Ο Ζαν Πιερ Νταρντέν (Jean Pierre Dardenne ) και ο αδελφός του Λικ Νταρντέν (Luc Dardenne) έχουν πίσω τους μια δημιουργική διαδρομή τριάντα ετών και πλούσιες καλλιτεχνικές περγαμηνές, ανάμεσα τους και δύο Χρυσούς Φοίνικες για τα φιλμ Ροζέτα (Rosetta) και Το παιδί (L’ enfant). Οι ταινίες τους πατούν τόσο υφολογικά όσο και θεματολογικά στα ρεαλιστικά κινήματα του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού σινεμά, ανοίγουν, ωστόσο, ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του.
Μακριά από αυτάρεσκες φορμαλιστικές αναζητήσεις και από καθέδρας κοινωνικο-πολιτικές αναλύσεις, το σινεμά τους αναζητά την ουσία στη δωρική απλότητα, με μια συνέπεια και μια αμεσότητα που ελάχιστοι δημιουργοί έχουν καταφέρει να διατηρήσουν στη διάρκεια της καριέρας τους: Κάμερα στο χέρι, λιτοί διάλογοι, απουσία μουσικής, ερασιτέχνες ηθοποιοί, είναι τα στοιχειώδη υλικά που συνθέτουν τον ρεαλιστικό κινηματογράφο των αδελφών Νταρντέν, η απέλπιδη καθημερινότητα και τα ψυχολογικά και ηθικά αδιέξοδα του κοινωνικού περιθωρίου (άνεργοι, άποροι, μετανάστες), το θέμα που τον κινητοποιεί.
Οι Νταρντέν ήρθαν στο παγκόσμιο κινηματογραφικό προσκήνιο με την Υπόσχεση του 1996, είχαν, ωστόσο, προηγηθεί δύο ακόμη μεγάλου μήκους δουλειές τους, καθώς και η δεκαετής περίπου (από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, έως τα μέσα εκείνης του ’80) και εξαιρετικά παραγωγική θητεία τους στο χώρο του ντοκιμαντέρ. Τα δυο αδέρφια γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Σερένγκ, ένα βιομηχανικό προάστιο της Λιέγης και χαρακτηριστικό «σκηνικό» των περισσότερων ταινιών τους. Ο Ζαν Πιερ – γεννημένος το 1951 με θεατρικές σπουδές στο βιογραφικό του - και ο Λικ – τρία χρόνια μικρότερος, με σπουδές φιλοσοφίας – άρχισαν να δουλεύουν μαζί από το 1975. Είναι η χρονιά που ιδρύουν την εταιρία Derives, η οποία ανέλαβε την παραγωγή σε περισσότερα από 60 φιλμ τεκμηρίωσης. Το 1978 γυρίζουν το πρώτο, δικό τους ντοκιμαντέρ με τίτλο Le chant du rossignol και θέμα τη Βελγική Αντίσταση στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα επιστρέψουν σε εκείνη την ιστορική περίοδο με το Falsch του 1987, την πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασία τους. Βασισμένο σε ένα θεατρικό έργο του Ρενέ Καλίσκι, το φιλμ είναι ένα δυνατό και έντονα φορμαλιστικό ψυχόδραμα, με πρωταγωνιστές του τα μέλη μια ξεκληρισμένης από τους Ναζί εβραϊκής οικογένειας, που επανασυνδέεται μετά θάνατον. Οι Νταρντέν θα συνεχίσουν τους πειραματισμούς τους με την κινηματογραφική γλώσσα και στην επόμενη ταινία τους με τίτλο Je pense a vous (1992). Αξιοποιώντας τους κώδικες του μελοδράματος, αφηγούνται την ιστορία ενός εργάτη στη βιομηχανία του χάλυβα, που βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει όταν χάνει τη δουλειά του και, μαζί με αυτήν, την υπαρξιακή του ταυτότητα.
Το 1996, δυο χρόνια μετά την ίδρυση της νέας τους εταιρίας παραγωγής Les Films Du Fleuve, οι αδελφοί Νταρντέν γυρίζουν το La Promesse και κάνουν για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία τους και εκτός των συνόρων της χώρας τους. Ορμώμενοι από τη σύγχρονη πραγματικότητα των παράνομων μεταναστών, οι Νταρντέν αρθρώνουν ένα καυστικό σχόλιο για την «ατομική ευθύνη» αλλά και τη δύναμη της νέας γενιάς να κάνει τις δικές της επιλογές, αποκρυσταλλώνοντας παράλληλα το προσωπικό τους κινηματογραφικό λεξιλόγιο. Αυτό δηλαδή που μετά από τρία χρόνια θα τους χαρίσει τον πρώτο τους Χρυσό Φοίνικα με το φιλμ Rosetta, το αποκαλυπτικό πορτρέτο ενός άνεργου κοριτσιού που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια ανθρωποφαγική κοινωνία που αδυνατεί να της προσφέρει την ευτυχία.
Το 2002 είναι η χρονιά του Le fils. Πρόκειται για μια ιστορία εκδίκησης και εξιλέωσης, με ήρωα έναν ξυλουργό που δέχεται ως μαθητευόμενο τον ανήλικο δολοφόνο του γιου του, όπου οι επιρροές από το σινεμά του Μπρεσόν, εμφανείς ήδη από την Υπόσχεση, γίνονται ακόμη πιο έντονες τόσο αισθητικά, μέσα από τη ρητορική της εικόνας, όσο και δραματουργικά. Για την επόμενη, ωστόσο, ταινία τους, το επίσης βραβευμένο με τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών L’enfant, οι σινεφίλ Νταρντέν αναφέρουν ως πηγή έμπνευσής τους την κλασική Αυγή του Μουρνάου. Με το Παιδί, μια ιστορία πολλαπλών αναγνώσεων, μέσα στην αυστηρή απλότητά της - ένα εικοσάχρονο «παιδί», που επιβιώνει στα όρια του νόμου, αποφασίζει εν θερμώ να πουλήσει το νεογέννητο παιδί του στη μαύρη αγορά – οι Νταρντέν αποτυπώνουν για μια ακόμη φορά με καθηλωτική αμεσότητα την αδιέξοδη πραγματικότητα των νέων που ζουν περιχαρακωμένοι στο κοινωνικό περιθώριο.
Η ηρωίδα του Le silence de Lorna, μια νεαρή αλβανίδα μετανάστρια στο Βέλγιο, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από το περιθώριο και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα. Οι Νταρντέν αναρωτιούνται πόσο αποτιμάται η ανθρωπιά στο σημερινό χρηματιστήριο αξιών και υπογράφουν την πιο άμεση, κοινωνικά τοποθετημένη, δουλειά τους. Οι απαντήσεις και εδώ επαφίονται στο θεατή: «Δεν κάνουμε ταινίες για να αλλάξουμε τον κόσμο. Ελπίζουμε πως ο κόσμος θα αλλάξει, δεν κάνουμε όμως ταινίες με αυτόν τον σκοπό. Όταν έχεις έναν τέτοιο στόχο, τείνεις να χειραγωγείς. Είναι σαν τη διαφήμιση, που σε ενθαρρύνει να αγοράσεις μια συγκεκριμένη φίρμα».
(δελτίο τύπου)