Οι γονείς μου ήταν αντάρτες του ΕΛΑΣ. Πέρασα δύο δύσκολα κι ενδιαφέροντα χρόνια στο βουνό. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής κι η μητέρα μου δασκάλα. Το παράδειγμα ζωής για μένα, ήταν ο πατέρας μου. Το ’46 τον συλλάβανε κι εμείς για δέκα χρόνια στερηθήκαμε την παρουσία του.
Μεγάλωσα στην Καστοριά και στην Αθήνα ήρθε το ’53. Πήγα σε μια σχολή κινηματογραφιστών, του Σταυράκου. Δούλευα παράλληλα ως γουναράς για το μεροκάματο. Αυτά γίνονται ως το ’61 που πάω στρατιώτης. Λίγο αργότερα, το 1964, πήγα στο Αλγέρι.
Με κάλεσε ο Ράπτης, γνωστός ως Πάμπλο, για να δουλέψω μαζί τους. Υποτίθεται ότι πήγα ως κινηματογραφιστής, αλλά έκανα άλλα πράγματα. Δούλευα για την οργάνωση. Ήταν πολύ δύσκολα και πολύ σημαντικά εκεί τα πράγματα. Τον Ράπτη τον αγαπώ ιδιαίτερα και του χρωστάω πολλά. Έφυγα από το Αλγέρι στο τέλος του’ 65 και ξαναγύρισα στην Αθήνα.
Μόλις ήρθα δούλευα σ’ ένα περιοδικό της Αριστεράς: Επιθεώρηση τέχνης, ένα σπουδαίο περιοδικό. Παράλληλα κάναμε την απόπειρα και βγάλαμε το περιοδικό με το όνομα τότε Ελληνικός κινηματογράφος. Δεν προλάβαμε όμως να το στήσουμε καλά κι ήρθε η χούντα και με συλλάβανε. Ο λόγος της σύλληψης μου ήταν η συμμετοχή μου στην εφημερίδα Ελεύθερη σκέψη της αριστεράς αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Μ. Έμεινα στις φυλακές Αβέρωφ και Αίγινας για ένα χρόνο. Βγήκα από τη φυλακή με την περίφημη αμνηστία.
Κάναμε τη δεύτερη απόπειρα κυκλοφορίας του περιοδικού που σας έλεγα. Τώρα πια, με το όνομα Σύγχρονος κινηματογράφος. Αυτό το έντυπο άφησε εποχή. Δουλεύαμε εκεί μέχρι το ’74 που πήγα στο Ριζοσπάστη μαζί με άλλα τέσσερα άτομα, για να φτιάξουμε την εφημερίδα από την αρχή, σε μια εποχή που το ΚΚΕ ήταν παράνομο. Από ‘κει και πέρα, ακολούθησε το ημερήσιο Βήμα απ’ όπου και έφυγα το 1983 που έκλεισε. Από τότε μέχρι σήμερα, είμαι στο Έθνος. Με βασική ιδιότητα του κινηματογραφικού κριτικού, αλλά και του σχολιαστή.
Εγώ γνώρισα τον κινηματογράφο την περίοδο της μεγάλης του ακμής. Ως τότε επρόκειτο για εμπορικό σινεμά από κακό έως μέτριο. Το ’65 άρχισε να εμφανίζεται στην Ελλάδα και μέσα από την παρέα τη δική μας αυτό που ονομάστηκε αργότερα «νέος ελληνικός κινηματογράφος». Στην χούντα πήρε άλλη διάσταση με τον Βούλγαρη και κυρίως με τον Αγγελόπουλο. Το πιο αξιόλογο που συνέβαινε τότε ήταν η δουλειά του Αγγελόπουλου. Τότε υπήρχε η δικτατορία του Φίνου.
Πάρα πολλοί άλλοι, όμως παρασύρθηκαν από μας, για ένα διανοουμενίστικο σινεμά, το οποίο όμως δεν ήταν για τα κότσια μας.
(…) Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο πόλοι της ζωής. Ο ανήφορος κι ο κατήφορος ανήκουν στον ίδιο δρόμο. Πεθαίνουμε τη στιγμή που γεννιόμαστε. Το μόνο που χρειάζεται για να πεθάνεις, είναι να ‘σαι ζωντανός. Οι άνθρωποι φοβούνται το σεξ, δεν το απεχθάνονται. Ο επίσημος ορισμός του οργασμού είναι «μικρός θάνατος». Χάνεις τις αισθήσεις σου, παραλύεις. Η τρομοκρατία στον έρωτα είναι φανερή.
(…) Η τέχνη είναι μια ερωτική κατάσταση. Πιστεύω ότι οι ανέραστοι και ανερωτικοί άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν σχέση με τη τέχνη. Αν πας στο σινεμά γιατί δεν έχει τι να κάνεις, πάει, χρεοκόπησες. Πας σινεμά, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Ο κύριος έρωτας μου, βέβαια, είναι οι γυναίκες. Πάντα αγαπώ αυτές και πάντα αγαπώ το σεξ. Το σεξ για μένα είναι ύψιστη καλλιτεχνική στιγμή.
* Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έφυγε στις 8 Σεπτεμβρίου του 2000.
(αποσπάσματα από συνέντευξη του Βασίλη Ραφαηλίδη στην Κατερίνα Κορομπίλη, εφημερίδα Εποχή, αρχές του 1992)