(σχόλια για το Whatever Works του Woody Allen)
της Καλλιόπης Πουτούρογλου
[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]
O Κούντερα έχει πει ότι δε γελάμε όταν κάποιος γελοιοποιείται ή ταπεινώνεται, αλλά όταν τα πράγματα χάνουν τη φανερή σημασία τους και οι άνθρωποι αποκαλύπτονται διαφορετικοί από ό,τι οι ίδιοι νομίζουν ότι είναι. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο λόγος που το κωμικό στοιχείο στο Whatever Works, την τελευταία ταινία του Woody Allen, πέρα από τις γνωστές ατάκες, τον αυτοσαρκασμό και τα αστεία ανεκδοτολογικού χαρακτήρα δρα τόσο λυτρωτικά. Για τον ίδιο το σκηνοθέτη εξάλλου το κωμικό στοιχείο λειτουργούσε πάντα θεραπευτικά. Δεν είναι παρά μια στρατηγική αντιμετώπισης της τραγικής πλευράς της ζωής. Η μόνιμη αγωνία του ήρωα του να διαχειριστεί το συμπαντικό και συναισθηματικό χάος και η αμηχανία του απέναντι στις απροσδόκητες τροπές της ζωής τον οδηγούν στη γνωστή νευρωτική, σχεδόν αυτοκαταστροφική στάση για την οποία αυτοσαρκάζεται ανελέητα. Και αν η αίσθηση μιας μελαγχολικής ανασφάλειας ήταν συχνά το καταστάλαγμα των πρoηγούμενων ταινιών του, ο τελικός απολογισμός στο Whatever Works είναι κάτι παραπάνω από αισιόδοξος.
Επιστροφή στο Manhattan
Ύστερα από μία πενταετή περιπλάνηση στην Ευρώπη ο Woody Allen επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για να μας διηγηθεί μια ιστορία που φαντάζει να βγαίνει, όχι μόνο μέσα από τα συρτάρια του αλλά κι από ένα βιβλίο παραμυθιών. Βασισμένη σε ένα παλιό σενάριο που ο Allen είχε γράψει για τον ηθοποιό Zero Mostel και το οποίο δεν προχώρησε ποτέ λόγω του ξαφνικού θανάτου του ηθοποιού το 1977, η ταινία φαίνεται να κρατάει κάτι από το ύφος εκείνης της εποχής, εξελίσσεται όμως σε μια σύνθεση ευφυέστερη και ωριμότερη. Οι χαρακτήρες της, όπως πάντα δημιουργήματα της φαντασίας του σκηνοθέτη, είναι αυτή τη φορά τόσο υπερβολικοί και εμφανώς πλαστοί που θυμίζουν καρτούν. Ειδικά ο κεντρικός ήρωας γύρω από τον οποίο κινείται η ταινία είναι ο πιο ακραίος χαρακτήρας του Woody Allen. Ο Boris Jellnikoff, αν και εμφανίζεται ως το alter ego του δημιουργού του και θυμίζει έντονα τον κεντρικό ήρωα του Manhattan ή του Deconstructing Harry υπερβαίνει κατά πολύ οποιαδήποτε γνωστή persona στην οποία μας είχε συνηθίσει ο σκηνοθέτης στη σαραντάχρονη διαδρομή του. Κι αυτό οφείλεται όχι μόνο στην πρόθεση του τελευταίου, όταν τριάντα χρόνια πριν έπλαθε αυτό τον ήρωα, «να δημιουργήσει έναν αστείο χαρακτήρα που θα συνιστούσε την πεμπτουσία του μισανθρωπισμού», -μάλιστα η ταινία θα ονομαζόταν «The Worst Man in the World»- αλλά κυρίως στη φυσική παρουσία και το ύφος του ηθοποιού που ενσαρκώνει εδώ τον ήρωα του, του Larry David, κωμικού με μακρά θητεία στη stand-up comedy και πρωταγωνιστή της δημοφιλούς αμερικάνικης τηλεοπτικής σειράς «Curb your Enthusiasm».
