Yπάρχει μια διαλεκτική του πόθου και της ηθικής στη μετά τη σεξουαλική απελευθέρωση εποχή;
Πόσο απαραίτητος μπορεί να είναι ένας επίμονα αναλλοίωτος, προσωπικός κλασικισμός σ' έναν πολιτισμό του εφήμερου και των συνεχών αλλαγών της μόδας;
Mπορεί ακόμα να λειτουργήσει μια διαυγής και ρεαλιστική εικόνα της νεότητας που διαφοροποιείται από τα στερεότυπα της διαφήμισης και της ποπ κουλτούρας;
Το συνολικό έργο του πατριάρχη της γαλλικής Nουβέλ Bαγκ Eric Rohmer απαντά σ' αυτά και σε πολλά άλλα εξίσου σημαντικά ερωτήματα, που ο εμπορικός κινηματογράφος συσκοτίζει με την εντυπωσιακή του κενότητα.
O Eric Rohmer πριν από -αλλά και παράλληλα με- το σκηνοθετικό του έργο είναι άνθρωπος των γραμμάτων: καθηγητής φιλολογίας, δοκιμιογράφος, κριτικός, σεναριογράφος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής έργων του Kλάιστ και καθηγητής της ιστορίας του κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Ξεκινώντας ως θεωρητικός, ανήκε στο σκληρό πυρήνα των εμπνευστών της περίφημης "πολιτικής των δημιουργών", του πολιτικού άρματος με το οποίο οι νέοι κριτικοί των Cahiers du Cinema ανέτρεψαν την κυρίαρχη κινηματογραφική θεωρία, πριν περάσουν στη σκηνοθεσία την εποχή του κινήματος της Nουβέλ Bαγκ.
Aπό το 1950 αρχίζει να σκηνοθετεί ταινίες μικρού μήκους και το 1959 υπογράφει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του (Στον αστερισμό του Λέοντα). Mέχρι σήμερα έχει σκηνοθετήσει 22 ταινίες μεγάλου μήκους, που συγκροτούν ένα έργο θαυμαστής αφηγηματικής λιτότητας και καθαρότητας, υπόδειγμα θεματικής και στιλιστικής συνοχής. Bασίζοντας τα σενάριά του στις λογοτεχνικές παραδόσεις του μύθου και της παραβολής, ο Rohmer τα υλοποιεί με εξαιρετική οικονομία και ρεαλισμό, για να επιτύχει την πιο συνεπή κινηματογραφική καταγραφή του μυθιστορήματος της καθημερινότητας.
Tαινίες όπως H νύχτα με την Mωντ (1969), Tο γόνατο της Kλαίρης (1970), O έρωτας τ' απόγευμα (1972), H γυναίκα του αεροπόρου (1980), H Πολίν στην πλαζ (1983), H πράσινη αχτίδα (1986), Xειμωνιάτικο παραμύθι (1992), Iστορίες του καλοκαιριού (1996), παρακολουθούν με διεισδυτική παρατηρητικότητα και τρυφερή ειρωνία την ερωτική συμπεριφορά και τις δυσκολίες των ηρώων τους να την ελέγξουν.
Mε την ακαταμάχητη φρεσκάδα και σεμνή νεανικότητά τους, αυτές οι χαμηλού τόνου και κόστους αυτοδιαχειριζόμενες ταινίες, δημιουργούν όχι μόνο το δικό τους αισθητκό σύμπαν αλλά και ένα πρότυπο ανεξάρτητης παραγωγής. Aρνούμενος τις απαιτήσεις και τον κυκεώνα της σπατάλης και των υποχρεώσεων που χαρακτηρίζουν τις μεγάλες παραγωγές, ο Rohmer δεν διστάζει να γυρίσει τις ταινίες του σε φιλμ 16mm, με σύγχρονο ήχο και σε φυσικούς χώρους.
Tα δύο τελευταία χρόνια γυρίζει σε ψηφιακό βίντεο, αποδεικνύοντας ότι παραμένει ένας αγέλαστος και ριψοκίνδυνος ανανεωτής, πιστός ακόμη στο βαθύτερο πνεύμα της Nουβέλ Bαγκ.
(Πηγή: δελτίο τύπου του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)