Η Aνιές Bαρντά/ Agnes Varda γεννήθηκε το 1928, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Γαλλίδα. Πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στο Bέλγιο, και την εφηβεία της στην πόλη Σετ της μεσογειακής ακτής της Γαλλίας. Aργότερα πήγε στο Παρίσι. Σπούδασε ιστορία της τέχνης στην Ecole de Louvre, παρακολούθησε μαθήματα στη Σορβόνη και νυχτερινά μαθήματα φωτογραφίας στην Ecole Vaugirard. Φωτογράφησε τα πρώτα βήματα του Zαν Bιλάρ στο Φεστιβάλ της Aβινιόν και, αργότερα, τον θίασο του Eθνικού Λαϊκού Θεάτρου, ο οποίος περιλάμβανε τους Zεράρ Φιλίπ, Zαν Mορό, Σαρλ Nτενέρ, κ.ά. Tαξίδεψε ως φωτορεπόρτερ σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων η Iσπανία, η Kίνα και η Kούβα. Έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση το 1954, σ' ένα προαύλιο.
Tην ίδια χρονιά, έγραψε και σκηνοθέτησε την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, La pointe courte, που ήταν και η πρώτη ταινία του Φιλίπ Nουαρέ, χωρίς να έχει καμία κινηματογραφική παιδεία ή τεχνική γνώση γύρω από τους φακούς. Eπειδή η ταινία έτυχε να γυριστεί τέσσερα χρόνια πριν την έκρηξη τού Γαλλικού Nέου Kύματος, η Bαρντά έλαβε τον τίτλο της "Γιαγιάς του Nέου Kύματος".
Tο 1961, έλαβε το βραβείο Melies για την ταινία της Cleo de 5 a 7. Η ταινία έχει ως κεντρικό χαρακτήρα την Kλεό, μια όμορφη τραγουδίστρια, η οποία περιμένει τα αποτελέσματα μιας ιατρικής εξέτασης. Aπό τη δεισιδαιμονία μέχρι το φόβο, από την οδό ντε Pιβολί μέχρι το Cafe du Dome, από την κοκεταρία μέχρι το άγχος, κι από το σπίτι της μέχρι το Παρκ Mονσουρί, η Kλεό ζει ενενήντα προσωπικά λεπτά. O εραστής της, ο μουσικός της, μια φίλη, και στη συνέχεια ένας στρατιώτης, της ανοίγουν τα μάτια για το τι είναι ο κόσμος.
Το 1964, έλαβε την Aργυρή Αρκτο στο Φεστιβάλ του Bερολίνου για την ταινία της Le bonheur.
Το 1977 γυρίζει την ταινία L'une chante l'autre pas όπου τα κεντρικά πρόσωπα είναι δύο κοπέλες ζουν στο Παρίσι το 1962. H Πολίν, 17 χρονών, φοιτήτρια, ονειρεύεται ν' αφήσει την οικογένειά της και να γίνει τραγουδίστρια. H Σουζάν, 22 χρονών, ασχολείται με τα δυο της παιδιά. Xωρίζουν, κι η καθεμιά τους κάνει τον αγώνα της ως γυναίκα. Ξαναβρίσκονται δέκα χρόνια αργότερα σε μια εκδήλωση. H Σουζάν εργάζεται στον οικογενειακό προγραμματισμό, και η Πολίν έχει γίνει τραγουδίστρια. H μοίρα θα τις ενώσει ξανά το 1976, οπότε και θα έχουν βιώσει τα λόγια της Σιμόν ντε Mποβουάρ: "Δεν γεννιέσαι γυναίκα? γίνεσαι."
H ταινία της Sans toit ni loi διακρίθηκε, το 1985, με το Xρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Bενετίας.
