Ο Ουσμάν Σεμπέν (Ousmane Sembene), που έφυγε από κοντά μας πλήρης ημερών αλλά και έργου τον Ιούνιο του 2007 σε ηλικία 84 ετών, θεωρείται ηγετική φιγούρα της αφρικανικής λογοτεχνίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ενώ έχει χαρακτηρισθεί ως ο «πατέρας του αφρικανικού σινεμά».
Γιος ψαρά, ο Σεμπέν γεννήθηκε το 1923 στη Σενεγάλη, σε μια οικογένεια μουσουλμάνων. Η θητεία του στον γαλλικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε, σύμφωνα με τον ίδιο, ιδιαίτερα αποκαλυπτική: “Στο στρατό είδαμε αυτούς που θεωρούνταν αφέντες μας ‘γυμνούς’, ευάλωτους, δειλούς και αδαείς. Όταν ένας λευκός στρατιώτης μου ζήτησε να του γράψω ένα γράμμα, αιφνιδιάστηκα. Πίστευα πως όλοι οι Ευρωπαίοι ήξεραν να γράφουν. Ο πόλεμος απομυθοποίησε τον αποικιοκράτη, το πέπλο έπεσε”. Το 1947 μετακόμισε σε αναζήτηση δουλειάς στη «μητέρα» Γαλλία, όπου σταδιακά και μέσα από την ενεργή συμμετοχή του στο συνδικαλιστικό κίνημα, μεταμορφώθηκε από απλοϊκός εργάτης, σε μαχόμενος διανοούμενος και πολιτικός ακτιβιστής. Αφότου επέστρεψε στην, ελεύθερη πλέον, Σενεγάλη το 1960, αφοσιώθηκε στο συγγραφικό του έργο, μέσα από το οποίο έδινε τον προσωπικό του αγώνα για την διάδοση της αφρικανικής πολιτισμικής κληρονομιάς, την οποία και θεωρούσε το ισχυρότερο όπλο της ηπείρου του απέναντι στον δυτικό ιμπεριαλισμό.
Το πέρασμα του στον κινηματογράφο - ύστερα από δωδεκάμηνες σπουδές στα στούντιο Γκόργκι της Μόσχας, δίπλα στον Μαρκ Ντονσκόι - υπαγορεύθηκε από την ανάγκη του να απευθυνθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερους συμπατριώτες του, καθώς ο αναλφάβητος στη συντριπτική του πλειοψηφία αφρικανικός λαός, δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο συγγραφικό του έργο. Τα φιλμ του Σεμπέν, που έβλεπε το σινεμά όχι ως μέσο απόδρασης και ονειροπόλησης, αλλά ως ένα “ecole du soir” (νυχτερινό σχολείο) και τον εαυτό του ως συνεχιστή της πανάρχαιης προφορικής παράδοσης των αφρικανών βάρδων (griots), προσπάθησαν να δώσουν φωνή σ’ αυτούς τους ανθρώπους, ασκώντας αυστηρή κριτική στην όψιμη αφρικανική μπουρζουαζία και μη διστάζοντας να έρθουν σε ρήξη με την εξουσία και το προνομιούχο κατεστημένο της χώρας του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το φιλμ Xala (1974), που βασίστηκε, όπως και τα περισσότερα έργα του, σε ένα μυθιστόρημά του. Γυρισμένο στην μητρική του γλώσσα Wolof - όμοια με το προγενέστερο Mandabi και τα μεταγενέστερα Ceddo, Camp de Thiaroye και Guelwaar – το Xala, μια καυστική σάτιρα των ηθών της μετα-αποικιοκρατικής, γαλλόφωνης ελίτ της Σενεγάλης, λογοκρίθηκε απροκάλυπτα από την κυβέρνηση της χώρας, καθώς εμμέσως πλην σαφώς, επιτίθονταν στην πολιτική του τότε προέδρου της Leopold Senghor. Πιο άμεσα πολιτικό το Ceddo του 1976, ένα προκλητικό χρονικό της ιστορίας του ισλάμ στη Σενεγάλη, απαγορεύτηκε ολοκληρωτικά, με πρόσχημα ένα γραφειοκρατικό κόλλημα.
Η ιστορία της αποικιοκρατίας είναι ένα ακόμη κυρίαρχο θέμα της φιλμογραφίας του Σεμπέν. Ταινίες όπως το προαναφερθέν Ceddo, ή τα Emitai και Camp de Thiaroye, δύο φιλμ που διαδραματίζονται στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτυπώνουν ανάγλυφα τη σύγκρουση ανάμεσα στις αφρικανικές παραδόσεις και τις αποικιοκρατικές, δυτικές αντιλήψεις, επιχειρώντας, ωστόσο, παράλληλα και να στοιχειοθετήσουν την μεταξύ τους διαλεκτική.
“Για μένα, η Αφρική είναι γυναίκα”, έχει πει ο Ουσμάν Σεμπέν και μια μόνο ματιά στις ηρωίδες του το επιβεβαιώνει. Από την νεαρή αφρικανή που εργάζεται ως υπηρέτρια στην Αντίμπ, πρωταγωνίστριά του στο La noir de… του ’66 (το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του και η πρώτη αφρικανική παραγωγή που έτυχε διεθνούς διανομής), και την αυτάρκη και ανεξάρτητη Faat-Kine της ομότιτλης ταινίας, μέχρι τις γυναίκες στο κύκνειο άσμα του Moolaade (2003), οι γυναικείοι χαρακτήρες των έργων του Σεμπέν ενσαρκώνουν με τον καλύτερο τρόπο το δυνατό και ανυπόταχτο πνεύμα της αφρικανικής ηπείρου.
Ταινίες
Borom Sarret / Μπορόμ Σαρέτ , 1963, μμ
Niaye/ Νιάι , 1964, μμ
La Noire De… / Η Μαύρη τού..., 1966
Mandabi / Το Έμβασμα, 1968
Tauw/ Τάου, 1970, μμ
Emitai / Εμιτάι, 1971
Xala / Η Κατάρα, 1974
Ceddo/ Τσέντο, 1976
Camp de Thiaroye/ Το Στρατόπεδο Τσιαρόι, 1988
Guelwaar / Γκελουάρ, 1992
Faat Kine / Φατ Κινέ, 2000
Moolaade/ Μολαντέ, 2004
(δελτίο τύπου 49o Φεστιβάλ Θεσ/νίκης)