Σπαγγέτι γουέστερν, που διαδραματίζεται στον αμερικάνικο νότο, ή μια βίαιη περιπετειώδης ταινία εποχής για την ανθρώπινη δουλεία; Η ταινία του Quentin Tarantino είναι, όπως πάντα, ένας δοξαστικός ύμνος στα κλασικά κινηματογραφικά είδη και τις τελετουργίες τους.
Κεντρικοί χαρακτήρες της διαδραματιζόμενης το 1858, ταινίας είναι ένας γερμανικής καταγωγής, κυνηγός επικηρυγμένων, ο Dr. King Schultz και ο βοηθός του πρώην σκλάβος Django. Και τελική επιδίωξη και των δύο είναι η απελευθέρωση της σκλαβωμένης συζύγου του Django, Broomhilda.
Αποκορύφωμα της έντονης και γεμάτης περιπλοκές σχέσης του Quentin Tarantino με τη μαύρη κοινότητα της Αμερικής και την κουλτούρα της, η ταινία καταρχάς είναι μια επαν-εγγραφή ενός επικού σπαγγέτι γουέστερν, αλλά και μια πολεμική –με το ύφος και τους τρόπους του σκηνοθέτη- στο θεσμό της ανθρώπινης δουλείας. Υπακούοντας στους κανόνες ενός ιστορικού έπους -όπως μάς τους δίδαξαν τα αρχαία έπη, των ομηρικών συμπεριλαμβανόμενων- , η δραματική πλοκή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο επικεντρώνεται στην «κατασκευή» του ήρωα -στην περίπτωση μας του Django-, δηλαδή τη διαδρομή του από αλυσοδεμένος σκλάβος σε ελεύθερο άνθρωπο, σε ατρόμητο τιμωρό εκδικητή: εδώ έχουμε την ανάδυση του ηρωικού στοιχείου, την δημιουργία του ήρωα. Το δεύτερο μέρος αποτελείται από την οδύσσεια του ήρωα, την περιπλάνηση του, την έκφραση των ηρωικών χαρακτηριστικών και των δεξιοτήτων του, τους άθλους του, τα σωματικά του μαρτύρια, τα εμπόδια που πρέπει να υπερβεί για την κατάκτηση του στόχου, δηλαδή την ένωσή του με τη γυναίκα.
Ο επικός τόνος, που κυριαρχεί στην ταινία -πληθωρικός στην επίγευσή του-, δεν κρύβει καμία μοντέρνα αποστασιοποίηση, καμία μεταμοντέρνα ειρωνεία: υπάρχει μια πλήρη εμπιστοσύνη του σκηνοθέτη στο κινηματογραφικό είδος και τα στερεότυπά του, μια πίστη στην κλασική εποχή. Η ταινία θα πρέπει να θεωρηθεί ως τελευταίος σταθμός μιας κινηματογραφικής περιπλάνησης: από τα κλασικά γουέστερν του John Ford και Howard Hawks, στα σπαγγέτι των Sergio Leone και Sergio Corbucci και από εκεί πάλι πίσω στο «ανεξάρτητο» Χόλιγουντ- όλη αυτή η διαδρομή είναι εγγεγραμένη στις εικόνες της ταινίας. Γεμάτο αναφορές σ’ ένα ευρύ φάσμα ταινιών -από την ταινία του Sergio Corbucci Django (1966) αλλά και το Il grande silenzio (1968) του ίδιου σκηνοθέτη, στο Mandingo (1975) και την ταινία «χλαμύδας» Ercole e la regina di Lidia (1959)- η ταινία αναβιώνει τις ξεχασμένες τελετουργίες του κινηματογραφικού είδους, μάς υπενθυμίζει στην εποχή της μεταμοντέρνας ειρωνείας, τις ξεχασμένες απολαύσεις της κινηματογραφικής αίθουσα. Οι περιπλανήσεις του ήρωα, οι μονομαχίες του – με αποκορύφωμα την τελική η οποία διεξάγεται, κατά τα ειωθότα του σκηνοθέτη, μέσα σ’ ένα κλειστό περιορισμένο χώρο-, οι κινήσεις και οι στάσεις του σώματος του, υπό τους ήχους της οπεράτικης μουσικής υπόκρουσης (μεταξύ άλλων και του Ennio Morricone), συνιστούν ένα είδος χορογραφίας, στιγμές της ταινίας με ελάχιστη δραματουργική αξία, προορισμένες να υμνήσουν, προς τέρψη του θεατή, τον ήρωα και το έπος του.
Αν κάτι καινούριο κομίζει ο Quentin Tarantino στο κινηματογραφικό είδος είναι σίγουρα η εμμονή του στο λόγο: Οι λεκτικοί διαξιφισμοί, οι περιπλοκές στη γλωσσική έκφραση, που μπορεί να κάποιος να αναγνωρίσει στον χαρακτήρα του Dr. King Schultz, η ρητορεία, η λατρεία του λόγου και του επιχειρήματος. Κάτι που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην κορύφωση της δραματικής πλοκής, στη σκηνή του γεύματος, όταν οι λεκτικές μονομαχίες προηγούνται και προετοιμάζουν τις αληθινές μονομαχίες. Αυτές οι εκρήξεις προφορικού λόγου -που είναι αλήθεια ότι ανιχνεύονται και σε προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη- είναι εκφράσεις ενός πνεύματος ειρωνικού. Επιπλέον, καθώς λειτουργούν ως ένα αντίβαρο στις βίαιες, σχεδόν σπλάττερ αισθητικής, εικόνες, έχουν και μια άλλη όχι ευκαταφρόνητη συνέπεια: την υπόμνηση ότι ο λόγος μπορεί, κάποιες φορές, να 'ναι εξίσου αποτελεσματικός με τη σωματική ρώμη, ότι σ’ ένα έπος η τελική επικράτηση είναι πολλές φορές υπόθεση ενός λεκτικού επιχειρήματος. Εξάλλου εκτός του Ηρακλή και του Αχιλλέα, ήρωας υπήρξε και ο Οδυσσέας...
Δημήτρης Μπάμπας