(αποσπάσματα απο ένα masterclass )
Ποτέ δεν είχα αμφιβολία ότι ήθελα να συνθέσω μουσική για τον κινηματογράφο. Ήμουν μαγεμένος από τις κινούμενες εικόνες, αλλά στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο σημαντική είναι η χρήση της μουσικής στην εξέλιξη μιας ταινίας. Πιστεύω ότι χρειάζεται να υπάρχει ο ενθουσιασμός, έστω και υπερβολικός, όπως είναι ο δικός μου. Όταν βλέπω ένα νέο σενάριο, όταν συναντώ έναν σκηνοθέτη νιώθω σαν να είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά.
(...) Πιστεύω ότι χρειάζεται να υπάρχει ο ενθουσιασμός, έστω και υπερβολικός, όπως είναι ο δικός μου. Όταν βλέπω ένα νέο σενάριο, όταν συναντώ έναν σκηνοθέτη νιώθω σαν να είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά
(...) Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Τζον Γουίλιαμς ένιωσα σαν να ήμουν 12 χρονών. Είναι ένας από τους τελευταίους “δεινόσαυρους” του παλιού Χόλιγουντ. Επίσης, είναι απίθανο να κάθεσαι στο ίδιο τραπέζι, για παράδειγμα, με τον Τζακ Νίκολσον και τον Στίβεν Σπιλμπεργκ. Σήμερα νιώθω λίγο καλύτερα, αλλά παρόλα αυτά έχω άγχος.
(...) Όταν επιτευχθεί το καλλιτεχνικό δέσιμο με τον σκηνοθέτη, τότε ο συνθέτης βρίσκει τη ‘’φωνή’’ του και το στυλ που ταιριάζει με το ύφος της ταινίας. Πιστεύω ότι η ευρωπαϊκή μου ευαισθησία προσθέτει αρκετά στοιχεία στο ύφος της μουσικής που γράφω για τις ταινίες. Επιπλέον, η σχέση εμπιστοσύνης, όπως αυτή που έχω αναπτύξει με τον Ζακ Οντιάρ, μου δίνει μια ελευθερία πειραματισμού.
(...) Στην Αμερική η μουσική ακολουθεί τη δράση της ταινίας, ενώ στο ευρωπαϊκό σινεμά μουσικοσυνθέτες, όπως π.χ. ο Μορίς Ζαρ, προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια γενικότερη ατμόσφαιρα μέσα στην ταινία, επιχείρησαν να πουν αυτό που βρίσκεται εκτός πλάνου, αυτό που υπάρχει στο μυαλό των χαρακτήρων.
(...) Μερικοί σκηνοθέτες δεν θέλουν να συνεργαστούν με έναν μουσικοσυνθέτη διότι φοβούνται ότι εκείνος θα κλέψει κάτι από την ταινία τους, πράγμα που θεωρώ ανόητο. Από την άλλη μεριά, αυτό που κάνει ο Ταραντίνο, δηλαδή το να ‘’ντύνει’’ τις ταινίες του με επιτυχημένα μουσικά κομμάτια είναι σαφώς αποτελεσματικό για τον ίδιο», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ντεπλά. Πρόσθεσε, επίσης, ότι ο ίδιος επιδιώκει η μουσική που θα γράψει να μην παρεμβαίνει στη συνοχή μιας ταινίας ή να χειραγωγεί τον θεατή, αντιθέτως, όπως είπε, επιδίωξή του είναι να καθοδηγεί το συναίσθημα.
(...) Μου αρέσουν οι κινούμενες εικόνες, οι ηθοποιοί, η δράση, η φωτογραφία. Είναι δύσκολο να γράψω μουσική χωρίς να δω πρώτα μια ταινία. Ο κινηματογράφος δεν είναι λογοτεχνία, έτσι ώστε να γράψω μουσική με βάση το σενάριο. Για παράδειγμα, ο Ένιο Μορικόνε και ο Σέρτζιο Λεόνε ήταν δύο καλλιτέχνες της ίδιας γενιάς και συνεργάζονταν μαζί, με αποτέλεσμα ο Μορικόνε να γράφει τη μουσική πριν από τα γυρίσματα της ταινίας. Αυτή η περίπτωση, όμως, ήταν μοναδική. Μου είναι δύσκολο να θυμηθώ παραδείγματα παρόμοιας τεχνικής από το νεότερο κινηματογράφο.
(...) Είδα ένα βράδυ την ταινία Syriana στο Λος Άντζελες και την επόμενη ημέρα πετούσα για Γαλλία. Μέσα στο αεροπλάνο βρήκα το μουσικό θέμα της. Αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Περνάω ατελείωτες ώρες προσπαθώντας να σκεφτώ τη μουσική που ταιριάζει σε μια εικόνα. Είναι σαν να... μαγειρεύεις μακαρόνια - όταν τα πετάξεις στον τοίχο και κολλήσουν ξέρεις ότι πέτυχαν. Έτσι είναι και με τη μουσική, όταν είσαι σίγουρος ότι “κολλάει” στην εικόνα.
(Αποσπάσματα από το masterclass του Αλεξάντρ Ντεπλά κατά τη διάρκεια του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (15/11/2009). Πηγή δελτίο τύπου 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)