Ο Krzysztof Kieślowski (Κριστόφ Κισλόφσκι) αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση σκηνοθέτη. Χαμένος μέσα στο γεμάτο από χρυσές μετριότητες, ομιχλώδες τοπίο του ευρωπαϊκού σινεμά των δεκαετιών του 80 και 90 -όπου ο βερμπαλισμός περίσσευε και επιδειξιομανία κυριαρχούσε - ήταν μια μοναχική φιγούρα. Οι θεατές όμως των ταινιών του, έβρισκαν σ’ αυτές μια κάποια οικειότητα: αναγνώριζαν στις εικόνες του, τη συνέχεια ενός σινεμά φτωχού και λιτού σε μέσα, πλούσιου όμως σε εσωτερική δύναμη και συναισθήματα. Ονόματα όπως του Μπέρκμαν, του Μπρεσσόν ή του Ντράγιερ αποτελούν το παρελθόν για αυτό το είδος του σινεμά. Ο Krzysztof Kieślowski ανήκει στους μεγάλους δασκάλους του ευρωπαϊκού σινεμά που διερευνούν το τοπίο της ύπαρξης, μ’ ένα τρόπο μοναδικό. Όπως σημειώνει ο Μιχάλης Δημόπουλος σ’ ένα κείμενο του «(Οι ταινίες του Krzysztof Kieślowski) είναι υποδείγματα μιας τέχνης που επιμένει να αναζητά , εκατό χρόνια μετά τη γέννησή της, την υπαρξιακή της δικαίωση και το ρίγος της χαμένης αθωότητας. Αποδεικνύει πως μπορεί να υπάρχει, και κυρίως να λειτουργεί, η περιπέτεια του βλέμματος, για τους ανθρώπους και τα διλήμματά τους».
Ένα ηθικό βλέμμα
Ο Krzysztof Kieślowski γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1941. Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές στην Κινηματογραφική Σχολή του Λοτζ, ασχολήθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα με τα ντοκιμαντέρ στην πολωνική τηλεόραση. Η ενασχόληση του αυτή φαίνεται ότι με κάποιο τρόπο τον καθόρισε: αποτυπώνοντας στις εικόνες το πραγματικό, διαμόρφωσε ένα οπτικό ύφος λιτό, ορισμένες φορές αυστηρό, αλλά πάντα έντιμο απέναντι στην αλήθεια των πραγμάτων και των συναισθημάτων. Αναγνωρίζουμε εύκολα στις ταινίες του, στοιχεία που αποκτήθηκαν από αυτήν την περίοδο: μια εμμονή στην αναζήτηση του αληθινού, μια απόρριψη του ψεύδους, στο οποίο οδηγεί η προσήλωση στην επιφάνεια, ένα ηθικό βλέμμα πάνω στην πραγματικότητα, αλλά κυρίως έναν ιδιότυπο ρεαλισμό. Ένα ρεαλισμό περισσότερο εσωτερικό παρά εξωτερικό, που κέντρο του έχει το άτομο, την ηθική του και τη συνείδηση του, και όχι το χώρο που τον περιβάλλει ή την κοινωνία. Ο ίδιος δηλώνει: «Πιστεύω ότι η ζωή είναι πιο ευφυής από τη λογοτεχνία. Η απασχόληση για τόσο πολύ χρόνο στα ντοκιμαντέρ υπήρξε μια ευλογία αλλά και ένα εμπόδιο για το έργο μου. Στο ντοκιμαντέρ το σενάριο απλώς σου υποδεικνύει μια κατεύθυνση. Όμως κανένας δεν ξέρει πως θα ξετυλιχθεί η ιστορία. Και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων το θέμα είναι να κινηματογραφείς όσο το δυνατό περισσότερο. Είναι στο μοντάζ που διαμορφώνεται ένα ντοκιμαντέρ. Σήμερα νομίζω ότι δουλεύω με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που κινηματογραφώ δεν είναι η ιστορία –ότι έχουμε κινηματογραφήσει περιέχει στοιχεία που θα σχηματίσουν την ιστορία. Ενώ κινηματογραφούμε λεπτομέρειες που δεν ήταν στο σενάριο εμφανίζονται. Και κατά τη διάρκεια του μοντάζ αρκετά πετιούνται».
