της Αφροδίτης Καϊράκη
(βιβλιοκριτική του Θόδωρου Σούμα)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_metamonternismos-kai-neo-holigount.jpg

Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Αφροδίτης Καϊράκη, Μεταμοντερνισμός και Νέο Χόλυγουντ, εκδ. Αιγόκερως, ξεκινά με έναν κατατοπιστικό πρόλογο, όπου μας εξηγεί ότι ο Άγγλος καθηγητής σπουδών τέχνης και μέσων, Dick Hebdige παρουσιάζει το μεταμοντέρνο σινεμά ως "παρωδία, προσποίηση, συρραφή και αλληγορία". Στα φιλμ του Νέου Χόλυγουντ επικρατεί η συρραφή, η ανακύκλωση, ο μιμητισμός, το συνοθύλευμα, ο αναστοχασμός μέσα στο έργο διαμέσου μιας μεταγλώσσας, μιας και ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη υβριδική που συνδυάζει άλλες τέχνες (μυθιστόρημα, ζωγραφική, φωτογραφία, θέατρο, μουσική). Το μεταμοντέρνο σινεμά εμπεριέχει την υπερκατανάλωση άφθονων προϊόντων μέσα στα φιλμ, την έλλειψη γραμμικότητας και την αναφορά στον "αμερικάνικο μηδενισμό".
Το βιβλίο της Α.Καϊράκη περιέχει, στο πρώτο του μέρος, ένα κείμενο για τον μεταμοντέρνο κινηματογράφο, και κατόπιν μας επεξηγεί πως το μεταμοντέρνο σινεμά ακολουθεί μια στρατηγική ανακύκλωσης των φιλμικών και άλλων υλικών τα οποία βρίσκει, ψαρεύει κι επαναχρησιμοποιεί ένθεν κακείθεν... Η μεταμοντέρνα τέχνη, γενικότερα, ισοπεδώνει και καταργεί τους φραγμούς μεταξύ ανώτερης και κατώτερης, λαϊκής τέχνης, και κάθε άλλο διαχωρισμό της, ιδίως από την εποχή που η ψηφιοποίηση κάθε πολιτιστικού και καλλιτεχνικού έργου επιτρέπει τη διάδοσή του παντού,προς όλους.
Το νέο κεφάλαιο της φιλμικής αισθητικής που έχει ανοίξει σχετικά πρόσφατα είναι η είσοδος και επιρροή του μεταμοντερνισμού στην αισθητική των ταινιών. Το πρόσφατο αυτό ζήτημα απαιτεί σε βάθος χειρισμό, δηλαδή εντοπισμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μεταμοντέρνων ταινιών και εκτίμηση των προοπτικών της σχετικής με την εξάπλωση της μεταμοντέρνας, μαζικής, pop κουλτούρας, τέχνης και κουλτούρας “για όλους”. Το μεταμοντέρνο σινεμά συγκολλάει ετερόκλιτα κομμάτια με έντονες μεταξύ τους διαφορές και συγκρούσεις, πριμοδοτεί την ασυμμετρία και το χάος, την ασυνεχή αφήγηση και την απαξίωση του νοήματος. Νομιμοποιεί τον υβριδισμό και το πέρασμα από το ένα κομμάτι στο άλλο. Προάγει το σχόλιο στα προηγούμενα, δηλαδή μια γλώσσα που κρίνει την προγενέστερη γλώσσα, μια μεταγλώσσα. Ανακυκλώνει τα διαφορετικά υλικά του και παράγει remake, sequels, prequels και spin-off. Χρησιμοποιεί μερικές φορές τις επαναλήψεις, τη διαστολή και χαλάρωση της αφήγησης, τη διηγηματική ασυνέχεια, το τυχαίο και την κατάργηση της αιτιότητας.
