια της Μαρί χαϊδεύουν με αγάπη και σκορπούν τη συμπόνια και το καλό, τα χέρια του Ζεράρ, του αρχηγού της συμμορίας των κακών παιδιών του χωριού, σπέρνουν το κακό. Η κεντρική ιδέα, άλλωστε, της ταινίας είναι εκείνη της διάδοσης του κακού. Η παγανιστική σκηνή –μια από τις αινιγματικότερες και ομορφότερες στιγμές της ταινίας του Bresson– είναι μια ακόμα λιτή και αυστηρή ιεροτελεστία που, αυτή τη φορά, έχει σχέση με τον ελληνικό ερωτισμό και τη μυθολογία. Τα κακά παιδιά σέρνονται στο χώμα και παρακολουθούν τη σκηνή στα κρυφά. Κατασκοπεύουν τη σκηνή βεβηλώνοντάς την. Η Μαρί, φορώντας το νυχτικό της κι ένα πρόχειρα ριγμένο στους ώμους της πανωφόρι, προχωρεί ξυπόλητη στο ημίφως και κόβει μερικά ταπεινά αγριολούλουδα, μαργαρίτες και πρασινάδες. Φτιάχνει ένα μπουκετάκι και στολίζει –λες και βάζει κορώνα– το κεφάλι του Μπαλταζάρ. Μετά το στόλισμα, φιλά το γάιδαρο στο μουσούδι και στη συνέχεια κάθεται με την πλάτη στηριγμένη στον κορμό ενός δέντρου, κοιτάζοντας εκστατικά το στεφανωμένο ζώο. Η εικόνα, εκτός από την ειδωλολατρική, έχει και βιβλική σημασία. Το εκστατικό στοιχείο είναι διάχυτο. Η αθωότητα και ο ευδαιμονισμός της Μαρί, χαρακτηριστικά μιας οσίας, αποτελούν την εικόνα που προοικονομεί την εικόνα της οσιομάρτυρος. Εικόνα διφορούμενη που παραπέμπει και στη διφορούμενη εικόνα του χαρακτήρα της Αν. Ή και στη διφορούμενη, την αινιγματική, εφηβική ηλικία του ανθρώπου. Ο Ζεράρ, το πνεύμα του κακού, κατασκοπεύοντας τη σκηνή, λέει: «Ίσως το αγαπά με έρωτα. Και ίσως και το ζώο την αγαπά με έρωτα». Ο φίλος του εκπλήσσεται: πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ερωτική σχέση ανάμεσα σε μια κοπέλα κι ένα γάιδαρο; Ο Ζεράρ υπαινίσσεται μια εξήγηση που ανάγεται στη μυθολογία. Η Μαρί δεν δίνει την εντύπωση πως κρύβει μέσα της ειδωλολατρική διάθεση. Δεν δείχνει οπαδός του παγανισμού. Ίσως με αυτή την εκδήλωση λατρείας εκφράζει την αφοσίωσή της στο ζωντανό που έχει άρρηκτη σχέση με την αθωότητα, την καθαρότητα και την ευτυχία των παιδικών της χρόνων.
bresson5.jpg
Η αινιγματική αφοσίωση της Μαρί στο γάιδαρο θα βεβηλωθεί. Η ίδια η Μαρί θα υποστεί μια βέβηλη επίθεση. Ο αμαρτωλός έρωτας, ντυμένος με το μανδύα του κακού, καιροφυλακεί στο πρόσωπο του βιαστή Ζεράρ, του διαφθορέα της Μαρί, ενώ ο αθώος έρωτας, εκείνος που εκφράζεται μέσα από το πρόσωπο του καλού Ζακ, έχει περάσει οριστικά στο περιθώριο. Αυτή είναι και η σκοτεινή όψη του μπρεσονικού έργου, το κακό εξοβελίζει το καλό. Ο Ζεράρ, πολλές φορές, έχει ένα αγγελικό χαμόγελο στα χείλια του που γρήγορα μετατρέπεται σε χαμόγελο δαίμονα. Ψέλνει στο υπερώο του ναού, είναι ο έκπτωτος άγγελος, ο δαίμονας που θα οδηγήσει τη Μαρί στον αφανισμό. Το ιερό παραδίδεται στην παραβίασή του, στη σύλησή του από το πνεύμα του κακού.