Η Πολωνία
Αυτό τον εσώτερο ρεαλισμό συναντάμε ως δεσπόζουσα παράμετρο, στις ταινίες του Krzysztof Kieślowski που γυρίστηκαν στην Πολωνία. Η ταινίας Amator / Ο ερασιτέχνης κινηματογραφιστής (1979) αποτελεί την πιο γνωστή ταινία αυτής της περιόδου, καθώς σύστησε το δημιουργό της στο δυτικό κοινό. Η αφήγηση της ταινίας έχει στο κέντρο της ένα καθημερινό άνθρωπο , ο οποίος ανακαλύπτει την τέχνη και τη γοητεία τού να είσαι δημιουργός –και αυτή του η ανακάλυψη θα τον αλλάξει μ’ έναν τρόπο μοναδικό. Οι συγκρούσεις και αντιθέσεις, τα ηθικά διλήμματα στην πορεία προς τη δημιουργία, όλα δείχνουν αναπόφευκτα, καθώς εγκαταλείπει την παθητικότητα του θεατή περνώντας στις ενεργητικές στάσεις ζωής που η τέχνη απαιτεί. Η απομόνωση στην οποία οδηγείται, δεν είναι παρά μια αναπόφευκτη συνέπεια -ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσει, αν θέλει να υπάρξει σαν ένας πραγματικός δημιουργός.
Στο Dekalog/ Δεκάλογο (1988) και στις μεσαίου μήκους ταινίες (που αποτελούν μια σύγχρονη και αρκετά ελεύθερη τηλεοπτική μεταφορά των Δέκα Εντολών), θα βρούμε μια ισχυρή κεντρική ιδέα: είναι η απόπειρα να κινηματογραφηθεί ο νομός και σχέση του με την ατομική ηθική, η κοινωνία και οι επιταγές της και η αντίθεση της με την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Οι ταινίες που τον αποτελούν, αποκαλύπτουν τις απροσδόκητες και εν πολλοίς αδιόρατες όψεις μιας προσωπικής ηθικής που υπάρχει μέσα σε μια πραγματικότητα, η οποία φαντάζει ελάχιστα ελκυστική ακριβώς γιατί είναι καθημερινή και τετριμμένη. Οι εικόνες περιγράφουν την εσωτερική κατάσταση, τα ηθικά διλήμματα, μ’ ένα οπτικό στυλ βασισμένο στην απλότητα -καταλήγοντας έτσι να γίνουν ντοκιμαντέρ πάνω σε έννοιες όπως: Ιδιοκτησία, Ψυχή, Έρωτας, Θάνατος, Αγάπη, Πεπρωμένο. Οι δύο μεγάλου μήκους ταινίες του Δεκάλογου -η Μικρή ιστορία για φόνο (Ου φονεύσεις) και η Μικρή ιστορία για την αγάπη (Ου μοιχεύσεις)- διαθέτουν τη δύναμη του τραγικού, καθώς έχουν στο κέντρο τα δύο βασικά ζητήματα τςη ύπαρξης: τον Έρωτα και το Θάνατο. Οι μικρές τραγωδίες που κρύβει ο ανέφικτος έρωτας, η εσωτερική μοναξιά, ο ανώφελος, απροσδόκητος και βίαιος θάνατος, το άτεγκτο και απάνθρωπο του Νόμου: είναι ορισμένα από τα σημεία που ελκύουν το βλέμμα του θεατή. «Ο καθένας φαίνεται να αποδέχεται ότι οι Δέκα Εντολές αποτελούν ένα είδος ηθικού θεμελίου», σχολιάζει ο Kieslowski «και όμως ο καθένας τις παραβαίνει σε καθημερινή βάση. Και μόνο η προσπάθεια κάποιος να υπακούσει σ’ αυτές είναι ένα μέγιστο ηθικό επίτευγμα. Αν έπρεπε να διατυπώσω το δικό μου Δεκάλογο θα έλεγα: ‘Ζήσε προσεκτικά με τα μάτια ανοικτά και προσπάθησε να μην προκαλέσεις πόνο στους άλλους’.»
Ταξίδι στη Δύση
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θα στερήσει τον Krzysztof Kieślowski από την εσωτερική ενδοχώρα, που τροφοδοτούσε τις εικόνες του με συναισθήματα και κυρίως την ηθική του προβληματική. Κάτι που θα οδηγήσει την πρώτη ταινία εκτός Πολωνίας- την La double vie de Veronique/ Διπλή ζωή της Βερονίκ (1991)- τόσο στην ασάφεια όσο και στο διφορούμενο. Από την ταινία απουσιάζει το ηθικό βλέμμα πάνω στην πραγματικότητα, ενώ υπερτονίζονται τα στοιχεία της μεταφυσικής της αφήγησης (υπαρκτά και στο Δεκάλογο). Η μετατόπιση της αφήγησης, από την Πολωνία στη Γαλλία, κάνει πολύ πιο έντονη τη διαφορά: στις δύο ιστορίες αυτό που χάνεται είναι η λιτότητα του βλέμματος και αυτό που κερδίζεται είναι η δύναμη των συναισθημάτων. Κεντρικό στοιχείο σ’ αυτήν την ταινία είναι το ζήτημα της ταυτότητας, καθώς η ταινία σχηματίζει τα πορτραίτα δυο γυναικών (η μια Πολωνέζα η άλλη Γαλλίδα) που αναζητούν την ισορροπία και οι οποίες με κάποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους επηρεάζοντας η μια τη ζωή της άλλης, παραμένοντας όμως άγνωστες μεταξύ τους. Δηλώνει σχετικά: «Η ταινία είναι ένα τυπικό παράδειγμα ταινίας για μια γυναίκα –επειδή οι γυναίκες αισθάνονται με περισσότερη ευαισθησία, έχουν προαισθήματα, προαίσθηση και δίνουν μεγαλύτερη σημασία σ’ αυτά. Η Veronique δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει για ένα άνδρα. Στην Πολωνία συνήθως με ασκούσαν κριτική λέγοντας ότι παρουσιάζω μονοδιάστατους γυναικείους χαρακτήρες. Σκέφθηκα λοιπόν να κάνω μια ταινία από την οπτική μιας γυναίκας, από την οπτική της ευαισθησίας της, από τον κόσμο της».