Ενίοτε, χρησιμοποιεί στη μυθοπλασία, θεωρίες συνωμοσίας, ακόμη και τον φουτουρισμό. Διασταυρώνονται κόσμοι φανταστικοί και “πραγματικοί” και αντιπαρατίθενται διαφορετικές και απόκοσμες πραγματικότητες και δυστοπικοί κόσμοι. Η παραποίηση και η επανεγγραφή της ιστορικής αλήθειας συνηθίζονται. Παρουσιάζονται εναλλακτικές συνέχειες και λύσεις και ο θεατής επιλέγει την αφήγηση που προτιμάει. Βασικό αφηγηματικό άξονα μας προσφέρει η ειρωνική ματιά, ο αυτοσχολιασμός και ο σαρκασμός που αποδομούν το αμερικάνικο όνειρο. Μας προτείνεται ένας κόσμος ως κείμενο επανεγγραμμένο πάνω στην επιφάνεια των άλλων, ο οποίος καταλήγει σε ένα σαρκαστικό σχόλιο για την τέχνη και το στυλ που τον παρήγαγε. Το σινεμά αυτό εκμεταλλεύεται τη διαδικασία αναίρεσης της πραγματικότητας και της επανεγγραφής της. Αναμιγνύει διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. Υιοθετεί τη στυλιζαρισμένη υπερβολή. Το μεταμοντέρνο σινεμά υποδεικνύει πως το σινεμά είναι μια τεχνητή, ψευδαισθητική κατασκευή και όχι η πραγματικότητα. Το σύνολο αφομοιώνεται στη μαζική, κυρίαρχη, συχνά αμερικάνικη, pop κουλτούρα.
Το ερώτημα που κατά συνέπεια διατυπώνεται είναι εάν η όλη παραγωγική καλλιτεχνική διαδικασία οδηγεί στον εκδημοκρατισμό της κουλτούρας, μιας κουλτούρας για όλους, στην αποκαθήλωση της τέχνης από το βάθρο στο οποίο την τοποθέτησαν, εξιδανικεύοντάς την, οι διανοούμενοι και οι μοντέρνοι καλλιτέχνες, ή στην ισοπέδωση, σε μια μαζικοποιημένη κι αυθαίρετη, ψευδοοικουμενική βιτρίνα. Ο μεταμοντερνισμός καταργεί τα στεγανά μεταξύ υψηλής τέχνης και λαϊκής pop κουλτούρας και χρησιμοποιεί τα κόμικς, τη φθηνή λογοτεχνία, τις ετερόκλιτες, ψηφιακές, οπτικοακουστικές αναπαραστάσεις, την ψηφιοποίηση των πολιτιστικών δεδομένων και περιεχομένων, την εμπορευματοποίηση της πληροφορίας, τον πολιτισμό του ομοιώματος και την αποδυνάμωση της ιστορικότητας, το ξεπέρασμα της αρμονίας και τελειότητας της μοντέρνας τέχνης, τα αστυνομικά αναγνώσματα, το animation, το νουάρ, τις αναφορές και τους σχολιασμούς άλλων μορφών, τα δάνεια, το υπερβολικό στυλιζάρισμα, τον χλευασμό, τις υπερβολικές, φετιχοποιημένες και πρόδηλα κατασκευασμένες σκηνές βίας, τα πλαστά, λαϊκά καταναλωτικά αντικείμενα, την εμπορευματοποίηση, τον καταναλωτισμό και τις ετερόκλιτες εθνολογικές, πολυπολιτισμικές αναπαραστάσεις, τις παραπομπές σε ποικίλα κινηματογραφικά είδη, τις επανεγγραφές και προσμίξεις, τις παραδοξότητες και την ανάδειξη της κατασκευής και του πεποιημένου παζλ των έργων, τους φανταστικούς κόσμους και τον φουτουρισμό, την αποδόμηση και τους κοινωνικούς κόσμους προσομοίωσης, όπως μας εκθέτει αναλυτικά το βιβλίο της Αφροδίτης Καϊράκη. Βρίσκουμε εκεί τη σύγχυση της Ιστορίας και ιστοριογραφίας με τη μνήμη, και αποτελεί το τέλος των μεγάλων, δεσμευτικών αφηγήσεων. Το μεταμοντέρνο σινεμά αντιγράφει την κινηματογραφική τέχνη και όχι τη ζωή, όπως υποτίθεται πως κάνει το κλασικό σινεμά.
