(σχόλιο για την ταινία Marie Antoinette της Sofia Copolla)
marie2.jpg
Σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας η νεαρή ηρωίδα συναντάται με την μητέρα της την αυτοκράτειρα Μαρία Τερέζα. Είναι μια σημαντική στιγμή για τη ζωή της καθώς της ανακοινώνεται ο επικείμενος γάμος της με το διάδοχο του θρόνου της Γαλλίας. Σ’ αυτή τη σκηνή η σκηνοθέτις τοποθετεί την ηρωίδα και τους συνομιλητές της στο κέντρο ενός τεράστιου δωματίου, διακοσμημένου μ’ ένα τρόπο τυπικό της εποχής αλλά αναμφίβολα εντυπωσιακό στο βλέμμα του σημερινού θεατή. Η προσοχή του θεατή δεν κατευθύνεται στην ανακοίνωση τη σχετική με το μέλλον της ηρωίδας αλλά στη θέση της μέσα σ’ αυτό το ντεκόρ, στην πίεση που αυτό ασκεί στη νεαρή κοπέλα, στην επιβολή του πάνω στο συναισθηματικό της κόσμο.
Όλες οι μέχρι τώρα ταινίες της Sofia Copolla (Αυτόχειρες Παρθένοι, Χαμένοι στην μετάφραση) επικεντρώνονται ακριβώς σε τέτοιες στιγμές: στο πως νεαρές κοπέλες υπό την πίεση ενός εχθρικού ή αδιάφορου περιβάλλοντος, λίγο πριν ή λίγο μετά την είσοδο τους στην ενήλικη ζωή, αγωνίζονται να διαμορφώσουν μια ταυτότητα. Επιπλέον εστιάζει στο γεμάτο εντάσεις διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσα στις νεαρές ηρωίδες και το περιβάλλον τους, στις αγωνίες ή τις αμηχανίες τους. Όπως όλες οι άλλες ηρωίδες έτσι και η Μαρία Αντουανέτα, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από τις άλλες, βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής όλων και αισθάνεται πέρα από την πίεση των βλεμμάτων και το βάρος του ρόλου που καλείται να υποδυθεί. Και σ’ αυτό το γυναικείο πορτραίτο της Copolla το κεντρικό πρόσωπο, δέσμιο του βλέμματος των άλλων, αναζητά, συχνά αδέξια, μια νέα ισορροπία, την ισορροπία της ενήλικης ζωής.
marie1.jpgΌπως συνέβαινε και στο Χαμένοι στη μετάφραση και εδώ υπάρχει μια δυναμική σχέση ανάμεσα σ’ αυτή τη νεαρή κοπέλα και το ντεκόρ, είτε αυτό είναι εξωτερικό (το ανάκτορο των Βερσαλλιών) είτε εσωτερικό (οι εντυπωσιακές μπαρόκ διακοσμήσεις). Παράλληλα συχνά επισημαίνεται με εμφατικό τρόπο και η ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στην ηρωίδα και σ’ ότι συνιστά την επικάλυψη της προσωπικότητας (το ντύσιμο, τις περίτεχνες κομμώσεις, το μακιγιάζ). Διακρίνουμε ένα θαυμαστικό τόνο τόσο στον τρόπο που κινηματογραφούνται οι εσωτερικοί ή εξωτερικοί χώροι όσο και στον τρόπο που καταγράφεται αυτή εμμονή στην επικάλυψη: είναι η οπτική της ηρωίδας όταν κοιτάζει το περιβάλλον της.
Και είναι αυτή η εμμονή στην επικάλυψη και τη διακόσμηση που κάνει την ηρωίδα ανάλογη ενός σύγχρονου ποπ ειδώλου. Ο θαυμαστικός τόνος, η εμμονή στην ενδυμασία, η μπαρόκ διακόσμηση του χώρου και η επικάλυψη του προσώπου με ψιμύθια, χρώματα και αντικείμενα είναι και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποπ κουλτούρας του τέλους του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η Μαρία Αντουανέτα δεν είναι ένα πρόσωπο που κατάγεται από τον 18ο αιώνα, αλλά μάλλον ένα πρόσωπο που ζει στον 20ο και 21ο -και η ταινία θα μπορούσε θεωρηθεί ότι αφηγείται την άνοδο και την πτώση ενός ποπ ειδώλου.
