του Terrence Malick
(οι δηλώσεις των συντελεστών)
Sarah Green, παραγωγός
Είναι μια μαρτυρία της Ιστορίας που μας διαμόρφωσε ως Αμερικάνους, των αδυναμιών, των προτερημάτων, των αρετών και της σταδιακής συνειδητοποίησής μας, κεντημένα μαζί με το πιο απλό από όλα τα χαρακτηριστικά μας, αυτό που μας κάνει ανθρώπινα πλάσματα: την αγάπη. Είναι μια ιστορία κατά την οποία οι άνθρωποι προδίδουν ο ένας τον άλλον, δοκιμάζουν να επανορθώσουν, προδίδουν ξανά ο ένας τον άλλο, και τελικά μαθαίνουν ότι υπάρχουν πολλές αλήθειες και ο καθένας μπορεί να ζήσει μόνο τη δική του. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Κάθε ήρωας είναι συμπαθής, κάποιοι περισσότερο από τους άλλους, και κάθε ήρωας έχει ελαττώματα, και πάλι, κάποιοι περισσότερο από τους άλλους.
Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη το 1607. Είμαστε αναγκασμένοι να αρκεστούμε στα γραπτά των λιγοστών αυτόπτων μαρτύρων, τα περισσότερα εκ των οποίων όμως είτε αντιφάσκουν μεταξύ τους, είτε είναι γραμμένα από τον ίδιο τον Σμιθ. Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να πάρουμε το μύθο του Τζον Σμιθ και της Ποκαχόντας και να τον θέσουμε στην υπηρεσία του οράματος του Τέρι (Terrence Malick) για διαφορετικούς πολιτισμούς που ενώνονται και βρίσκουν δρόμους να εξελιχθούν παράλληλα, και για τις μοιραίες συνέπειες των παρεξηγήσεων.
Έχουμε φυσικά εκμεταλλευτεί και το προνόμιο της ποιητικής αδείας. Όπως όλα τα Ιστορικά δράματα από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων τραγωδών, η ταινία The New World χρησιμοποιεί πραγματικά γεγονότα – ή όσα γνωρίζουμε γι΄αυτά- ως αφετηρία. Η κουλτούρα των ιθαγενών, για παράδειγμα, εξιδανικεύεται σε μεγάλο βαθμό από τον Σμιθ στην αφήγησή του στη ταινία, όπως ακριβώς συμβαίνει τόσο στα γραπτά του πραγματικού Τζον Σμιθ, όσο και σε εκείνα των Τζέιμς Μπάρλοου, Ρόμπερτ Μπέβερλι και άλλων. Αργότερα, αυτή η άποψη προσγειώνεται απότομα στην πραγματικότητα όταν η ιστορία αλλάζει από ειρηνική συνύπαρξη σε αμετάκλητο πόλεμο. Η εξέλιξη συγκεκριμένων γεγονότων έχει συμπυκνωθεί, ενώ οι λεπτομέρειες της ζωής και η μοίρα κάποιων πραγματικών χαρακτήρων έχουν αλλάξει ώστε να υποστηρίξουν τη ροή της ιστορίας. Η ταινία μας αποτελεί μια δραματική ερμηνεία των γεγονότων και όχι ένα ντοκιμαντέρ.
Jack Fisk, σκηνογράφος
Ο Τέρι (Terrence Malick) είναι ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που δεν κοιτά τα προσχέδια. Απλά μας προειδοποιεί: ‘Οτιδήποτε κι αν χτίσετε, εμείς θα εισβάλουμε σαν το συνεργείο ενός ντοκιμαντέρ για να το κινηματογραφήσουμε’. Δεν του αρέσει να γυρίζει μπροστά από ένα μόνο κομμάτι ή έναν τοίχο του σκηνικού, προς μια μόνο κατεύθυνση. Όσο πιο ολοκληρωμένο είναι ένα σκηνικό, τόσο πιο χρήσιμο του γίνεται. Και αφού δεν συνηθίζει να φωτίζει με τεχνικό τρόπο τις σκηνές του, προσαρμόζει τη σκηνοθεσία του στο φως του ήλιου. Έτσι κρίθηκε αναγκαίο να δημιουργήσουμε ένα σκηνικό μέσα στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί όσο και προς όποια κατεύθυνση επιθυμούσε. Του Τέρι του αρέσουν τα αληθινά πράγματα, και ήταν διασκεδαστική η προσπάθεια κατασκευής ‘αληθινών’ σκηνικών.
Αισθάνθηκα λίγο αμήχανα στη προσπάθεια μου να αναπαραστήσω μια ινδιάνικη κουλτούρα, ένα κομμάτι της οποίας εξαλείφθηκε. Οι Ινδιάνοι καταστράφηκαν από την απληστία των αποίκων για περισσότερη γη. Μόλις ανακάλυψαν το ταμπάκο –που για τους ιθαγενείς αποτελούσε ιερό φυτό, απαραίτητο μόνο για τελετουργικούς σκοπούς- και συνειδητοποίησαν πως μπορούσαν να το πουλήσουν, οι άποικοι καταβρόχθισαν κάθε χιλιοστό γόνιμης γης στη Βιρτζίνια, αναγκάζοντας τους Ινδιάνους να μετακομίσουν σε περιοχές όπως το Οχάιο και η Οκλαχόμα. Δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τους Άγγλους, ούτε σε πολεμοφόδια, ούτε, τελικά, και σε πληθυσμό. Είναι θλιβερό το γεγονός ότι επειδή δεν υπήρχε ένας γραπτός λόγος για να καταθέσουν την Ιστορία τους, μπορούμε να ιχνηλατήσουμε την κουλτούρα τους μόνο στα απομεινάρια της και μέσω της αρχαιολογίας. Η δουλειά μας είναι βασισμένη κατά ένα μέρος σε αποδείξεις και κατά ένα άλλο στη φαντασία, αλλά ελπίζω η αίσθηση που αφήνει να είναι αντιπροσωπευτική ενός σπουδαίου πολιτισμού.
(Πηγή: σημειώσεις για την παραγωγή)