(Αποσπάσματα από μια συνέντευξη-εξομολόγηση)
louis-malle.jpg

Ο Μάης του ‘68
Στις μέρες μετά το Μάη του ‘68 αρκετοί φοιτητές κατάφεραν να διεισδύσουν σε εργοστάσια- όπως εκείνο της Renault στο Παρίσι- προσπαθώντας να πολιτικοποιήσουν τους εργάτες. Προσωπικά, δεν μπήκα στο πειρασμό να γυρίσω ένα ιδεολογικά φορτισμένο φιλμ. Δεν είχα καμία όρεξη να κάνω προπαγάνδα. Το «Humain, trop humain», είναι το μοναδικό από τα ντοκιμαντέρ μου που δεν διαθέτει αφηγητή. Δεν ήθελα ν’ ακούν τη φωνή μου οι θεατές. Σκοπός μας ήταν να φιλμάρουμε τα τεκταινόμενα μιας εβδομάδας στο εργοστάσιο της Citroen- πράγμα αρκετά δύσκολο, μιας και κινούσαμε τις υποψίες της διεύθυνσης. Διάλεξα το συγκεκριμένο εργοστάσιο γιατί ήταν το πιο σύγχρονο, το πιο καινούργιο σε όλη τη χώρα.
Στα εργοστάσια γύρω από το Παρίσι –όπως εκείνο της Renault ή τις υπόλοιπες φάμπρικες της Citroen– η πλειοψηφία των εργαζομένων ήταν μετανάστες. Η Citroen που πήγαμε εμείς, βρισκόταν στη Rennes, στην καρδιά της Βρετάνης. Ήξεραν ότι θα έβρισκαν εργάτες εκεί, μιας και το 95% των κατοίκων ήταν αγρότες σκληρά δοκιμαζόμενοι. Οι περισσότεροι εξ αυτών δούλευαν στο εργοστάσιο και οι γυναίκες τους ασχολούταν με τις αγροτικές εργασίες. Κατ’ ουσίαν ήταν Γάλλοι. Μίλησα με κάποιους και φαίνονταν ευχαριστημένοι. Για αγρότες, ήταν σίγουρα καλοπληρωμένοι. Τα συνδικάτα δεν πολυθορυβούσαν. Κατά κάποιο τρόπο, ο καπιταλισμός θριάμβευε. Σε αντίθεση με άλλα εργοστάσια -ιδίως εκείνα γύρω απ’ το Παρίσι– δεν υπήρχε ένταση μεταξύ εργατών και διεύθυνσης. Ήταν μοντέρνο και καθαρό. Πριν βγει στα σινεμά, έκανα μια δοκιμαστική προβολή σ’ ένα πανεπιστήμιο. Οι φοιτητές διακρίνονταν για την επαναστατικότητα τους και έτσι έμπλεξα σε μια απίστευτη διαμάχη του τύπου «Γιατί δηλαδή δεν ξεσπάζεις το σύστημα;». Ωστόσο, αρκετοί σπουδαστές πήραν το μέρος μου, υποστηρίζοντας ότι το φιλμ πετύχαινε το στόχο του. Οι «ξεσηκωμένοι» πάντως, συνέχισαν να με κατηγορούν γιατί δεν διακήρυσσα την αντίθεση μου με το σύστημα, πράγμα που ο Γκοντάρ έκανε κατά κόρον εκείνο τον καιρό. Προσπάθησα να εξηγήσω στους φοιτητές ότι η δύναμη του φιλμ δεν έγκειτο στη συνθηματολογία αλλά στο γεγονός ότι δεν έπαιρνε θέση, δεν έβγαζε συμπεράσματα και έδειχνε απλώς τα πράγματα όπως ήταν. Έκανε το θεατή να καταλάβει τι σημαίνει να στέκεται όρθιος για ένα ολόκληρο οκτάωρο και να επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις, πώς το αισθάνεσαι στο σώμα σου και στο μυαλό σου.