Όπως είναι μάλλον προφανές αυτή η εμμονή με την εικόνα και την αυλική εθιμοτυπία -δηλαδή τον τελετουργικό τρόπο βίωσης της καθημερινότητας- συνιστά μια ιδιότυπη φυλακή: τα συναισθήματα και οι σχέσεις χάνονται μέσα σ’ αυτή την πληθώρα χρωμάτων, σχημάτων και αντικειμένων, μέσα στην εμμονή για την τελετουργία. Εδώ η γυναίκα υπάρχει μόνο ως θέαμα, ως ένα στοιχείο του ντεκόρ. Αφόρητα αυτό-αναφορικός αυτός ο χώρος είναι τόσο περίκλειστος που καμιά βοή από την επικείμενη καταιγίδα δεν ακούγεται, ελάχιστοι είναι απόηχοι των κοινωνικών αναταράξεων που κατορθώνουν να διαπερνούν τους προστατευτικούς τοίχους.
Ένα από τα σταθερά και συχνά επαναλαμβανόμενα οπτικά μοτίβα της ταινίας είναι η ηρωίδα μέσα στο ντεκόρ και οι αναλογίες ανάμεσα στη σωματική φιγούρα της και στο περιβάλλοντα χώρο: εδώ το ανθρώπινο πρόσωπο χάνει την υπόσταση του, γίνεται απλώς μια λεπτομέρεια στη συνολική εικόνα. Μέσα στο χώρο της αυτοκρατορικής αυλής αυτό που περισσεύει είναι η προσποίηση και το κατασκευασμένο και αυτό που απουσιάζει είναι η προσωπική ζωή. Είναι ακριβώς αυτό το συναισθηματικής τάξης έλλειμμα που ωθεί την ηρωίδα σ’ ένα παροξυσμό κατανάλωσης, στην ενδυματολογική, γαστρονομική, στιλιστική υπερβολή.
Μπροστά στην κενότητα αυτού του ύφους ζωής, η Μαρία Αντουανέτα σιγά-σιγά οδηγείται στην αναζήτηση κάποιας απλότητας, στην αναζήτηση της φυσικής ζωή και στην απελευθέρωση από αυτό το βάρος των διακοσμητικών στοιχείων που την παραμορφώνουν(είναι οι σκηνές μετά την γέννηση του γιου της). Επιχειρεί να ανοίξει χαραμάδες, να προκαλέσει ρήγματα στην αυστηρότητα και στην περικύκλωση. Λιγότερο μια ταινία πορτραίτο μιας ιστορικής προσωπικότητας, η Marie Antoinette της Sofia Copolla είναι ένα σχόλιο για τις αδιέξοδες εμμονές της ποπ κουλτούρας. Με φόντο τις υπερβολές μιας ποπ (ή μπαρόκ) κουλτούρας περιγράφει τις αγωνίες μιας γυναίκας που σταδιακά οδηγείται στην απελευθέρωση απ’ όλες τις επικαλύψεις που της επιβάλλονται.
Καθώς η Μαρία Αντουανέτα αποχωρεί από το παλάτι, δέσμια πλέον των επαναστατών, καθώς αποχαιρετά τον παλιό κόσμο, διακρίνουμε μια ηρεμία και γαλήνη στο πρόσωπο της. Το τελευταίο πλάνο παρουσιάζει το εσωτερικό ενός αυτοκρατορικού δωματίου, με την διακόσμηση ολοκληρωτικά κατεστραμμένη. Η επανάσταση και η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης έχει μόλις συμβεί.

Δημήτρης Μπάμπας

Marie Antoinette (ε.τ. Μαρία Αντουανέτα) 2006
Σκηνοθεσία, σενάριο: Sofia Coppola
Ηθοποιοί: Kirsten Dunst, Jason Schwartzman, Molly Shannon, Rip Torn, Steve Coogan, Marianne Faithfull, Clara Brajman
Διάρκεια: 123’

(δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αντί)