του Alfred Hitchcock
(μια συζήτηση του σκηνοθέτη με τον François Truffaut)
(...)
ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΥΦΩ
Φτάσαμε λοιπόν στη Μάρνι. Ακούγαμε να μιλούν γι’ αυτήν την ταινία πολύ πριν γυριστεί γιατί υπήρχε η φήμη ότι θα σημάδευε την επιστροφή της Γκρέις Κέλυ στον κινηματογράφο. Τι σας ενδιέφερε σ’ αυτό το μυθιστόρημα του Ουίνστον Γκρέιαμ;
ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ
Μού άρεσε κυρίως η ιδέα του φετιχιστικού έρωτα. Ένας άντρας θέλει να κάνει έρωτα με μία γυναίκα μόνο και μόνον επειδή είναι κλέφτρα, όπως άλλοι θέλουν να κάνουν έρωτα με μια κινέζα ή με μια μαύρη. Δυστυχώς, αυτόν το φετιχιστικό έρωτα δεν μπορέσαμε να τον μεταφέρουμε στην οθόνη τόσο καλά όσο τον έρωτα του Τζέημς Στούαρτ για την Κίμ Νόβακ στο Δεσμώτη του ιλίγγου. Για να το πω πιο ωμά, ο Σών Κόνερυ έπρεπε να πιάνει την κλέφτρα τη στιγμή ακριβώς της κλοπής και να φαίνεται καθαρά πώς ήθελε την ίδια στιγμή να πέσει πάνω της και να την βιάσει.
Φ.Τ. Τι είναι αυτό που παθιάζει τόσο τον ήρωα της Μάρνι; Το ότι η κλέφτρα εξαρτάται πια απ’ αυτόν επειδή γνωρίζει το μυστικό της και θα μπορούσε να την παραδώσει στην αστυνομία ή, απλούστερα, επειδή τον διεγείρει η ιδέα να κάνει έρωτα με μια κλέφτρα;
Α.Χ. Και τα δύο. Χωρίς αμφιβολία.
Φ.Τ. Βλέπω μια αντίφαση στην ταινία. Ο Σών Κόνερυ είναι θαυμάσιος, η όλη παρουσία του είναι μάλλον ζωώδης και αναδεικνύει έξοχα τη σεξουαλική πλευρά της ιστορίας, κάτι που δεν πετυχαίνουν απόλυτα ούτε το σενάριο ούτε ο διάλογος. Ο Μάρκ Ρότλαντ παρουσιάζεται στους θεατές περισσότερο σαν κάποιος προστατευτικός τύπος. Μόνον αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά το πρόσωπο του, μαντεύει πώς θελήσατε να «σπρώξετε» το σενάριο προς μια κατεύθυνση πιο πρωτότυπη.
Α.Χ. Πράγματι. Θυμηθείτε όμως πως από την αρχή κιόλας έδειξα ότι ο Μάρκ είχε προσέξει τη Μάρνι. Όταν έμαθε πως σήκωσε το ταμείο και το έσκασε, μιλάει γι’ αυτήν λέγοντας : «Ά! Ναι……Ήταν η κοπέλα με τις όμορφες γάμπες….» Αν χρησιμοποιούσα, όπως στην παλιά αγγλική ταινία μου, Ο Φόνος, τη μέθοδο του εσωτερικού μονολόγου, θ’ ακούγαμε τον Σών Κόνερυ να λέει: «Μακάρι να ξανακλέψει, για να μπορέσω να την πιάσω επ’ αυτοφώρω και να την κάνω δική μου». Έτσι θα πετύχαινα ένα διπλό σασπένς. Θα δείχναμε τη Μάρνι πάντοτε από τη σκοπιά του Μάρκ και θα φανερώναμε την ικανοποίηση του τη στιγμή που θα την έβλεπε να κλέβει.
Σκέφτηκα να στήσω μ’ αυτό τον τρόπο την ιστορία. Θα τον έδειχνα να κοιτάζει την κλοπή, να την παρακολουθεί με προσοχή. Έπειτα θ’ ακολουθούσε την κλέφτρα, θα την έπιανε και θα προσποιούνταν ότι τη βρήκε κατά τύχη. Θα την έπαιρνε βίαια κάνοντας δήθεν τον πληγωμένο από την συμπεριφορά της. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα δείξεις στην οθόνη γιατί το κοινό θα ‘λεγε: «Έ! Όχι δά!».
Φ.Τ. Κρίμα γιατί αυτό το στήσιμο θα ήταν συναρπαστικό. Η Μάρνι μου αρέσει πολύ και έτσι όπως είναι τελικά, έχω όμως την αίσθηση πως ήταν ένα έργο δύσκολο για το κοινό εξαιτίας της θλιβερής, πνιγηρής, εφιαλτικής, σχεδόν, ατμόσφαιρας του.
(αποσπάσματα από την έκδοση Χίτσκοκ, Φρανσουά Τρυφώ, μετφρ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, επιμέλεια Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ύψιλον/ βιβλία, 1986)