«Κατασκεύασα έναν κόσμο»
Προβληματίζομαι πάρα πολύ όταν πρέπει να κάνω δηλώσεις. Ιδίως όταν απευθύνονται στον τύπο, μιας και τότε μπορούν να λάβουν τη μορφή αποφθεγμάτων. Όπως και να’χει το πράγμα, θεωρώ απαραίτητη για κάποιον καλλιτέχνη την κατασκευή ενός κόσμου, μιας προσωπικής σφαίρας που θα χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο στιλ και όραμα. Από την άλλη, θαυμάζω τους καλλιτέχνες που προχωρούν, που δεν χρησιμοποιούν πάντοτε τις ίδιες τεχνικές, τις ίδιες μανιέρες.
Όσον αφορά το δικό μου έργο, είμαι πάντοτε ανοιχτός σε νεωτερισμούς και αλλαγές. Κάποτε ένας γάλλος κριτικός μου είπε: «Αισθάνομαι άβολα όταν πρόκειται να παρακολουθήσω κάποιο καινούργιο σου φιλμ. Είμαι δύσπιστος και ρωτάω τον εαυτό μου: ‘Τι θα σκαρφιστεί πάλι;» . Όταν μου λένε: «Γύρισες τόσα πολλά, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους φιλμ. Ποιο είναι το κοινό τους σημείο;» απαντώ: «Εγώ είμαι το κοινό σημείο». Προσωπικά, πιστεύω ότι τείνω να επαναλάβω τον εαυτό μου. Γι’ αυτό και προσπαθώ ν’ αντισταθώ στον πειρασμό της επιστροφής σε τομείς που ήδη έχω εξερευνήσει. Στην αρχή, ήταν όλα πολύ φανταχτερά. Στη Γαλλία βλέπετε, το σινεμά ήταν εξαιρετικά δημοφιλής τέχνη. Έτσι, στη δεκαετία του εξήντα, οι νέοι σκηνοθέτες είχαμε μετατραπεί σε εθνικούς πολιτιστικούς ήρωες. Τώρα, με τη τηλεόραση και τον πληθωρισμό της εικόνας, δεν νομίζω ότι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να επαναληφθεί. Το σινεμά δεν έχει πεθάνει, αλλά σίγουρα δεν έχει τη σημασία που είχε κάποτε. Ζούμε την μιας χρήσεως κουλτούρα. Μπορεί ένα φιλμ να προκαλέσει θόρυβο, να σπάσει τα ταμεία, να κερδίσει του κόσμου τα βραβεία και μετά από το δύο χρόνια να μην το θυμάται κανείς. Ούτως ή αλλιώς πως ν’ ασχοληθούν οι σκηνοθέτες με την υστεροφημίες τους; Δημιουργούμε με σελιλόιντ και χημικά που δεν διαρκούν πολύ. Διαλύονται, ξεθωριάζουν. Σε διακόσια χρόνια από τώρα, μόνο σκόνη θα’ χει απομείνει από τη δουλειά μας.
Ωστόσο, ο κινηματογράφος πάντοτε με εντυπωσιάζει κα με ενθουσιάζει. Το σινεμά είναι τέχνη απίστευτα δύσκολη και πολύπλοκη. Θέλω να πιστεύω ότι γίνομαι ολοένα και καλύτερος, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορώ να βελτιωθώ και άλλο.
Έπειτα από τόσα χρόνια ανακαλύπτω ακόμη καινούργια πράγματα γύρω από τον κινηματογράφο, καινούργιες δυνατότητες. Καθώς μεγαλώνω, εμπιστεύομαι λιγότερο τις ιδέες και περισσότερο τα αισθήματα.

[Αποσπάσματα από μια συνέντευξη στον Philip French που περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Malle on Malle», Faber & Faber (November 1992). Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 3 Δεκεμβρίου 1995.]