Παρόμοια επίθεση, ως προς το πείσμα και την απρέπεια, θα δεχτεί η Αν από τον ίδιο τον σκηνοθέτης της. Μια επίμονη ερωτική πολιορκία ενός ηλικιωμένου μέντορα προς τη μαθήτρια και προστατευόμενή του, την αστή έφηβη Αν, την οποία παραδίδει στα χέρια του η οικογένειά της κι εκείνος αναλαμβάνει να τη διαπλάσσει. Όμως, στη δεύτερη περίπτωση, ο σκηνοθέτης, ένας καταξιωμένος, ευφυής, χαρισματικός, γοητευτικός και παμπόνηρος (σύμφωνα με τα λεγόμενα της συγγραφέως Αν) καλλιτέχνης, συνάμα μια νέα πατρική φιγούρα, δεν αποτελεί επ’ ουδενί πνεύμα του κακού. Αντίθετα, παρά την εξωτερική εικόνα του αναιδούς πολιορκητή την οποία δίνει, κατ’ ουσίαν αποτελεί μια προστατευτική φιγούρα: εκείνη του μέντορα που διαπλάθει με σύνεση και σεβασμό το μοντέλο του, και μεταμορφώνει τη χρυσαλλίδα σε πεταλούδα, με συντομότερες και συνθετότερες, από τις φυσικές, διαδικασίες. Βεβαίως, η σχέση του καλλιτέχνη με το μοντέλο του (ας μην ξεχνάμε πως ο Bresson θεωρούσε τους ηθοποιούς του απλά μοντέλα), του μέντορα με τη μαθήτριά του, θα περάσει από επικίνδυνες ατραπούς. Όμως, κάθε φορά, ο κίνδυνος αποσοβείται. Ο ανάρμοστος έρωτας (ο αιμομικτικός, αν δεχτούμε πως ο ηλικιωμένος σκηνοθέτης συμβολίζει την πατρική φιγούρα και παίρνει τη θέση του νεκρού πατέρα ή του απόντος παππού, αναλαμβάνοντας την κηδεμονία της έφηβης), ανάμεσα σε έναν ηλικιωμένο άντρα και μια κοπελίτσα που αγωνίζεται να γίνει κοπέλα, δεν είναι παρά μια έμμονη ιδέα, μια ασαφής και αινιγματική προσκόλληση σε μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα. Στο τέλος του μυθιστορήματος, θα υπάρξει η ξεκάθαρη και καθαρτική ομολογία: δεν ήταν παρά μια γεμάτη πάθος προσκόλληση στην εικόνα της νεότητας. Ο ηλικιωμένος άντρας δεν βαμπίρισε το άβγαλτο κορίτσι, απλώς απομύζησε νεότητα κοντά του και ξανάγινε νέος μέσα από την προσπάθεια να την πολιορκήσει και να την κατακτήσει ερωτικά. Και η ασαφής, μπερδεμένη, έλξη της κοπελίτσας προς τον γοητευτικό ηλικιωμένο καλλιτέχνη, ήταν κυρίως ένας απέραντος θαυμασμός, θαυμασμός που κερδίζει το πραγματικό μέγεθός του, όταν αποσπάται από τα δεσμά του δέους.

Αντίθετα, το ρόλο του βαμπίρ και στις δύο περιπτώσεις (και της Μαρί, και της Αν) παίζει η οικογένεια. Και στις δύο περιπτώσεις, το κορίτσι κρατείται αυθαίρετα σε μια παιδική θέση εξάρτησης. Ζει με αρνητικό τρόπο, χάνοντας όλες τις επιθυμίες που τρέφει στην ψυχή του. «Η οικογένεια το απομυζεί, πνίγοντας τα αιτήματά του, τους λόγους που έχει να ζει. Η οικογένεια ενεργεί ενάντια στην επιθυμία ενηλικίωσης. Ενάντια στην επιθυμία του κοριτσιού να θέλει να πάψει να ονειρεύεται μέσα σε μια κατάσταση που μοιάζει με ύπνο», όπως λέει η ψυχαναλύτρια Φρανσουάζ Ντολτό.