του Νίκου Κολοβού
«Μπορείτε να μου δώσετε ένα μέρος να κοιτάω».
(Ταξίδι στα Κύθηρα, σενάριο προλογικοί στίχοι).
Ο Αγγελόπουλος αναζήτησε ένα τέτοιο μέρος.
Όχι απλά το περιορισμένο άνοιγμα ενός παράθυρου στον κόσμο, αλλά «ένα μέρος» ένα χώρο ανοιχτό πλατύ. Για να μπορεί έτσι να κινείται και να κοιτάξει. Να βλέπει σε βάθος, αλλά και περιστροφικά, ολόγυρα. Το βάθος του πεδίου και το κυκλικό πανοραμίκ και το τράβελινγκ. Να βλέπει κάθετα και οριζόντια. Να γυρίζει προς το παρελθόν και το μύθο που δεν έχουν πια συγκεκριμένο χωρικό προσδιορισμό. Χωρίς φλας-μπακ. Σαν να κινείται σ’ έναν ενιαίο χρόνο. Μια πανοπτική κινητή θέση για να φαίνεται όχι μόνο ο χώρος, αλλά κι ο χρόνος που τον συμπληρώνει.
Τελικά αυτό το «μέρος» το πήρε μόνος του.
Δεν του το έδωσαν. Θα έλεγε κανείς ότι στον τόπο του επίμονα του το αρνήθηκαν. Αρχές, συνάδελφοι, παραγωγοί, κριτικοί ακόμη και θεατές. Σε διάφορες περιόδους και για άλλους λόγους ο καθένας τους. Η στάση το πέρασμα, το κοίταγμα του ήταν κατάκτηση κι όχι δώρημα. Αυτές οι φαινομενικά ανώδυνες και καθημερινές πράξεις, προχωρώ, στέκομαι κάπου, κοιτάω κάτι, έγιναν σύντομα δυσάρεστες. Γιατί το κοίταγμα δεν ήταν αδιάφορο κι εφήμερο. Ήταν στοχασμός.
«Πήρα ένα μέρος να στοχάζομαι, να μαζεύω εικόνες ήθελα να πω».
Έτσι θα μπορούσε να συμπληρωθεί μετά από χρόνια δημιουργικής εργασίας ο προηγούμενος στίχος.
(απόσπασμα από τον επίλογο της αφιερωμένης στον Θόδωρο Αγγελόπουλο μονογραφίας του Νίκου Κολοβού, εκδόσεις Αιγόκερως, 1990)