Διάλογος με το παρελθόν
Ο λόγος ήταν πάντα το βασικό εργαλείο στις ταινίες του Woody Allen. Διάλογοι ή μονόλογοι λειτουργούσαν ως σχόλια ή ερμηνείες συμπεριφορών και καταστάσεων. Στην περίπτωση αυτή το παλιό σενάριο εμπλουτίζεται με κάποια σύγχρονα αναφορικά σημεία αλλά κυρίως με το απόσταγμα μιας μακρόχρονης κινηματογραφικής πορείας. Έτσι στο Whatever Works ο Allen βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με όλο το κινηματογραφικό του έργο αλλά και με κάποιους που τον επηρέασαν στη διαμόρφωση του σκηνοθετικού και φιλοσοφικού του ύφους. Από τον Groucho Marx, πρώτο στη λίστα των αγαπημένων του ήδη από το Manhattan, στον παλιό χολλυγουντιανό κινηματογράφο κι από την «Heart of Darkness (Καρδιά του σκότους)» του Joseph Konrad στην κβαντομηχανική και την αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg, ο Αllen κάνει κι εδώ στην ουσία αυτό που έκανε πάντα: μπροστά στο φόβο του τέλους, της καταστροφής και του θανάτου δημιουργεί με τη γραφή ένα δικό του σύμπαν. Μόνο που στο Whatever Works η κατάφαση στη ζωή είναι πολύ εντονότερη, ενώ η αποδοχή των ορίων, των προσωπικών και του άλλου δεν αποτελεί συγκαταβατικό συμβιβασμό αλλά αποτέλεσμα ώριμης και ρεαλιστικής εκτίμησης των πραγμάτων.
Μπροστά σε ένα αθέατο κοινό
Σε έναν παραληρηματικό και ναρκισσιστικό μονόλογο, με τον οποίο αυτοβιογραφείται, ο κεντρικός ήρωας αποκαλύπτει από την αρχή με ένα ιδιαίτερα καυστικό χιούμορ όχι μόνο την κοσμοθεωρία του-που λακωνικά συμπυκνώνεται στον τίτλο της ταινίας- αλλά και τις προθέσεις του ως μυθοπλαστικός χαρακτήρας. Σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο, (1) μιλάει απευθείας στο κοινό και υιοθετώντας τεχνικές της stand up comedy εκθέτει όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του: μισανθρωπισμός, μηδενισμός, μεγαλομανία αλλά και μια ευφυής ρητορική ικανότητα ηθικολογίας που αρέσκεται στον εμπαιγμό και την προσβολή του ακροατηρίου του, υπαρκτού ή φανταστικού. Ο λόγος του, χειμαρρώδης δε γνωρίζει ηθικoύς ή γλωσσικούς φραγμούς. Ο στρυφνός και δύσθυμος Boris, που δυσανασχετεί με τα πάντα και τελικά με την ίδια τη ζωή, θα μπορούσε να είναι ένας ακόμα ανασφαλής γουντιαλλενικός ήρωας, που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου. Φαίνεται όμως ότι εδώ πρόκειται για την καρικατούρα ενός νιτσεϊκού υπεράνθρωπου (δεν είναι η τυχαία η συχνή αναφορά στον θρυλικό Kurtz του «Heart of Darkness») που ζώντας ως σύγχρονος Κυνικός, ξεστομίζει αλήθειες απαλλαγμένος από οποιαδήποτε επιθυμία να είναι αρεστός. Σ αυτό συμβάλλει η υποκριτική δύναμη του Larry David, που με το σαρδόνιο χαμόγελο, τη συγκαταβατική κίνηση του κεφαλιού και των χεριών, το γεμάτο εμπάθεια ειρωνικό βλέμμα, δίνει αυτή τη διάσταση της πλαστής ανωτερότητας. Ο τελικός χαρακτήρας όμως, έτσι όπως εξελίσσεται μέσα από την ταινία δεν είναι παρά ένα υβρίδιο αυτών των δύο κωμικών τύπων.