* Η Μαρί κάνει την είσοδό της στην ταινία μικρούλα, οδηγημένη από τον πατέρα της ο οποίος την κρατά γερά από το χέρι. Στο πέρασμα του χρόνου, η ισχυρογνώμων περηφάνια του πατέρα της θα την οδηγήσει στο χωρισμό της με τον Ζακ και θα ανοίξει το δρόμο ώστε να περάσει το πνεύμα του κακού, ο Ζεράρ. Στην περίπτωση της Αν, αυτό το ρόλο θα κρατήσει η αστή μητέρα της, η οποία θα αντιμετωπίσει αυστηρά την ομολογία της κόρης πως έπαψε να είναι παρθένα. Θα τη χλευάσει, θα την αντιμετωπίσει απαξιωτικά, σχεδόν με σιχασιά, θα την αποδιώξει. Και στις δύο περιπτώσεις, η οικογένεια είναι αυτή που αποδιώχνει το κορίτσι. Στον κόσμο της Μαρί, η πόρτα του πατρικού σπιτιού, που ανοίγει προς το άγνωστο, οδηγεί στην κατάκτηση της ενηλικίωσης με δεύτερο σταθμό τον αφανισμό. Η Μαρί, στην κυριολεξία, εξαφανίζεται μέσα στην ταινία. Λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Αυτοκτόνησε; Κατέρρευσε σε έναν άλλο τόπο, από τη μοναξιά και τις κακουχίες; Βρήκε θάνατο παραπλήσιο με εκείνον του Μπαλταζάρ που τελειώνει τη ζωή του απλά, ανάμεσα σε ένα κοπάδι ανυποψίαστα πρόβατα, σε κάποιο γαλήνιο καταπράσινο ορεινό τοπίο; Ή μήπως απλώς ακολούθησε την επιθυμία της που ήταν να δραπετεύσει σε ένα επίγειο «αλλού», πέρα από την επικράτεια του κακού, σε έναν ου τόπο; Όπως και να ’ναι, απάντηση στην ταινία δεν δίνεται. Η Μαρί είναι άφαντη. Με απόλυτο τρόπο.
Αντίθετα, η δεύτερη πόρτα, εκείνη που αντιστοιχεί στην Αν, οδηγεί σε πλήρη, διαφανή, συνειδητότητα. Η Αν δεν χάνεται, αντίθετα κερδίζει επάξια την ενηλικίωσή της, τη ζωή της. Από κορίτσι, κατάφερε να γίνει νεαρή γυναίκα. Ο δικός της δρόμος, ο αυθεντικός, ο κερδισμένος «ιδίοις αναλώμασιν», βρίσκεται μακριά από την οικογένεια, μακριά από το εξουσιαστικό βλέμμα του μέντορά της - χωρίς κανέναν πατέρα ως οδηγό, αποφασίζει να πορευτεί σε ένα δρόμο που οδηγεί μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα της. Και αρκετά χρόνια μετά, ώριμη πλέον γυναίκα, θα αφηγηθεί την ιστορία της έφηβης Αν που προσελήφθη για να ερμηνεύσει το ρόλο της κακότυχης Μαρί, κερδίζοντας έτσι τη δική της ταυτότητα, εκείνη της ηθοποιού και κατοπινής συγγραφέως. Απόλυτη κυρία του εαυτού της, μας αφηγείται μια ιστορία με τον τρόπο που επιλέγει εκείνη και μόνο εκείνη. Έχουμε ένα αυτοβιογραφικό έργο, μπολιασμένο με ισχυρές δόσεις φαντασίας; Ή παραποίηση της αλήθειας, κατά το δοκούν; Όλα είναι πιθανά και δεκτά στον κόσμο της τέχνης, στον κόσμο της λογοτεχνίας. Αλλά και λίγη σημασία έχει, εν προκειμένω. Το βέβαιο και ουσιώδες είναι ότι η κοπελίτσα Αν κατάφερε να απεξαρτηθεί. Ο αγώνας της να ζήσει έξω από οικογένειες και να πορευτεί χωρίς ενοχές, κυρίως απέναντι στη σεξουαλικότητά της, ευοδώθηκε. Σπάζοντας ακόμα και αυτό που πρεσβεύει ο μέντοράς της, ο ιανσενιστής χριστιανός Bresson: οι ζωές μας είναι προδιαγεγραμμένες και συγκυριακές. Η δική της ζωή αρχίζει να σχηματίζεται πέρα από προδιαγραφές και συγκυρίες. Ίσως αυτή να είναι και η βασική διαφορά ανάμεσα στη δύσμοιρη Μαρί και την καλότυχη, εν τέλει, Αν.


* Φρανσουάζ Ντολτό (και Ζεράρ Σεβερέν) Τα Ευαγγέλια και η πίστη. Ο κίνδυνος μιας ψυχαναλυτικής ματιάς. Μετάφραση: Ελισάβετ Κούκη. Εκδ. Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Αθήνα 2002.