Ο Τσέχος Jan Svankmajer (Γιαν Σβανκμάγιερ) είναι ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς animation.
Πολυσχιδής καλλιτέχνης, ο Γιαν Σβανκμάγιερ εκτός από σκηνοθέτης animation είναι επιπλέον γραφίστας, σχεδιαστής, γλύπτης, ποιητής, συγγραφέας. Κινούμενος στην παράδοση του σουρεαλισμού ο Γιαν Σβανκμάγιερ αναφέρει επιπλέον .ως επιρροές και τους Σίγκμουντ Φρόιντ, Έντγκαρ Άλαν Πόε και Μαρκήσιο ντε Σαντ, ενώ ως «αδελφή ψυχή» του θεωρεί τον Λούις Κάρολ.
Ο Γιαν Σβανκμάγιερ προσδιορίζει ως εξής το ρόλο του ως δημιουργού «Οι animation δημιουργοί έχουν την τάση να δημιουργούν έναν κλειστό κόσμο για τους εαυτούς τους, όπως όσοι εκτρέφουν περιστέρια ή κουνέλια. Ποτέ δεν αποκαλώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη animation, διότι δεν ενδιαφέρομαι για τις τεχνικές του σχεδίου ή για τη δημιουργία της απόλυτης παραίσθησης, αλλά θέλω να εμφυσήσω ζωή στα καθημερινά αντικείμενα. Ο σουρεαλισμός υφίσταται μέσα στην πραγματικότητα, όχι παράλληλα μ’ αυτήν».
Προσπαθώντας να περιγράψει το ύφος του Γιαν Σβανκμάγιερ ο σκηνοθέτης Μίλος Φόρμαν μιλά για μια σύζευξη του Ντίσνεϊ με τον Μπουνιουέλ. Αν και ξεκάθαρα ενδεικτική, τουλάχιστον όσον αφορά στα δυο βασικά στοιχεία που ξεχωρίζουν στο έργο του, την παιδική φαντασία και το σουρεαλισμό (είναι επίσημο μέλος του τσεχικού σουρεαλιστικού κινήματος από το 1970), η περιγραφή δεν είναι απόλυτα ακριβής. Επιπλέον, βρίσκει αντίθετο τον ίδιο το σκηνοθέτη, ο οποίος πιστεύει πως ο Ντίσνεϊ «καταστρέφει τις ψυχές των παιδιών».
Συνδυάζοντας τη ζωντανή δράση με το κουκλοθέατρο, τη γλυπτική και την τεχνική της πλαστελίνης και του stop motion animation, ο Γιαν Σβανκμάγιερ πλάθει έναν κόσμο όπου οι φυσικοί (και κοινωνικοί) νόμοι αναστρέφονται ή/και καταργούνται: τα αντικείμενα αποκτούν ζωή και αυτόνομη σκέψη ενώ ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι το όνειρο και η φαντασία είναι η μόνη πραγματικότητα. Ούτε «ξερά» δυσδιάστατα κινούμενα σχέδια, ούτε κυρίαρχες τρισδιάστατες εικόνες, ούτε πλάνα κατοικημένα μονάχα από ηθοποιούς ή από κούκλες: τα έργα του Γιαν Σβανκμάγιερ αποτελούν ένα υπόδειγμα των διαδραστικών δυνατοτήτων της τέχνης.
Πολύ συχνά τον έχουν χαρακτηρίσει ως αλχημιστή, έναν όρο που ακόμα και ο ίδιος υιοθετεί: «Στη δουλειά μου, όπως οι παλιοί αλχημιστές, αποστάζω διαρκώς το νερό των εμπειριών μου – από την παιδική μου ηλικία, τις εμμονές, τις ευαισθησίες και τα άγχη μου - ώστε να μπορέσει να αναβλύσει το “βαρύ νερό” της γνώσης, το αναγκαίο νερό για την μεταλλαγή της ζωής».
Η έμφαση στην κινηματογραφική δεξιοτεχνία μπορεί να παρουσιάζεται ως η κύρια αξία της δουλειάς του Γιαν Σβανκμάγιερ, αλλά εξίσου σημαντική είναι και η καυστική κοινωνική κριτική των ταινιών του. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι, από τη Βελούδινη Επανάσταση (την ειρηνική απόσχιση δηλαδή της Τσεχίας από τη Σλοβακία το 1989) και μετά, όλη του η δουλειά είναι πολιτική. Η αλήθεια είναι πως, αρχικά, η ιδιότητά του και μόνο ως σκηνοθέτης του φανταστικού αρκούσε για να στιγματιστεί ως αντικαθεστωτικός, με αποκορύφωμα την επτάχρονη κινηματογραφική αποχή που του επέβαλε η τσεχική κυβέρνηση όταν είδε το Ημερολόγιο του Λεονάρδο (1972). Εκείνο που παρατηρείται μετά το 1989 είναι μια σαφής, συνειδητή πολιτική πρακτική, όπως διαφαίνεται έντονα στο προπαγανδαστικό, αντι-Σταλινιστικό Ο θάνατος του σταλινισμού στη Βοημία (1990). Όπως και να’ χει, κοινός παράγοντας παραμένει στη δουλειά του η επαναστατική φύση του σουρεαλισμού, ο οποίος σύμφωνα με τον Σβανκμάγιερ «θέλει να επαναφέρει τις “μαγικές λειτουργίες” της ζωής και των αντικειμένων». Ο ίδιος αυτο-χαρακτηρίζεται άλλωστε ως «ακτιβιστής σουρεαλιστής» και δηλώνει: «Νομίζω πως η δουλειά μου εξελίσσεται ολοένα και πιο πολύ σε μια απόπειρα απελευθέρωσης από τον φόβο και το άγχος (εσωτερικά ή εξωτερικά), ακόμα κι αν η διαδικασία πραγματοποιείται σπασμωδικά. Τα όπλα μου είναι ο σαρκασμός και το χιούμορ».
Η πλειοψηφία της φιλμογραφίας του αποτελείται από μικρού μήκους ταινίες, όπως ο Κήπος, το οποίο ο ίδιος θεωρεί ως το πρώτο σουρεαλιστικό έργο του, η μεταφορά του Jabberwocky του Λούις Κάρολ, το Κάτω στο κελάρι (κατά τον Σβανκμάγιερ, το πιο υποκειμενικό και αυτοβιογραφικό έργο του), Η πτώση του οίκου των Όσερ του Πόε, το Διαστάσεις διαλόγου όπου διάφορα αντικείμενα καταπίνουν το ένα το άλλο, το πολιτικό Ο θάνατος του σταλινισμού στη Βοημία, και η Τροφή, που είναι και το τελευταίο «μικρό» του.
Οι μεγάλου μήκους ταινίες του είναι, έως τώρα, οι εξής:
- Η Αλίκη, μια ευφάνταστη μεταφορά της ήδη ποτισμένης με άκρατη φαντασία Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων του Λούις Κάρολ.
- Ο Φάουστ του Γκαίτε σε μια ακόμα πιο «σατανική» παραλλαγή
- Οι Συνωμότες της ηδονής, μια φετιχιστική μαύρη κωμωδία
- Ο Μικρός Ότικ, μεταφορά ενός λαϊκού τσεχικού παραμυθιού με στοιχεία που θυμίζουν τον Πινόκιο
- Και η τελευταία του ταινία, Τρέλα, μια αλληγορία για τη σύγχρονη καταπίεση και τρέλα και ταυτόχρονα ένας μοναδικός φόρος τιμής στο απελευθερωτικό πνεύμα του Μαρκησίου ντε Σαντ.
(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)