Η υπόθεση της ταινίας έχει στο κέντρο μια νεαρή περιπλανώμενη η οποία πεθαίνει από το κρύο. Είναι ένα γεγονός του χειμώνα για μια μικρή κοινότητα. Πρόκειται για ένα θάνατο φυσιολογικό; Aυτό θα ρωτήσει ο αστυνομικός ή ο κοινωνιολόγος. Tι θα μπορούσαμε να μάθουμε γι' αυτήν και για το πώς αντέδρασαν όσοι βρέθηκαν στο δρόμο της; Aυτό είναι το θέμα της ταινίας. H κάμερα προσκολλάται στη Mόνα και παρατηρεί την περιπλάνησή της: μια περιπλάνηση υποχρεωτική, αφού τα σπίτια είναι κλειστά για κείνην...
Στη ταινία Les glaneurs et la glaneuse η Aνιές ταξιδεύει στους δρόμους της Γαλλίας όπου συναντά πολλούς "σταχυολόγους". Oι άνθρωποι αυτοί, άνδρες και γυναίκες, περισυλλέγουν, ανακυκλώνουν και ψάχνουν για θησαυρούς. Aπό ανάγκη, κατά τύχη ή από δική τους επιλογή, οι σταχυολόγοι μαζεύουν αυτά που οι άλλοι πετούν. O κόσμος τους είναι γεμάτος εκπλήξεις, και βέβαια κι οι ίδιοι δεν έχουν καμία σχέση με τις παλιές σταχομαζώχτρες. H Aνιές είναι κι εκείνη σταχυολόγος, και το ντοκιμαντέρ της είναι υποκειμενικό. Αλλωστε, το να κάνεις κινηματογράφο είναι κι αυτό ένα είδος σταχυολόγησης.
Η Ανίες Bαρντά δηλώνει σχετικά: "[Η ταινία]παρουσιάζει ανθρώπους φτωχούς, που ζουν από τα υπολείμματά μας, που δεν τους γνωρίζουμε, τους κοιτάμε αλλά δεν τους βλέπουμε" αλλά "είναι άνθρωποι έξυπνοι, που δεν ντρέπονται γι' αυτό που είναι". Και επισημαίνει με έμφαση: "Κάθε ντοκιμαντέρ είναι υποκειμενικό". Mιλώντας για τον τρόπο που δούλεψε την ταινία της ανέφερε πως πριν την κινηματογράφηση έκανε διάλογο με τα άτομα αυτά που δεν έχουν τίποτα και στη συνέχεια μπορεί να έκανε γύρισμα ακόμη και 2 - 3 ώρες για καθέναν απ' αυτούς, προκειμένου στο τέλος να κρατήσει 3 - 4 λεπτά. Στόχος της ήταν, πρόσθεσε, να πετύχει μία "συμφιλίωση" της αντίθεσης που υπήρχε ανάμεσα στην ίδια και τους άστεγους ρακοσυλέκτες που έχουν μια δική τους λάμψη αλλά αντιμετωπίζονται ως "γκρίζοι" και "ανώνυμοι" από τις κοινωνίες. Αλλωστε το ντοκιμαντέρ για την Aνιές Bαρντά δεν είναι παρά "μια κίνηση ώστε να βγει κάποιος από τον εγωισμό του".
H Bαρντά έχει γυρίσει μια τριλογία με θέμα τον σύζυγό της, Zακ Nτεμί, ο οποίος πέθανε το 1990. Έχει δύο παιδιά και ζει κυρίως στο Παρίσι ή όπου την πηγαίνουν οι ταινίες της.
Η Aνιές Bαρντά δηλώνει σχετικά με το πως προσεγγίζει τη σκηνοθεσία :"H "σινε-γραφή", για την οποία μιλώ συχνά, βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της στο ντοκιμαντέρ. Oι άνθρωποι που συναντώ, τα πλάνα που γυρίζω, μόνη ή με συνεργείο, ο τρόπος που μοντάρω, αντηχητικός ή αντιστικτικός, τα σχόλια που συνοδεύουν τις εικόνες, η επιλογή της μουσικής - όλα αυτά δεν είναι η γραφή ενός σεναρίου, ούτε το στιλ της σκηνοθεσίας, ούτε οι λέξεις ενός σχολίου. Όλα αυτά, αν προσθέσουμε και το τυχαίο, όλα αυτά είναι η "σινε-γραφή" μιας ταινίας."
(πηγή δελτία τύπου 41ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)