του David Lynch
 eraserhead.jpg

Σε ένα στεγνό, άχαρο και ανοίκειο τοπίο, στη βιομηχανική ζώνη της Φιλαδέλφεια, ο Χένρι βασανίζεται από εφιαλτικά όνειρα και παραισθήσεις. Όταν θα αφήσει έγκυο τη νεαρή Μέρι, θα αναγκαστεί - υπό την πίεση των παράξενων γονιών της - να την παντρευτεί και να συζήσουν. Η Μέρι όμως αδυνατεί να αντεπεξέλθει στην καινούργια πραγματικότητα και εγκαταλείπει τον Χένρι με το αλλόκοτο παιδί που έχουν αποκτήσει, επιστρέφοντας στο σπίτι των γονιών της. Τότε, οι παραισθήσεις του Χένρι, επικεντρωμένες στο δύσμορφο μωρό του, θα ενταθούν και θα τον οδηγήσουν στα όρια της παράνοιας…
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Ντέιβιντ Λιντς / David Lynch, το 1977, αποτελεί -ίσως- τη πιο σοκαριστική δημιουργία του της καριέρας του. Εμπνευσμένο, σε ότι αφορά στο ύφος, από το κίνημα του εξπρεσιονισμού της μεσοπολεμικής Γερμανίας, το σουρεαλιστικό ντελίριο του Eraserhead είναι ένα κύμα παραισθήσεων, εφιαλτικών εικόνων και συμβολισμών. Ασπρόμαυρο και με ελάχιστους διαλόγους, γεμάτο με ιδιόρρυθμους χαρακτήρες και τερατώδεις φιγούρες, χωρίς γραμμική αφήγηση, μοιάζει με περιπλάνηση στο ταραγμένο μυαλό ενός σχιζοφρενούς. Παρουσιάζοντας τη φρίκη και την αποξένωση της αστικής ζωής, το φιλμ καταπιάνεται με τις κοινωνικές συμβάσεις που είναι αναγκασμένος να πολεμήσει ο «ήρωας»: την ανεπιθύμητη πατρότητα, τον έγγαμο βίο, την καταπιεσμένη λίμπιντο και το φόβο του θανάτου, που παραμονεύει πίσω από μια φωνή που έρχεται από το καλοριφέρ. Ο Χένρι παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις παραισθήσεις, χωρίς να γίνεται ποτέ ευδιάκριτος στο θεατή ο διαχωρισμός αυτών των δύο κόσμων. Βίαιες μετακινήσεις της κάμερας, απρόσμενα γκρο πλαν κι ένα soundtrack με μουσικές βγαλμένες θαρρείς από την Κόλαση, ανασυνθέτουν και αποδομούν διαρκώς με μεγάλη δεξιοτεχνία τον «πειραγμένο» ψυχισμό του ήρωα, τοποθετώντας τον θεατή ακριβώς στο κέντρο του ονειρικού όσο και αλλόκοτου κόσμου του Ντέιβιντ Λιντς. Η ταινία γυρίστηκε σταδιακά, σε διάστημα τριών ετών, και θεωρείται μια από τις πιο καλτ δημιουργίες του σύγχρονου κινηματογράφου, ενώ ο Ντέιβιντ Λιντς αρνείται μέχρι και σήμερα να μιλήσει γι’ αυτήν και να την ερμηνεύσει, λέγοντας μονάχα ότι πρόκειται για την πιο πνευματική δημιουργία του.

(δ.τ.)