(σχόλιο για την ταινία Mystic River του Clint Eastwood)
Δείγμα ενός κινηματογράφου που γίνεται όλο και πιο σπάνιος, καθώς συντρίβεται από τις συμπληγάδες των computerized special FX, το Mystic River του Clint Eastwood διεκδικεί την καταγωγή του από είδη πολύ μακρινά από το σήμερα, και μάλλον ετερογενή: την αρχαία ελληνική τραγωδία, τους πίνακες του Caravagio, τις σεξπηρικές τραγωδίες, το φιλμ νουάρ.
Η εκδίκηση και η βία βρίσκεται στο κέντρο του μυθοπλαστικού ιστού, μια θεματολογία που τροφοδότησε την καριέρα του δημιουργού της Clint Eastwood τόσο ως σκηνοθέτη όσο και ως ηθοποιού. Ταινίες όπως Hang 'Em High (1967), Dirty Harry (1971), High Plains Drifter (1973), The Outlaw Josie Wales (1976), Pale Rider (1985), Unforgiven (1992) εστιάζουν σε πρόσωπα που φλέγονται από το πάθος της εκδίκησης, που αναζητούν την λύτρωση ανταποδίδοντας την βία. Πολύ μακριά από καρικατούρες τύπου Death wish (1974), o σκηνοθέτης οικοδόμησε με μια απίστευτη για Χόλιγουντ επιμέλεια, επιμονή και υπομονή ένα έργο που διερευνά την αυτοδικία και τις αναστατώσεις που προκαλεί η βία.
Αν και στο παρελθόν έγινε δέκτης επικρίσεων από μερίδα της αμερικάνικης κυρίως κριτικής ότι ταινίες του όπως αυτές της σειράς Dirty Harry είναι συντηρητικές και υπερασπίζονται την αυτοδικία, η κινηματογραφική περσόνα του Clint Eastwood αποδείχθηκε στον χρόνο ότι είναι πολύ πιο πολύπλοκη και πολλές φορές αντιφατική από τις συνήθεις πολιτικές απλουστεύσεις των media. Και η ταινία Mystic River είναι ακόμα μια απόδειξη των προηγουμένων.
Μια από τις πολλές προσεγγίσεις που μπορεί να γίνουν σ’ αυτή την σύνθετη ταινία προκύπτει από την τοποθέτηση της μέσα στο σύγχρονο πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις Κάνες του Μάιο του 2003, αλλά η παραγωγή της έγινε υπό την σκιά ενός απειλούμενου πολέμου της εισβολή στο Ιράκ αλλά και μέσα στο πολιτικό κλίμα που δημιουργήθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου: ο πόνος και ο θρήνος αναμειγνύεται με την επιθυμία για εκδίκηση, για το αίμα που πρέπει να κυλήσει για να ξεπλύνει αίμα. Η παρουσία σε κεντρικούς ρόλους δύο ηθοποιών “μαύρων προβάτων” για το Χόλιγουντ, λόγω των πολιτικών τους απόψεων, του Sean Penn και του Tim Robbins, επιτείνει αυτή την διάσταση και την κάνει πιο εμφανή ακόμα και στον πιο ανυποψίαστο (αμερικανό) θεατή.
Η ιστορία της; Ένα παλιό αποτρόπαιο έγκλημα, που ρίχνει ακόμα βαριά την σκιά του στο σήμερα, έχει μένει ουσιαστικά ατιμώρητο. Ένας πατέρας που ξαφνικά χάνει μ’ ένα τρόπο τραγικό την 17χρονή κόρη του. Ένα έγκλημα που ζητά την τιμωρία.
Η ταινία ανήκει στο είδος του crime thriller και ως τέτοια οικοδομεί την σχέση της με τον θεατή μέσα από μια σειρά ερωτήματα που συνεχώς θέτει και στα οποίο καλεί τον θεατή να απαντήσει. Όμως το κεντρικό ερώτημα γύρω από το οποίο περιπλέκεται η αφήγηση, δηλαδή το “Ποιος σκότωσε την νεαρή κοπέλα;”, προκαλεί μια απίστευτη ένταση ακριβώς γιατί συνοδεύεται από το αίτημα για εκδίκηση. Η απάντηση σ’ αυτό υποδεικνύει ένα θύμα, ενώ ο θύτης είναι γνωστός -ο συντετριμμένος πατέρας. Έτσι η αφήγηση γίνεται σιγά – σιγά ένα παραπλανητικό τέχνασμα, αφού αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι η επίλυση ενός αστυνομικού μυστηρίου αλλά το πώς γεννιέται το πάθος για εκδίκηση, πώς τυφλώνει τον νου και την λογική, τις δύσβατους ατραπούς στις οποίες οδηγεί, το αδιέξοδο τέλος στο οποίο καταλήγει, και στις αλλαγές που προκαλεί.