Παλιές εμμονές…
Αυτό όμως που απογειώνει το Whatever Works είναι οι γυναικείοι χαρακτήρες του, οι οποίοι δίνουν μια νέα δυναμική στην ταινία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μη ρεαλιστικές απεικονίσεις που χρησιμοποιούνται έντεχνα από το σκηνοθέτη ως μέσο για να αφοπλίσει τον κεντρικό χαρακτήρα του και να μιλήσει με έναν ανάλαφρο τρόπο για θέματα που επανέρχονται στις ταινίες του: την αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας και το ρόλο της τύχης. Παράλληλα εισάγουν ως αγαπημένο σκηνικό δράσης την πόλη της Νέας Υόρκης, που χωρίς να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο δε χάνει τη μαγική της διάσταση. Έτσι στον κλειστό και εμμονικό κόσμο του εξηντάχρονου ερημίτη εισβάλλει αρχικά η εικοσάχρονη Melodie, μια γοητευτική και χαρούμενη ύπαρξη από τον “υπανάπτυκτο νότο”. «Ηλίθια πέρα από κάθε λογική» κατά τον ειδήμονα πρώην καθηγητή φυσικής, απίστευτα όμως δεκτική και ευγνώμων , συνεχίζει την παράδοση των νεαρών ηρωίδων του Allen, οι οποίες ερωτεύονται ώριμους διανοούμενους, γοητευμένες από το μυαλό και την εμπειρία τους. Μόνο που εδώ οι διαφορές είναι τόσο έντονες που αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκου. Δύο πλάσματα διαμετρικά αντίθετα και με τεράστια διαφορά ηλικίας, «φυγάδες μέσα στο απέραντο, αδιάφορο και βίαιο σύμπαν» διασταυρώνονται για να ενώσουν κατά παράδοξο τρόπο τις μοίρες τους. Μία λύση που θα μπορούσε να αποτελεί την ψευδαισθητική αναζήτηση νοήματος στο μηδενιστικό κόσμο του ήρωα,(κατά το πρότυπο παλιότερων ταινιών του Allen), λειτουργεί εδώ περισσότερο σαν τρόπος καταστολής των κρίσεων πανικού του. Αλλά και σαν βάλσαμο στην ουσιαστικά μοναχική ζωή του. Χωρίς ίχνος μεταφυσικής εξιδανίκευσης: whatever works.
Και νέες ιδέες
Η είσοδος της Margaret, μητέρας της νεαρής ηρωίδας, ενισχύει εκτός από τη θεατρικότητα και το καυστικό και πικρόχολο χιούμορ της ταινίας που αυτή τη φορά στρέφεται κατά της συντηρητικής επαρχιακής Αμερικής και της προτεσταντικής ηθικής της. Η ξαφνική μεταμόρφωση της μητέρας, αποτελεί μια ακραία εκδοχή απελευθέρωσης της επιθυμίας και τροφή για το χειμαρρώδες και δηκτικό χιούμορ του κεντρικού ήρωα. Στο παραπάνω σκηνικό δράσης έρχεται να ενταχθεί το τρίτο πρόσωπο της οικογένειας από το θρησκόληπτο Νότο, ο πατέρας, για να επαναπροσδιορίσει όμως κι αυτός τις ανάγκες του με σχετική ευκολία, όπως ακριβώς και η πρώην σύζυγός του. Από τις στερεοτυπικές αυτές φιγούρες και τις ξαφνικές τους μεταμορφώσεις πηγάζει το μεγαλύτερο μέρος του κωμικού στοιχείου της ταινίας. Και καθώς και οι δύο τους φαίνονται να αποδέχονται το νέο τους εαυτό με απόλυτη φυσικότητα, απορρίπτοντας τους κώδικες μιας κανονιστικής ηθικής και τους ιδεολογικούς καταναγκασμούς του παρελθόντος, συγκλίνουν τελικά στο αρχικό μότο : «ό,τι λειτουργεί για τον καθένα, αρκεί να μην πληγώνεται κανείς».
Μια συνταγή της ευτυχίας ;
Το τέλος του παραμυθιού βρίσκει τους ήρωες, απογυμνωμένους από την αρχική τους μεταμφίεση να έχουν βρει τελικά το ταίρι τους, αφού έχουν διανύσει μια διαδρομή αναθεωρήσεων μέσα από κωμικές ανατροπές και διαψεύσεις. Σε μια από τις πιο εξωστρεφείς σκηνές του ο Allen, πιο πραγματιστής και αισιόδοξος από ποτέ καταλήγει στο αιώνιο θέμα των σχέσεων και στον παντοδύναμο ρόλο της Τύχης: Μπορεί οι πιθανότητες να βρεθεί το άλλο μισό να είναι τόσο πολλές όσο μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας με αίσιο τέλος ή μια συνεύρεση ουρανοκατέβατη. Υπάρχει όμως και κάτι τόσο προφανές κι αληθινό, που ο σκηνοθέτης επιμένει να υπενθυμίζει στο κοινό του από την αρχή της ταινίας. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την απελευθερωμένη από συμβάσεις αποδοχή και αξιοποίηση των εκάστοτε εφικτών, έστω και προσωρινών προσφορών της ζωής.
1 Όπως έκανε το 1977 ο Woody Allen στην ταινία του “Annie Hall”.