Μέσα από τις εικόνες της ταινίας Jennifer 8 (εξορισμένης στις μεταμεσονύχτιες τηλεοπτικές προβολές και τα ράφια των βίντεο κλαμπ), διαγράφεται το μεγάλο ερώτημα των ελασσόνων σκηνοθετών του Χόλλυγούντ των δεκαετιών ’40-’50. Πως θα υπερβούν τα σχηματικά σενάρια και την προβλέψιμη πλοκή ταινιών που αργότερα καταγράφηκαν ως b-movies;
Το ίδιο ερώτημα μοιάζει να αντιμετωπίζει και ο Bruce Robinson, αφού το υλικό που διαθέτει για το στήσιμο της ταινίας μοιάζει κοινότυπο και ήδη ιδωμένο. Ένα υλικό, το οποίου βασικές συνισταμένες μπορούμε να τις βρούμε σε μια σειρά από ταινίες που γυρίζονται τον τελευταίο καιρό στο Χόλλυγουντ. Ο απογοητευμένος αστυνομικός το περιβάλλον της επαρχιακής πόλης, η ψυχοπαθολογία του κακού, η αντρική φιλία είναι θεματικά μοτίβα που συναντάμε αρκετά συχνά στα φιλμ που έχουν καταγραφεί από το μάρκετινγκ σαν θρίλερ.
Είναι η οπτική του σκηνοθέτη πάνω στο ήδη χρησιμοποιούμενο υλικό, που προσφέρει σε μια σειρά κοινότυπες εικόνες την ευκαιρία για ένα νέο δημιουργικό κύκλο. Η ταινία υποβάλλει, από τα πρώτα λεπτά στον θεατή της, τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της στην οποία κυριαρχεί το υγρό στοιχείο. Είναι η ασταμάτητη βροχή που μεταφέρει στον θεατή την αίσθηση μιας συνεχούς ενόχλησης και άγχους, αισθήματα από τα οποία κυριαρχείται σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και ο κεντρικός της ήρωας.
Ο σκηνοθέτης αποποιείται τη δυνατότητα, που του προσφέρεται από το σενάριο για μια μελοδραματική τροπή στην αφήγηση της ταινίας. Έχοντας σαν κεντρικό χαρακτήρα μια τυφλή κοπέλα (Uma Thurman), η αφήγηση θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να διολισθήσει σε ένα λόγο μελοδραματικό και σε μια πλοκή προσανατολισμένη στο να εκμαιεύσει την εύκολη συγκίνηση. Αντίθετα από αυτά, αξιοποιείται η κεντρική ηρωίδα για να σηματοδοτήσει το κεντρικό δίπολο της ταινίας ανάμεσα στο αστυνομικό και την τυφλή κοπέλα, το δίπολο Άντρας- Γυναίκα.
Ένα δίπολο αρκετά ιδιόμορφο, αφού ο ένας πόλος χρησιμοποιείται για να ορίσει ένα κόσμο που βρίσκεται σε διαρκή αποκλεισμό. Είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση του αποκλεισμού και της αδυναμίας επικοινωνίας από την οποία κυριαρχείται και ο κουρασμένος αστυνομικός (στο ρόλο Andy García), που μεταφέρεται, μέσω της τυφλής κοπέλας στον θεατή.
Στην καλύτερη σκηνή της ταινίας έχουμε, με τον καθαρότερο ίσως τρόπο, μια εικόνα για τις σημασίες και το βάρος που έχει ο χαρακτήρας της τυφλής κοπέλας μέσα στην αφήγηση: Η ηρωίδα βρίσκεται σε ένα πάρτι, όταν χάνει ξαφνικά μέσα στην πολυκοσμία τον προσανατολισμό της και προσπαθεί να κινηθεί χωρίς καμιά βοήθεια μέσα σε ένα περιβάλλον απόλυτα αδιάφορο για την κατάσταση της. Είναι η αίσθηση της εσωτερικής απομόνωσης και της αδυναμίας για επικοινωνία που εμφανίζεται αναπάντεχα μέσα από τις εικόνες της ταινίας.
Η αίσθηση της απομόνωσης και της αναζήτησης του κακού δίνονται μέσα από εικόνες με κυρίαρχο στοιχείο το απόλυτο σκότος. Στις εικόνες της ταινίας στοιχεία απαραίτητα σε κάθε θρίλερ, όπως το αίμα και η διαρκής παραβίαση του ανθρωπίνου σώματος, χρησιμοποιούνται χωρίς διάθεσης κατάχρησης.
Η ταινία ξοδεύει με ιδιαίτερη ευκολία τα οποία σπλάτερ στοιχείο της στα πρώτα δέκα λεπτά, και αυτό που απομένει στη συνέχεια για να τροφοδοτήσει το ενδιαφέρον του θεατή είναι η προσπάθεια για την ανεύρεση και καταδίωξη του κακού μέσα στους σκοτεινούς χώρους της επαρχιακής πόλης.
Ένας περιβάλλοντας χώρος, για τον οποίο η κεντρική ηρωίδα αποτελεί μια διαρκή και δυναμική ενσάρκωση του. Είναι το φως, που διαρκώς χάνεται και εμφανίζεται, που προσφέρει στο σκοτεινό χώρο της μικρής επαρχιακής πόλης τη διέξοδο. Είναι ο έρωτας της απελπισμένης ηρωίδας, που προσφέρει τη σωτηρία και την έξοδο από τη μυθοπλασία. Το ζευγάρι που διαλύεται -ο παλιός αστυνομικός θυσιάζεται καθώς κυνηγά το κακό- δίνει τη θέση του σ’ ένα νέο ζεύγος που τώρα συγκροτείται, λόγω του απελπισμένου έρωτα του αστυνομικού για την τυφλή κοπέλα. Ένας έρωτας που απέχει από το συμβατικό έρωτα του εμπορικού σινεμά, αφού είναι δομημένος τόσο πάνω στο συναισθηματικό ευνουχισμό του ήρωα, όσο και την αδυναμία του να δημιουργήσει ουσιαστικές σχέσεις.
Κινούμενη η ταινία πολύ μακριά από τον χώρο των blockbuster, απαλλαγμένη από το άγχος για εισπρακτική επιτυχία και διαθέτοντας ελάχιστες φιλοδοξίες, είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώς θα έπρεπε να είναι τα b-movies σήμερα: αφήγηση χαμηλών τόνων, με παράλληλη αμφισβήτηση των στερεοτύπων του mainstream και ταυτόχρονα αναζήτηση των ιδιαίτερων στοιχείων που κρύβονται στο δεύτερο επίπεδο (των χωρίς πρωτοτυπία μύθων) που η εισπρακτική λογική των παραγωγών τα εξορίζει στο βάθος των πλάνων.
Δημήτρης Μπάμπας