του Duncan Jones
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Ήμουν πάντα φαν των ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Στο δικό μου μυαλό, η χρυσή εποχή της επιστημονικής φαντασίας ήταν η δεκαετία του ’70 και οι αρχές του ’80, όταν έργα όπως το «Silent Running», το «Alien», το «Blade Runner» και το «Outland» διηγούνταν ανθρώπινες ιστορίες σε φουτουριστικά περιβάλλοντα. Ήθελα πάντα να φτιάξω ένα έργο που θα μπορούσε να αποτελεί μέρος αυτής της λογικής.
Υπάρχουν αναμφίβολα πολύ λιγότερα φιλμ επιστημονικής φαντασίας αυτού του είδους σήμερα. Δε ξέρω γιατί. Έχω ωστόσο μια θεωρία: νομίζω ότι την τελευταία εικοσαετία οι δημιουργοί έχουν επιτρέψει στους εαυτούς τους να ντρέπονται κατά κάποιον τρόπο για τη φιλοσοφική πλευρά της επιστημονικής φαντασίας. Είναι ανεκτό να ενθουσιαζόμαστε με τα εντυπωσιακά τεχνικά εφέ και να κοιτάμε με ανοιχτό το στόμα τους πρωτόγνωρους ορίζοντες που ξανοίγονται, αλλά δεν πρέπει να το παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι η επιστημονική φαντασία πρέπει να είναι κάτι το επιπόλαιο, κάτι που αφορά μόνο ελαφρόμυαλους εφήβους. Μας έχουν πει ότι τα παλιά φιλμ, τα «Outland» και τα «Blade Runner» ήταν πολύ καταθλιπτικά, πολύ κλαψιάρικα. Νομίζω πως αυτό είναι γελοίο. Οι άνθρωποι που εκτιμούν το είδος της επιστημονικής φαντασίας θέλουν το καλύτερο για τον κόσμο, αλλά αντιλαμβάνονται ότι μαθαίνεις πολλά εξερευνώντας και τις περισσότερο δυσοίωνες εκδοχές γι’ αυτόν. Γι’ αυτό ακριβώς το «Blade Runner» ήταν τόσο ιδιοφυές. Χρησιμοποίησε το μέλλον για να μας κάνει να κοιτάξουμε τις βασικές ανθρώπινες αξίες με μια φρέσκια ματιά.
Κατανόηση. Ανθρωπιά. Πως ορίζει κανείς αυτά τα πράγματα; Ήθελα να καταπιαστώ μ’ αυτά τα ερωτήματα. Πριν μερικά χρόνια διάβασα το βιβλίο «Entering Space» του φημισμένου μηχανικού διαστήματος Robert Zubrin. Ο Zubrin τεκμηρίωνε με απόλυτα επιστημονικό και πειστικό τρόπο το γιατί και με ποιόν τρόπο θα πρέπει η ανθρωπότητα να δημιουργήσει αποικίες στο ηλιακό μας σύστημα. Ήταν κάτι σαν οδηγός για αρχάριους εξερευνητές του διαστήματος, και λάμβανε υπόψη και τις δημοσιονομικές προεκτάσεις που θα έκαναν την εποίκηση του διαστήματος ελκυστικότερη για την καταναλωτική μας κοινωνία. Ένα από τα πρώτα βήματα που πρότεινε ήταν να εγκαταστήσουμε μια εξορυκτική εγκατάσταση για παραγωγή Ηλίου-3 στο φεγγάρι, ώστε να εξασφαλίσουμε καύσιμο για γεννήτριες που θα λειτουργούν με σύντηξη.
Το βιβλίο μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι ότι αυτό το πρώτο βήμα για την εποίκηση του διαστήματος, ένα βήμα που θα γινόταν περισσότερο για κέρδος παρά για καθαρά επιστημονικούς σκοπούς, ήταν μια συναρπαστική σύγκρουση συμφερόντων. Οι επιχειρήσεις από τη φύση τους θα επεδίωκαν να εξαγάγουν με κάθε τρόπο τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα πρώτων υλών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Έτσι γίνεται η σωστή δουλειά. Αλλά χωρίς ντόπιους ανθρώπους, χωρίς οργανισμούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή κάποιον ανώτερο για να επιβλέπει τα όσα γίνονται, τί θα προσπαθούσαν άραγε να κάνουν οι εταιρείες; Ακόμα και η πιο καλοήθης, η πιο «οικολογική» εταιρεία, τί θα ήταν διατεθειμένη να κάνει, χωρίς έλεγχο; Πως θα χρησιμοποιούσαν έναν μοναχικό εργάτη που δουλεύει σε μια βάση στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης;
Αυτές είναι κάποιες από τις βασικές ιδέες που διαμόρφωσαν το πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας στο οποίο διαδραματίζεται το «Moon», όμως αυτές ίσως συσκοτίζουν την ουσία της ταινίας: το ανθρώπινο στοιχείο της. Το «Moon» είναι ένα έργο για την αποξένωση. Για το πώς δίνουμε ανθρώπινη υπόσταση στην τεχνολογία, για το πώς η παράνοια χτυπά έναν άνθρωπο όταν ζει και βιώνει σχέσεις εξ αποστάσεως. Και για το πώς μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας. Είναι ίσως πολλά για να χωρέσουν σε μια μικρή ανεξάρτητη παραγωγή, αλλά αυτό ενδεχομένως ήταν και το καλύτερο πεδίο για να το δοκιμάσω. Άλλωστε δεν είναι και τίποτα παραπάνω από «επιστημονική φαντασία».
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)