του Steven Spielberg
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
[Δεκαετία του ’50, Ψυχρός Πολέμος, ένα αμερικανικό κατασκοπικό αεροπλάνο καταρρίπτεται στη Σοβιετική Ένωση και ο πιλότος του, Francis Gary Powers, συλλαμβάνεται.]
Ο πατέρας μου είχε πάει στη Σοβιετική Ένωση για επαγγελματικούς λόγους. Αυτός και οι συνάδελφοί του στάθηκαν στην ουρά για να δουν τον εξοπλισμό του Πάουερς, το κατασκοπικό αεροπλάνο του οποίου κατερρίφθη. Η ουρά ήταν πολύ μεγάλη, αλλά δύο κυβερνητικοί τούς πλησίασαν, ζήτησαν τα διαβατήριά τους και τους έφεραν στην αρχή της ουράς, όταν κατάλαβαν ότι ήταν Αμερικανοί. Δεν ήθελαν να τους γλιτώσουν χρόνο αναμονής – τους έφεραν μπροστά στα συντρίμμια του αεροπλάνου, τους τα έδειξαν και τους έλεγαν ξανά και ξανά, ολοένα πιο θυμωμένα: “Κοιτάξτε τι μας κάνει η χώρα μας!”. Ποτέ δεν ξέχασα την ιστορία αυτή. Ποτέ δεν ξέχασα αυτό που συνέβη στον Φράνσις Γκάρι Πάουερς.
Πέρα από το γεγονός ότι τον είχαν συλλάβει και ανακρίνει, δεν ήξερα πολλά από τα παρασκηνιακά της υπόθεσης. ούτε το πώς η δική του υπόθεση συνδέθηκε με εκείνη του Σοβιετικού κατασκόπου. Με τράβηξε αμέσως αυτή η αντιπαράθεση. Επιπλέον, λατρεύω τις κατασκοπικές ταινίες!.
(...)
Ο James Donovan [το ρόλο υποδύεται Tom Hanks] είναι το σύμβολο της αξιοπρέπειας, της αξιοπιστίας και του ιδεαλισμού, δηλαδή το ότι όλοι έχουν δικαίωμα στη Δικαιοσύνη. Η ηθική και η αίσθηση δικαιοσύνης του Τομ, καθώς και το γεγονός ότι χρησιμοποιεί την φήμη του για να αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο στον κόσμο, τον έκαναν τέλειο για τον ρόλο. Είναι ο ιδανικός συνεργάτης. Θα δοκιμάσει τα πάντα, έχει χίλιες ιδέες και είναι ανοιχτός σε χιλιάδες ακόμη. Είναι φοβερά δημιουργικός.
(...)
[Η ταινία ξεκινά με την εικόνα του προσώπου του Mark Rylance ως του Σοβιετικού κατασκόπου Rudolf Abel, ο οποίος μελετά το πρόσωπό του για να ζωγραφίσει μία αυτοπροσωπογραφία] Μου έδωσε ένα στιλιστικό έναυσμα, σχετικά με το πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας ή το πώς νομίζουμε ότι θέλουν να μας βλέπουν οι άλλοι, κάτι που κάνουν και οι κατάσκοποι. Πρέπει να μεταμφιεστούν και να χαθούν στο πλήθος. Ήταν η ιδανική θεματική πρώτη νότα.
(...)
Το Τείχος του Βερολίνου ήταν πραγματικά συμβολικό, αλλά δεν ήταν σαν το Αλκατράζ ή κάποια άλλη τεράστια φυλακή. Ήταν σχετικά εύκολο να το σκαρφαλώσεις, απλώς δεν τολμούσες να το κάνεις. Όταν γυρίζαμε τις σκηνές αυτές, το κοίταζα και σκεφτόμουν “Συνέβησαν πραγματικά όλα αυτά; Ήταν πράγματι έτσι χωρισμένο το Βερολίνο;” Μου θύμισε μια εποχή που διάφορα τείχη ανυψώθηκαν στον κόσμο, τα περισσότερα από τα οποία ήταν αόρατα, αλλά τείχη σε κάθε περίπτωση.
(...)
Θέλουμε να βρίσκουμε τον κακό και τον καλό στις ιστορίες και μόλις το κάνουμε, αμέσως σταματάμε να νοιαζόμαστε ή να προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτόν που έχουμε κρίνει ως κακό. Έτσι, όλα γίνονται μονοδιάστατα, κάθε αίσθημα ανοχής φεύγει από το παράθυρο. Αυτό που αγαπώ περισσότερο στην ιστορία αυτή είναι ότι όλοι αυτοί που νομίζουμε ότι έχουν κακούς σκοπούς, δεν έχουν απαραίτητα κακούς σκοπούς. Ούτε θέλουν να έχουν. Δεν είναι εύκολο να υποστηρίξεις κάποιον που είναι κατάσκοπος εναντίον της χώρας σου… πώς θα μπορούσαμε να βγούμε από αυτήν την εμπειρία έχοντας αλλάξει γνώμη για τον άνθρωπο αυτό; Στην ταινία, νοιαζόμαστε για αυτόν στο τέλος της ιστορίας, και γι’ αυτό την ξεχώρισα.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)