Υπάρχει μια σκηνή που κάνει εμφανή τα προηγούμενα: ο Jimmy (Sean Penn) κάθεται στα σκαλοπάτια του σπιτιού άδειος από οργή -το προηγούμενο βράδυ έχε δολοφονήσει τον παιδικό του φίλο Dave στις όχθες ενός ποταμού. Τον υποψιαζόταν για δολοφόνο της κόρης του και η αντιφατική του συμπεριφορά κατά την διάρκεια της “ανάκρισης” επέτεινε τις υποψίες του, οδηγώντας τελικά στην δολοφονία. Ο αστυνομικός (και επίσης παιδικός του φίλος) Sean τον πλησιάζει και τον πληροφορεί ότι συνέλαβε το προηγούμενο βράδυ τους δολοφόνους της κόρης του. [Την σκηνή την έχουμε παρακολουθήσει προηγουμένως σ’ ένα αριστουργηματικό παράλληλο μοντάζ όπου ο σκηνοθέτης εναλλάσσει στιγμιότυπα από την ανάκριση και την δολοφονία του Dave με την σύλληψη των πραγματικών δολοφόνων]. Σε μια στιγμή βλέπουμε στο πρόσωπο του Jimmy το πώς η λύτρωση που προκάλεσε η πράξη ενός φόνου (δηλαδή η εκδίκηση) την διαδέχεται η ενοχή: τώρα ο Jimmy αναγνωρίζει, αντιλαμβάνεται ότι έχει διαπλεύσει το ποτάμι, ότι έχει περάσει στην άλλη όχθη, ότι από θύμα (αποδέκτης της βίας) έχει γίνει θύτης (δημιουργός της βίας), από αθώος, ένοχος.
Είναι σ’ αυτή τη σκηνή που οι δύο ενήλικοι πλέον Jimmy και Sean αντιλαμβάνονται σήμερα τις αλλαγές μιας ζωής, το πώς την αθωότητα της παιδικής ηλικίας αντικατέστησε η αναιτιολόγητη βία. Μια αλλαγή που συνέβη όταν όντας παιδιά πριν τριάντα χρόνια αποχαιρετούσαν τον φίλο τους Dave που ξεκινούσε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, αποχαιρετούσαν ένα κομμάτι του ίδιου τους του εαυτού. Είναι σ’ αυτή την σκηνή που ο Jimmy αντιλαμβάνεται με συντριβή καρδίας ότι αυτό που έχει σκοτώσει δεν είναι τον παιδικό του φίλο, αλλά ένα κομμάτι του ίδιου του εαυτού, την αθωότητά του. Είναι η συνειδητοποίηση του ότι είναι ο ίδιος που γεννά την βία (αλλά και την υφίσταται).
Αυτή είναι η πλέον σαφής και καθαρή καταδίκη της αυτοδικίας: το πέρασμα από την αθωότητα στην ενοχή, που προκαλείται λόγω της εκδίκησης. Επιπλέον αυτή η σκηνή μοιάζει και ως η αυτοκριτική του σκηνοθέτη, τόσο για την κινηματογραφική του περσόνα όσο και για τις ταινίες του: είναι η απάντηση του Clint Eastwood στους επικριτές του. Είναι επίσης το σχόλιο του για το κλίμα μισαλλοδοξίας στις ΗΠΑ που τροφοδότησε τις πολεμικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η προειδοποίηση του για τις συνέπειες.
Η βία μολύνει όσους αγγίζει και αυτό είναι κάτι που ξέρει πολύ καλά ο Dave (ένα βαμπίρ της βίας) που και αυτός λίγο πριν δολοφονηθεί θα αναζητήσει την εκδίκηση δολοφονώντας. Η αυτοδικία και η εκδίκηση επικαλείται ως πρόφαση την απόδοση δικαιοσύνη, για να καταλήξει εντέλει σ’ αυτό που αποστρέφεται, στην γέννηση της βίας. Η ταινία επισημαίνει ακριβώς αυτήν την πλήρη αποτυχία του (κινηματογραφικού και όχι μόνο) ήρωα- εκδικητή. Η εκδίκηση είναι μια βαθύτατα ατομιστική επιταγή που ουδεμία σχέση έχει με την απονομή δικαιοσύνη (που αφορά όλη την κοινότητα).
Στο τέλος η ταινία καταλήγει να γίνει μια πικρή στην τελική της αίσθηση θρηνητική τελετή για την απώλεια της αθωότητας, μια τραγωδία για το αιώνιο της βίας, για το μάταιο της εκδίκησης, για την σκοτεινή μοίρα.
Ο κύκλος της βίας και της εκδίκησης είναι πάντα κλειστός και φαύλος.
Δημήτρης Μπάμπας
Mystic River (ε.τ. Σκοτεινό ποτάμι) (2003)
Σκηνοθεσία: Clint Eastwood.
Σενάριο: Dennis Lehane, Brian Helgeland.
Φωτογραφία: Tom Stern.
Ηθοποιοί: Sean Penn, Tim Robbins, Kevin Bacon, Laura Linney, Laurence Fishburne, Marcia Gay Harden, Cayden Boyd.
Διάρκεια: 137’