(Οι μισητοί 8)
του Quentin Tarantino
Συνεχίζοντας την ενασχόληση του με το γουέστερν, ο Quentin Tarantino στην 8η ταινία αναμειγνύει πάλι με παιγνιώδη διάθεση επιρροές και είδη, αποτίοντας παράλληλα ένα μικρό φόρο τιμής στην ιταλική εκδοχή του είδους.
Μια ταχυδρομική άμαξα που μεταφέρει δύο κυνηγούς επικηρυγμένων, ένα μελλοντικό σερίφη και μια αγενή καταζητούμενη, παγιδεύεται λόγω χιονοθύελλας σ' ένα πανδοχείο στις ερημιές της Άγριας Δύσης. Εκεί θα βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια ιδιαίτερα άτομα: το δήμιο μιας γειτονικής πόλης, ένα ηλικιωμένο στρατηγό των νοτίων, τον μεξικανό υπάλληλο του πανδοχείου και έναν λιγομίλητο καουμπόι. Γρήγορα οι συζητήσεις μεταξύ των ενοίκων του πανδοχείου θα ανάψουν και ανταγωνισμοί θα έρθουν στην επιφάνεια. Οι εξελίξεις προμηνύονται βίαιες...
Με ιστορικό φόντο την Άγρια Δύση αμέσως μετά το τέλος του αμερικάνικου εμφυλίου, ο σκηνοθέτης εγκλείει τη δράση μέσα σε κλειστούς χώρους –κυρίως το πανδοχείο και λιγότερο την άμαξα. Και αυτή του η επιλογή είναι καθοριστική για την αφήγηση: όχι μια οδύσσεια και μια περιπλάνηση όπως ήταν η προηγούμενη (Django Unchained), αλλά μια ταινία με έντονα τα θεατρικά στοιχεία, πολύ κοντά στην αφηγηματική δομή της πρώτης του ταινίας Reservoir Dogs. Η ενότητα χρόνου και χώρου χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της σχεδόν 3ωρης ταινίας και διασπάται μόνο μια φορά για μια αφηγηματική αναδρομή στο παρελθόν, για να φωτιστούν από άλλη οπτική γωνία πρόσωπα και καταστάσεις.
Είναι λοιπόν γι' αυτό προφανές ότι σ' αυτήν, ο σκηνοθέτης εστιάζει περισσότερο στην έφεση του στους διαλόγους, και λιγότερο σε μια αφήγηση με έμφαση στα συμβάντα και τις πράξεις. Στο σινεμά του Quentin Tarantino οι διάλογοι είναι πάντα ο τόπος όπου οι χαρακτήρες εκφράζονται. Η ρητορική, τα επιχειρήματα και οι ανταλλαγές τους, οι λεκτικές συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις είναι τα μέσα με τα οποία προωθείται η αφήγηση και σ' αυτήν την ταινία. Η ευγλωττία, η προφορά, ο χρωματισμός και η ρυθμική του λόγου είναι πραγματικά το κέντρο σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της αφήγησης.
Χρησιμοποιώντας ως μέσα τα προηγούμενα, ο σκηνοθέτης χτίζει σιγά- σιγά τις αφηγηματικές του εντάσεις. Γρήγορα θα παρακάμψει τα αρχέτυπα του γουέστερν για να στραφεί σ' άλλα πιο εύκρατα κινηματογραφικά είδη: στοιχεία από το αστυνομικό είδος του whodunit -δηλαδή “ποίος είναι ο δολοφόνος; ”- εμπλουτίζουν τη δραματική πλοκή, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και κορυφώνουν τη δραματική πλοκή.
Αντιμέτωπος με τη νέα πρόκληση που έθεσε στον εαυτό του -δηλαδή τη χρήση του “δύσκολου” φορμά Ultra Panavision 70, ένα φορμά που έχει περιπέσει σε αχρηστία εδώ και δεκαετίες - ο αμερικάνος δημιουργός είχε να υπερβεί κάποια εμπόδια, το βασικότερο των οποίων είναι η οργάνωση του χώρου μέσα στο πλάνο. Ίσως γι' αυτό η επιλογή του χιονισμένου τοπίου με την άμαξα να κινείται σ' αυτό, υπό τους ήχους της μουσικής του Ennio Morricone, μοιάζει τόσο προφανής: Τα 70mm προσφέρουν τη δυνατότητα να αναδειχθεί όλο το εύρος του χιονισμένου τοπίου. Όμως η αληθινή πρόκληση για τον Quentin Tarantino υπήρξε η διαχείριση της δράσης στους εσωτερικούς χώρους. Εδώ τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα, με την έμφαση στα βλέμματα και το γεμάτο εντάσεις λόγο τους και η εμμονή του σκηνοθέτη στα σπλάτερ στοιχεία, αλλά και σε εκφράσεις ενός ωμού σαδισμού γεμίζει κάθε τετραγωνικό εκατοστό του αχανούς φορμά των 70mm. Όμως, και αυτά τα τελευταία μήπως δεν είναι πάρα γεμάτες νοσταλγία αναφορές στο είδος των φθηνών b-movies με τις οποίες ο Quentin Tarantino ανατράφηκε κινηματογραφικά;
Δημήτρης Μπάμπας