Τρεις είναι οι περίοδοι στις οποίες μπορεί να χωριστεί το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Στην πρώτη περίοδο ο σκηνοθέτης επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε θέματα που έχουν άμεση σχέση τόσο με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, όσο και με τους ιδεολογικούς προβληματισμούς στον χώρο της Αριστεράς. Είναι τα χρόνια μετά την στρατιωτική δικτατορία και ο κινηματογράφος θεωρείται ως ένα ακόμα όπλο στην μάχη των ιδεών. Αν και το μοντέλο του κινηματογράφου που έχει διαμορφώσει ο σκηνοθέτης με τις ταινίες Ο Θίασος, Οι Κυνηγοί και Οι Μέρες του 36, πόρρω απέχει από το χαρακτηριστεί προπαγανδιστικό, είναι αναμφισβήτητα ένα μοντέλο πολιτικού κινηματογράφου. Εδώ τα πρόσωπα των ταινιών είναι φορείς πολιτικών ιδεών και οι μεταξύ τους συγκρούσεις είναι συγκρούσεις μεταξύ πολιτικών ιδεολογιών.
Σ' αυτές τις ταινίες -και με προεξάρχουσα πάντα τον Θίασο- εκθέτει τα τραύματα που συνοδεύουν την ιστορική διαδρομή της Χώρας: η δικτατορία του Μεταξά, κατοχή, εμφύλιος, τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Αυτό που κάνει αυτές τις ταινίες να ξεχωρίζουν -εκτός φυσικά από το ιδιαίτερο σκηνοθετικό ύφος που θα μείνει αναλλοίωτο σ' όλη την φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου- είναι η σχέση που αναπτύσσουν οι μύθοι των ταινιών με την αρχαία τραγωδία: έτσι μια ανάλυση του Θίασου μπορεί να αποκαλύψει την σχέση όλων των προσώπων της ταινίας με τους Ατρείδες (Αγαμέμνονα, Κλυταιμνήστρα, Ορέστης κ.λπ.). Κατά μια έννοια αυτή η ταινία αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση μεταφοράς της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Η δεύτερη περίοδο του σκηνοθέτη αποτελείται από ταινίες στις οποίες η πολιτική κατάσταση και οι ιδεολογικές συγκρούσεις δεν βρίσκονται στο προσκήνιο, δεν προσφέρουν δηλαδή την πρώτη ύλη στην μυθοπλασία -αντίθετα αποτελούν το φόντο στο οποίο αναπτύσσεται η αφήγηση, δημιουργούν την ατμόσφαιρα του έργου. Και εδώ μοτίβα που προέρχονται από την αρχαιότητα όπως π.χ. η επιστροφή στο σπίτι, ο Νόστος, χρησιμοποιούνται ευρέως. Το Ταξίδι στα Κύθηρα είναι μια τυπική ταινία αυτής της περιόδου: εδώ ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ένα γεγονός που προκύπτει από την Ιστορία -την επιστροφή ενός πολιτικού πρόσφυγα στην Ελλάδα μετά από χρόνια απουσίας- για να δημιουργήσει μια ταινία που επικεντρώνεται στο πρόσωπο του πολιτικού πρόσφυγα. Στους θεματικούς άξονες αυτής της περιόδου μπορούμε να βρούμε τους προβληματισμούς του σκηνοθέτη: το τέλος του πολιτικού Λόγου και το τέλος της ιστορίας, η εξαφάνιση της παράδοσης (Ο Μελισσοκόμος), η αναζήτηση ενός μυθικού πατέρα (Τοπίο στην Ομίχλη). Σ' αυτές τις ταινίες μια μελαγχολική αίσθηση κυριαρχεί στις εικόνες και ένας ελεγειακός τόνος συχνά αναδύεται.
Η τρίτη περίοδος -και ίσως η πιο προσωπική του σκηνοθέτη- θα μπορούσε να ονομαστεί και υπαρξιακή. Η ανθρώπινη μοίρα, τα σύνορα, εσωτερικά και εξωτερικά, η εξορία, το τέλος του κινηματογράφου: εδώ ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται περισσότερος στην προσωπική τραγωδία, και οι αναφορές στο κοινωνικό περιβάλλον δεν είναι τόσο έντονες όσο στο παρελθόν. Έτσι οι αναταραχές στα Βαλκάνια και η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού δίνουν την ευκαιρία για εσωτερικά ταξίδια στις ψυχές των κεντρικών χαρακτήρων (Βλέμμα του Οδυσσέα). Τα πρόσωπα περιπλανιούνται μέσα στα ερείπια της Ιστορίας για να βρεθούν γρήγορα αντιμέτωποι με τα κενά της ύπαρξης. Ο τόνος είναι σαφέστατα προσωπικός και σε πολλές περιπτώσεις αυτοβιογραφικός.
Κεντρικός άξονας και στις τρεις περιόδους του σκηνοθέτη είναι το ταξίδι και η περιπλάνηση. Από τον Θίασο μέχρι την Η Αιωνιότητα και μια Μέρα ή το Λιβάδι που δακρύζει , οι ήρωες -είτε είναι οι ηθοποιοί του Θιάσου είτε είναι τα μικρά παιδιά είτε τέλος ο ίδιος ο σκηνοθέτης-, περιπλανιόνται στον χώρο και στον χρόνο. Η χρήση του πλάνου-σεκάνς, όπως την γνωρίσαμε στον Θίασο, επιτρέπει την εξάλειψη του χρόνου και το ταξίδι στον τόπο γίνεται ταυτόχρονα και ταξίδι μέσα στην Ιστορία. Έτσι οι ήρωες γίνονται εκτός από ταξιδιώτες στον χώρο και μάρτυρες της ιστορικής εξέλιξης, βυθίζονται είτε σ' ένα συνολικό ιστορικό παρελθόν, είτε στην προσωπική μνήμη.
Όλη η φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου οργανώνεται γύρω από την σχέση ατόμου -Ιστορίας. Περιγράφουν οι ταινίες του αυτόν τον διαρκή διάλογο ανάμεσα σ’ ένα πρόσωπο που αγωνίζεται να υπάρξει και ένα ιστορικό γίγνεσθαι συντριπτικό, που εντέλει καθορίζει και σφραγίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα πρόσωπα, δέσμια της Ιστορίας εκφράζουν -υπό το βάρος μιας πραγματικότητας που τα υπερβαίνει- αγωνίες και πόθους, πόνους και θλίψεις: είναι η συνείδηση του ανθρώπου καθώς αντικρίζει την αέναη ροή του χρόνου της Ιστορίας. Η κατάληξη συχνά αυτού του διαλόγου είναι η εσωτερική εξορία, η προσφυγιά, ο εκτοπισμός. Το δράμα του ανθρώπου του 20ου αιώνα είναι η διαρκής και αέναη αναζήτηση ενός οίκου, της πατρίδας.
Αυτό που γίνεται καθαρό είναι ότι τα πρόσωπα καθώς περιπλανιόνται στον χώρο (συνήθως σε τόπους έρημους) αποκτούν σταδιακά μια άυλη υπόσταση. Αποχωρούν λοιπόν από τον παρόντα κόσμο και περιπλανιούνται στους τόπους της μνήμης και του ονείρου, αναμετριούνται με τα προσωπικά φαντάσματα. Και το ταξίδι τους αυτό, αυτή η διαρκής αναζήτηση μιας πατρίδας, ενός φιλόξενου τόπου, αποκτά μια διάσταση καθαρά μεταφυσική και υπαρξιακή. Γίνεται ένα ταξίδι ιχνηλασίας στην έρημο της ψυχής.
Δημήτρης Μπάμπας