Η τριλογία των χρωμάτων
Αυτήν τη δύναμη των συναισθημάτων που υπάρχει στη Διπλή ζωή της Βερονίκ θα βρούμε στις ταινίες μιας τριλογίας- της τριλογία των χρωμάτων με βάση τα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας, που αντιστοιχούν στην ιδέα της ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας. Εδώ ο σκηνοθέτης αποφεύγει τις παγίδες που στήνουν τα μεγέθη της παραγωγής και η πνευματική στειρότητα της Δυτικής Ευρώπης όπου και διαδραματίζονται. Αναγνωρίζουμε εδώ μια ισχυρή ενοποιητική κεντρική ιδέα (που συναντάμε και στο Δεκάλογο) και τη διάθεση να ανιχνευθούν το αφηρημένο των εννοιών –Ελευθερία (Μπλε ταινία), Ισότητα (Λευκή ταινία), Αδελφότητα (Κόκκινη ταινία)- και πως αυτές υπάρχουν ή εφαρμόζονται μέσα στις αντιξοότητες της καθημερινής ζωής. Ο Krzysztof Kieślowski δηλώνει σχετικά «Εκατομμύρια έχουν πεθάνει για αυτά τα ιδανικά. Αποφασίσαμε να εξετάσουμε πως αυτά τα ιδανικά υλοποιούνται και τι σημαίνουν σήμερα». Οι κεντρικοί χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωπο με το τυχαίο αλλά και με τις απροσδόκητες και τραγικές διαδρομές που παίρνει η ζωή τους: καλούνται να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ύπαρξης. Κεντρικό αίτημα και εδώ, όπως και σε άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, είναι η λύτρωση από τα βάσανα της ύπαρξης, η επίτευξη μιας συναισθηματικής και ηθικής ισορροπίας, τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής, τέλος, η αναζήτηση της αγάπης.
Ο Krzysztof Kieślowski πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1996.
Δ.Μ.
Φιλμογραφία
1966 The Tram (Tramwaj)
1966 The Office (Urzad)
1967 Concert Of Requests (Koncert Zyczen)
1968 The Photograph (Zdjecie)
1969 From the City of Lodz (z Miasta Lodzi)
1970 I Was A Soldier (Bylem Zolnierzem)
1970 Factory
1971 Before The Rally (Przed Rajdem)
1972 Refrain (Refren)
1972 Between Wroclaw And Zielona Gora (Miedzy Wroclawiem a Zielona Gora)
1972 The Principles of Safety and Hygiene in a Copper Mine (Podstawy BHP w Kopalni Miedzi)
1972 Workers '71: nothing about us without us (Robotnicy '71: Nic o Nas Bez Nas)
1973 Bricklayer (Murarz)
1973 Pedestrian Subway (Przejscie Podziemne)
1974 X-Ray (Przeswietlenie)
1974 First Love (Pierwsza Milosc)
1975 Curriculum Vitae (Zyciorys)
1975 Personnel (Personel)
1976 Hospital (Szpital)
1976 Slate (Klaps)
1976 The Scar (Blizna)
1976 The Calm (Spokoj)
1977 From A Night Porter's Point Of View (Z Punktu Widzenia Nocnego Portiera)
1977 I Don't Know (Nie Wiem)
1978 Seven Women Of Different Ages (Siedem Kobiet w Roznym Wieku)
1979 Camera Buff (Amator)
1980 Station (Dworzec)
1980 Talking Heads (Gadajace Glowy)
1981 Blind Chance (Pzypadek)
1981 Short Working Day (Krotki Dzien Pracy)
1984 No End (Bez Konca)
1988 Seven Days A Week (Siedem Dni W Tygodniu)
1988 The Decalogue (Dekalog)
1988 A Short Film About Killing (Krotki Film O Zabijaniu)
1988 A Short Film About Love (Krotki Film O Milosci)
1992 The Double Life Of Veronique (La double vie de Veronique)
1993 Three Colors: Blue (Trois Couleurs: Bleu)
1994 Three Colors: White (Trois Couleurs: Blanc)
1994 Three Colors: Red (Trois Couleurs: Rouge)