(ένα κείμενο του Θόδωρου Σούμα)
Οι μισητοί οκτώ /The Hateful Eight, το τελευταίο νευρώδες, ως συνήθως εκκεντρικό και βίαιο φιλμ του Κουέντιν Ταραντίνο /Quentin Tarantino, είναι ένα μείγμα ουέστερν, μαύρου χιούμορ, πολιτικού σχολίου για τις φυλετικές διενέξεις στον αμερικάνικο εμφύλιο, αστυνομικού μυστηρίου και σπλάτερ, με ιδιαίτερη σκηνοθετική ευστοχία -παρ'ότι εκτυλίσσεται σε δύο χώρους μόνο-, αφηγηματική δεινότητα, έντονους ακατάπαυστους διαλόγους, σαρκασμό, κυνισμό, αμοραλισμό και διεισδυτικό, αντιρατσιστικό πολιτικό σχόλιο.
Όλα τα λεφτά είναι οι ανατροπές στην αφήγηση στο τέταρτο κεφάλαιο και στο τέλος, σε αυτές τις σκηνές βλέπουμε και θαυμάζουμε τον πραγματικό, ρηξικέλευθο Ταραντίνο... Στο τέταρτο κεφάλαιο, ο Ταραντίνο σχολιάζει με μια φωνή off τη διαδρομή της μυθοπλασίας και την ξαναπιάνει από την αρχή (γυρίζει τη διήγηση πίσω)... Στο δε τέλος του φιλμ μας αποκαλύπτει μια νέα "σκηνή" κάτω από την τρέχουσα, τη βασική σκηνή που εκτυλίσσεται στην ταβέρνα: Η νέα, κρυμμένη σκηνή βρίσκεται στο υπόγειο απ' όπου ο Τσάνινγκ Τέιτουμ πυροβολεί στα γεννητικά όργανα τον Σάμουελ Τζάκσον. Στη συνέχεια, στο τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο αφηγείται την αρχή της ιστορίας που όμως δεν είχαμε καθόλου δει, μας αποκαλύπτεται πως τα πρόσωπα είναι διαφορετικά από ό,τι νομίζαμε, πως έχουν σκηνοθετήσει υποκριτικά το χαρακτήρα τους, τη συμπεριφορά τους και τα δρώμενα, πως ό,τι παρακολουθήσαμε μέχρι τότε ήταν ένα σκηνοθετημένο ψέμα... Σκοπός αυτής της σκηνοθεσίας των ανθρώπων που βρίσκονταν από πριν μέσα στην ταβέρνα και περίμεναν, ήταν να απελευθερώσουν την αιχμαλωτισμένη κακοποιό Τζένιφερ Τζέισον Λι από τα δεσμά του σκληρού και κυνικού, κυνηγού επικυρηγμένων Κερτ Ράσελ. Ό,τι λοιπόν παρακολουθούσαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν παρά μια παράσταση!... Είχαμε άρα να κάνουμε με τη σκηνοθεσία της σκηνοθεσίας, αυτή η διάσταση του σχολιασμού και της μεταγλώσσας καθιστά τον κινηματογράφο του Ταραντίνο μεταμοντέρνο, όπως συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται. Οι θαυμαστές της σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ κι αποτελεσματικότητας και του βιτριολικού, αιχμηρού χιούμορ του μάλλον πολιτικά ανορθόδοξου Ταραντίνο, θα θαυμάσουν άλλη μια φορά την αφηγηματική μαεστρία και τόλμη που αιφνιδιάζει κι εκπλήσσει, του αμερικανού σκηνοθέτη...