Για την Α.Καϊράκη, σωστά, το Pulp Fiction (1994), του Ταραντίνο είναι η πιο αντιπροσωπευτική και τυπική, μεταμοντέρνα ταινία του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά και αποτελεί μάλιστα τον θρίαμβο και το αποκορύφωμα του κινηματογραφικού μεταμοντερνισμού. Το Pulp Fiction ακολουθεί μια κυκλική αφηγηματική δομή. Το αριστούργηματικό νεονουάρ του Ταραντίνο διαθέτει αφηγηματική ασυνέχεια, ανατρεπτική συνοχή, έλλειψη γραμμικότητας και ρευστότητα του χρόνου. Οι επί μέρους ιστορίες της ταινίας συνδέονται μεταξύ τους κι αλληλοσυμπληρώνονται. Κάθε ιστορία, κάθε ενότητα περιλαμβάνει επαναλήψεις στοιχείων, συμπεριφορών, δεδομένων και σκηνών άλλης ενότητας. Ο Ταραντίνο, μας λέει η Καϊράκη, αλλού φλυαρεί επίτηδες κι αλλού αποσιωπεί, "η ανατρεπτική συρραφή σκηνών αναδεικνύει το μοντάζ" του φιλμ. Οι ιστορίες και τα συμβάντα δεν θεμελιώνονται στη λογική συνέχεια και στην αιτιότητα, δραματουργική ή αφηγηματική. Η Α.Καϊράκη γράφει πως "όπως ο μεταμοντερνισμός γκρεμίζει τα τείχη μεταξύ υψηλής τέχνης και ποπ κουλτούρας (κόμιξ, βίπερ, φθηνή λογοτεχνία, γκράφιτι, ταινίες Netflix) έτσι και η ταινία απαξιώνει κάθε διάκριση". Περιέχει "ετερόκλητες (πολυ)πολιτισμικές προσλαμβάνουσες". "Αποτελεί ένα συνοθύλευμα επιμέρους εθνολογικών στερεοτύπων". Εμπεριέχει την παρωδία, "την προβολή της "τεχνητής" φύσης της τέχνης και την πρόσμιξη του οικείου και του μη οικείου". Η Καϊράκη μας βεβαιώνει πως το P.F. είναι μια δημιουργία γεμάτη αναφορές ως προς το περιεχόμενο (θέμα, ατάκες, ονοματοδοσία), μα και ως προς το επίπεδο της μορφής.
Γνωστές ταινίες με μια μεταμοντέρνα απόχρωση θα λέγαμε πως είναι μάλλον Οι 12 πίθηκοι (1995) του Τέρι Γκίλιαμ, The Big Lebowski (1998) των αδελφών Κοέν, οι τρεις ταινίες Matrix (1999 έως 2003) των αδελφών Γουατσόφσκι, τα φιλμ Back to the Future I-III (1985-1990) και άλλες ταινίες του Ζεμέκις, το Pulp Fiction και οι επόμενες ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο και ταινίες του φίλου του, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Μερικά φιλμ του Τζιμ Τζάρμους, του Λαρς φον Τρίερ, του Φρανσουά Οζόν, του Γκασπάρ Νοέ, του Λυκ Μπεσόν, του Ζαν-Πιερ Ζενέτ, του Λεός Καράξ, ακόμη και του Γκοντάρ και του Α.Ρενέ• επίσης είναι μερικά φιλμ του Μίκαελ Χάνεκε, του Βερχόφεν, του Κρόνεμπεργκ, του Π.Γκριναγουέι, του Ντ. Λιντς, του Τοντ Χέινς, του Χαλ Χάρτλεϊ, του Αλμοντοβάρ, ακόμη και του Γούντι Άλεν, του Μπράιαν Ντε Πάλμα, του Ντάνι Μπόιλ, του Γκας Βαν Σαντ, του Τζον ΜακΤίρναν, του Στίβεν Σόντερμπεργκ, του Ντέιβιντ Φίντσερ, του Μπράιαν Σίνγκερ, του Σαμ Ράιμι, του Γουές Κρέιβεν, του Ντάρεν Αρονόφσκι, του Σπάικ Τζονζ, του Γουές Άντερσον, του Τζακ Σνάιντερ, του Κρίστοφερ Νόλαν και του δικού μας Γιώργου Λάνθιμου, κ.α.