του Oliver Stone
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
world2.jpg
Ήταν αναζωογονητικό να επιστρέψω στη Νέα Υόρκη και να συνεργαστώ με αστυνομικούς και πυροσβέστες, με εργαζόμενους και εργαζόμενες. (σ.τ.μ. ο Oliver Stone γύρισε στην Νέα Υόρκη το 1987 την ταινία Wall Street και το 1991 την ταινία The Doors). Το να αντιμετωπίσω το συμβάν της 11ης Σεπτεμβρίου μ’ ένα τρόπο βαθιά προσωπικό, ακριβή και αυστηρό ήταν για μένα μια πρόκληση. Προσπαθήσαμε να κάνουμε την ταινία όσο το δυνατό περισσότερο ρεαλιστική.
Αφηγείται την ιστορία δύο ανδρών που είναι θαμμένοι κάτω από τους πύργους για ένα 24ώρο. Τι κάνει ένα άνθρωπο να επιβιώνει; Τι είναι αυτό που τον κάνει να επιβιώνει αυτών των φρικαλέων καταστάσεων; Πιθανόν να είχαν πεθάνει αν δεν μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους ή να βιώνουν την ανάμνηση των οικογενειών τους. Στο τέλος πιστεύω ότι επιβίωσαν λόγω αυτών των βαθιά προσωπικών και πνευματικών αιτιών.
Αν και ίσως οι πολιτικές μου απόψεις διαφέρουν μ’ αυτές του John και του Will (σ.τ.μ. ο John Mc Loughlin και Will Jimeno είναι οι αληθινοί πρωταγωνιστές του πραγματικού συμβάντος που αφηγείται η ταινία) αυτό δεν έχει σημασία: τα βρήκαμε, τα πήγαμε μια χαρά . Μπορώ να κάνω μια ταινία γι’ αυτούς και για τις εμπειρίες τους επειδή μπορώ και κατανοώ αυτό που πέρασαν. Η πολιτική δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό. Η ταινία αφορά το κουράγιο, το θάρρος και την επιβίωση.
world1.jpgΔύο άνδρες σε μια τρύπα στις πιο σκοτεινές ώρες της ζωής τους, γνωρίζοντας ελάχιστα ο ένας τον άλλο δένονται μέσα από την κόλαση που βιώνουν. Σε μια εποχή που σχεδόν έχουμε χάσει πίστη μας στον άνθρωπο, αυτοί μας βοηθούν να την βρούμε πάλι.
Συμφώνησα με τον Seamus McGarvey (σ.τ.μ. ο διευθυντής φωτογραφίας) να αντιμετωπίσουμε την ταινία πιο συντηρητικά (σε σχέση με το παρελθόν): να έχει η ταινία μια απλότητα ειδικά τις στιγμές που οι δύο άνδρες είναι χωμένοι μέσα στη τρύπα και να επικεντρωθούμε στο φωτισμό. Θέλαμε να διατηρήσουμε μια ισορροπία απεικονίζοντας με ρεαλιστικό τρόπο τις σκιές και παρόλα αυτά να μπορούμε να κοιτάζουμε μέσα στα μάτια τους. Έξω από την τρύπα στην οποία είναι αυτοί οι θαμμένοι βλέπουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, φως στην ιστορία των συζύγων τους και των πεζοναυτών: για να ανακουφίσουμε έτσι τον θεατή από το σκοτάδι. Στο τέλος παίξαμε με το φως και το σκοτάδι, με τις παραλλαγές τους, αναζητώντας τρόπους να αντιστρέψουμε τη συνήθη λειτουργία και των δύο.

(από τις σημειώσεις για την παραγωγή της ταινίας)