του Stephen Chbosky
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Έγραψα το βιβλίο για πολύ προσωπικούς λόγους. Περνούσα μια μία πολύ δύσκολη περίοδο στην προσωπική μου ζωή. Αλλά είχα φτάσει σε ένα σημείο που ήμουν πλέον έτοιμος να γράψω γιατί οι καλοί άνθρωποι πρέπει να βιώνουν τόσο άσχημες καταστάσεις και πως μια “οικογένεια” φίλων μπορεί να σε βοηθήσει να τις ξεπεράσεις. Χρειαζόμουν πραγματικά απαντήσεις για μένα και ήταν σαν ο Τσάρλι να με σκούντησε στον ώμο και να μου είπε: «Είμαι έτοιμος να πω την ιστορία μου.»
(...) Κατά τη διάρκεια αυτών των 13 χρόνων, από την πρώτη στιγμή που εκδόθηκε το βιβλίο, έχω λάβει εκατοντάδες γράμματα και emails. Μερικά από αυτά, σου ράγιζαν την καρδιά. Συνειδητοποιείς ότι μερικά παιδιά αισθάνονται πολύ άσχημα όταν είναι μόνα τους. Θεωρούν ότι κανείς δεν τους ακούει, ότι κανείς δε νοιάζεται. Μερικά μάλιστα λέγανε ότι μπορεί να έδιναν ένα τέλος, αλλά μετά διάβασαν το βιβλίο και αποφάσισαν να μην το κάνουν. Όταν συμβαίνει αυτό, σε αλλάζει και αντιλαμβάνεσαι τι ευθύνη έχεις.
[Κατά τη μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο] Μερικά πράγματα έπρεπε να φύγουν, αλλά τα βασικά θέματα δεν άλλαξαν. Η “οικογένεια” των φίλων και η σχέση του Τσάρλι με τη Σαμ και τον Πάτρικ έπρεπε να μείνουν. Στο τέλος, αφαίρεσα κάποια πράγματα, που είναι ωραία μέσα στο βιβλίο, αλλά δεν ταίριαζαν απόλυτα στην ταινία. Αλλά αν είχα γυρίσει κάθε σκηνή του βιβλίου, η ταινία θα είχε διάρκεια σχεδόν τέσσερις ώρες.
Στο βιβλίο, αγαπάμε τους φίλους του Τσάρλι μέσα από την αγάπη του για εκείνους. Αλλά αυτό δεν δουλεύει σε μία ταινία. Έπρεπε να βρω έναν αντικειμενικό τρόπο να δείξω την υποκειμενική αγάπη του Τσάρλι. Έπρεπε να κάνω πράγματα όπως π.χ. τον Πάτρικ πιο αστείο χαρακτήρα, γιατί δεν ήταν αρκετά εύκολο για τον Τσάρλι να περιγράψει πόσο αστείος ήταν. Έπρεπε, βασικά να το κερδίσει.
(...) Έγραψα την ατάκα “δεχόμαστε την αγάπη που νομίζουμε πως μας αξίζει” στο πρώτο μου προσχέδιο. Έγινε το κεντρικό θέμα για ολόκληρο το βιβλίο, και τελικά για την ταινία. Δεν έχει να κάνει μόνο με ρομαντική αγάπη. Μπορεί να έχει να κάνει με φίλους ή με το πώς συμπεριφέρεσαι στον εαυτό σου. Έχει να κάνει με το πώς μπορείς να έχεις μια ωραία ζωή αφήνοντας περισσότερο κόσμο μέσα της.
(...) Βλέποντας την ταινία, ένας ενήλικας μπορεί να νοσταλγεί την εποχή που ήταν νέος. Ένα δωδεκάχρονο παιδί, που δεν έχει πάει ακόμα στο γυμνάσιο, μπορεί να τα βρει λίγο δύσκολα, ενώ κάποιος πιο μεγάλος σε ηλικία, πιθανόν να χρειαστεί λίγη επιβεβαίωση ότι αυτό που περνάει είναι αληθινό και ότι και κάποιος άλλος μπορεί να το βιώνει. Θέλω μια μαμά να δει την ταινία και να θυμηθεί τα νεανικά της χρόνια, και θέλω επίσης μια κόρη να νιώσει την επιβεβαίωση του τι σημαίνει να είσαι νέος. Στο τέλος, θέλω και οι δύο να αναγκαστούν να μιλήσουν για το τι έχουν βιώσει. Αυτό θέλω μόνο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)