(Florence: Φάλτσο Σοπράνο)
του Stephen Frears
(οι δηλώσεις των συντελεστών)
Nicholas Martin, σεναριογράφος
Η Florence ήταν σημαντική προσωπικότητα στην τέχνη και τη μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Υποστήριζε οικονομικά τις τέχνες με πολλούς τρόπους, ένας εκ των οποίων ήταν να παρέχει μουσικά όργανα σε παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα να τα αποκτήσουν. Σύστησε πολλούς εύπορους ανθρώπους στον κόσμο της μουσικής και τους έπεισε να συνεισφέρουν οικονομικά στη μουσική σκηνή της πόλης. Προσέφερε 1000 εισιτήρια για τη συναυλία της στο Carnegie Hall σε βετεράνους του πολέμου και πολλοί από αυτούς πέρασαν φανταστικά. Προφανώς, σχεδόν πέθαναν από τα γέλια και η βραδιά ήταν καταπληκτική και αλλόκοτη! Είχε καθόλου ιδέα η Florence πώς ακουγόταν πραγματικά; Αυτό θα το αποφασίσει το κοινό.
(...) Παρ’ όλα τα μαθήματα η Florence είχε φριχτή τεχνική και κάνει ό,τι όλοι οι απαίσιοι τραγουδιστές, δηλαδή πιέζει τη φωνή της. Καμία φορά χτύπαγε κάποια σωστή ψηλή νότα, οπότε έχουμε ένα μείγμα από καλό τραγούδι και εντελώς απαίσιο μαζί. Τραγουδούσε ρωσικά, γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ δεν είχε την κατάλληλη προφορά, οπότε τα σκότωνε όλα με απόλυτη αυτοπεποίθηση και γνησιότητα.
Stephen Frears, σκηνοθέτης
Ήταν πλούσια και κοσμική γυναίκα που έκανε πολλά για τη μουσική κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υποστήριξε τον φημισμένο διευθυντή ορχήστρας Toscanini και ήταν φιλάνθρωπος. Μου θύμισε τη Margaret Dumont, την κωμική ηθοποιό που κυνηγούσε ο Groucho Marx. Υπήρχαν άνθρωποι στη Νέα Υόρκη που χρειάζονταν πολιτισμό τους τρομερούς καιρούς του πολέμου και εκείνη τους έφτιαχνε συνεχώς το κέφι. Βλέπει τη Lily Pons, μια Γαλλίδα τραγουδίστρια με άψογη φωνή να τραγουδάει και εμπνέεται να αρχίσει ξανά το τραγούδι και να κάνει μαθήματα. Τότε αρχίζει ο τρόμος! Ο Bayfield ήταν έναν αποτυχημένος ηθοποιός που συνάντησε και κατευθείαν κόλλησαν. Εκείνος βρήκε έναν τρόπο να ζήσει και εκείνη βρήκε έναν άνθρωπο να την αγαπήσει και να τη φροντίσει παρ’ όλο που ήταν γυναικάς, τι άλλο να ζητήσει; Οι κεντρικοί χαρακτήρες της Florence και του Bayfield ήταν φαιδροί, συγκινητικοί και εξωφρενικοί την ίδια στιγμή, αλλά δένουν μεταξύ τους.
Meryl Streep, ηθοποιός
[Η ιστορία] Έχει να κάνει με τη μακρά και ευτυχισμένη σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους των οποίων το συμφέρον εξυπηρετούνταν εξίσου από τη σχέση τους και από τα γνήσια αισθήματα τρυφερότητας που είχαν ο ένας για τον άλλο. Η ιστορία έχει πολύ αυθεντικό συναίσθημα μέσα της.
Εκείνον τον καιρό, οι γυναίκες που είχαν τα μέσα ασχολούνταν με δωρεές. Η Florence ήταν μεγάλη χορηγός των τεχνών στη Νέα Υόρκη και έτσι ανελίχθηκε κοινωνικά. Κράτησε τη μουσική ζωή της πόλης ζωντανή και σκόρπαγε χρήματα που είχε κληρονομήσει από τον σύζυγο και τον πατέρα της. Η Florence ήταν ένας άνθρωπος που έχει κάτι που έχουμε όλοι όταν είμαστε παιδιά, που δεν μπορείς να κάνεις κάτι καλά, αλλά χάνεσαι στη φαντασίωση ότι μπορείς να το κάνεις και χαίρεσαι. Είναι ο γνήσιος όρος αυτού που λέμε ερασιτέχνης. Τραγουδούσε μόνο για τους φίλους της και κάποιο τυχαίο κοινό. Η μόνη εξαίρεση ήταν η συναυλία του Carnegie Hall. Δεν μπορούσε να τραγουδήσει καλά, αλλά της άρεσε η μουσική και αυτή η χαρά υπάρχει στο σενάριο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)