Ο Django, ο τιμωρός (2013) /Django Unchained, το προτελευταίο του ουέστερν, είναι μείγμα αντιρατσιστικού κοινωνικού φιλμ, σπαγγέτι γουέστερν (ένα είδος που ο Ταραντίνο λάτρεψε), μαύρης κωμωδίας, ταινίας περιπλάνησης και ταινίας blaxploitation (εμπορικές περιπέτειες της δεκαετίας του ’70 για το αφροαμερικάνικο κοινό, με ήρωες μαύρους). Ο Ταραντίνο ανακατεύει, και θα λέγαμε μπασταρδεύει, τα είδη. Έτσι, έμμεσα, σχολιάζει την αφηγηματική, κινηματογραφική γλώσσα. Συνδυάζει τον κυνισμό, την πολιτική, το σαρκαστικό και μαύρο χιούμορ, ήτοι το ιλαρό με το σοβαρό. Έχει αφετηρία του το σπαγγέτι γουέστερν Django του Σέρτζιο Κορμπούτσι, του 1966. Η ταινία αφηγείται με ιδιότυπο, ρηξικέλευθο ταραντινικό τρόπο, τη συνεργασία ενός γερμανού κυνηγού επικηρυγμένων (Κρίστοφ Βαλτς) και ενός απελευθερωμένου μαύρου (Τζέιμι Φοξ), με σκοπό το επ’ αμοιβή κυνήγι των επικηρυγμένων και τη διάσωση της γυναίκας του μαύρου από ένα περίκλειστο ράντσο με σκλάβους. Παρακολουθούμε, δηλαδή, μια ιστορία ανδρικής φιλίας και εκδίκησης που εκτυλίσσεται στον αμερικανικό Νότο, λίγο πριν από τον εμφύλιο πόλεμο.
Η περιπέτεια αυτή ασχολείται με μια απωθημένη πλευρά της αμερικανικής ιστορίας, κατά την οποία θεμελιώθηκε το αμερικανικό όνειρο πάνω στη σκλαβιά, στην εκμετάλλευση και την καταπίεση χιλιάδων μαύρων δούλων. Ο σκηνοθέτης δεν ενστερνίζεται την πολιτική ορθότητα, υιοθετεί μια αναθεωρητική, ανορθόδοξη ματιά πάνω στην ιστορία και λοξοδρομεί από την ιστορική αλήθεια, όπως έκανε και στην ταινία Άδωξοι μπάσταρδη, που είχε θέμα το ναζισμό. Οι μισητοί οκτώ και ο Django, ο τιμωρός υιοθετούν μια παρόμοια αντιρατσιστική, απελευθερωτική και ανορθόδοξα προοδευτική πολιτική ματιά πάνω στο, ακόμη κρίσιμο για τις ΗΠΑ, κοινωνικό ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων, ανισοτήτων και συγκρούσεων, αναφερόμενοι στον εμφύλιο αμερικανικό πόλεμο. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Ταραντίνο συλλαμβάνει και φτιάχνει, με πολύ μεράκι και τρέλα, δυο ταινίες ανατρεπτικές και ταυτόχρονα διασκεδαστικές, άκρως ψυχαγωγικές ταινίες, συνδυάζοντας το mainstream σινεμά με τον υπόγειο προβληματισμό πάνω στην κινηματογραφική γλώσσα και την Ιστορία.
Ο Κουέντιν Ταραντίνο επεξεργάζεται στον Django, επίμονα κι έξυπνα, τους εύστροφους διαλόγους και τις σπαρταριστές ατάκες των προσώπων. Η λεκτική επιθετικότητα αρκετές φορές εξελίσσεται σε υλική βία. Η χρήση της βίας, άλλοτε καρτουνίστικης και άλλοτε ρεαλιστικής, είναι για άλλη μια φορά στον Ταραντίνο απενοχοποιητική κι απελευθερωτική. Σημειώνουμε, ακόμη, πως ο αιφνιδιστικός φόνος του μέντορα του Αφροαμερικανού Τζάνγκο σηματοδοτεί μια αναπάντεχη στροφή στην αφηγηματική εξέλιξη, χαρακτηριστική του τρόπου ανέλιξης της ταραντινικής κινηματογραφικής διήγησης…
Θόδωρος Σούμας