του Todd Haynes
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Κατά τη γνώμη μου, τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του Ντίλαν δεν χρειάζονται συστάσεις. Υπάρχουν κάποιοι που τον θεωρούν τον μεγαλύτερο συνθέτη όλων των εποχών και κάποιοι άλλοι που αδιαφορούν τελείως γι’αυτόν. Αλλά είτε αρέσει σε κάποιον είτε όχι, ο Ντίλαν επηρέασε σημαντικά τη μουσική και τη μεταπολεμική κουλτούρα: μαζί με τους Beatles αποτέλεσε το πρότυπο των sixties, τουλάχιστον για τη μεγαλύτερη μερίδα των νέων εκείνης της εποχής. Όσον αφορά στους σημερινούς νέους, που συνδυάζουν περισσότερο τον Ντίλαν με τη γενιά των γονιών τους, πιστεύω ότι το “I’m Not There” μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα φρέσκο ξάφνιασμα για την εποχή εκείνη αλλά και σαν ένας νέος τρόπος προσέγγισης για τη μουσική του.
(...)
Όσο περισσότερο διάβαζα πράγματα γύρω από τη ζωή του, μέσα από ανέκδοτα κείμενα ή οτιδήποτε σχετικό με τον Ντίλαν έπεφτε στην αντίληψή μου, τόσο περισσότερο ανακάλυπτα τον βαθμό στον οποίο η αλλαγή – ριζική, προσωπική, καλλιτεχνική - καθόρισε τη ζωή του. Και ο μόνος τρόπος για να μεταφέρω αυτό το γεγονός ήταν να το δραματοποιήσω, να μοιράσω στην κυριολεξία τη ζωή και το έργο του σε μια σειρά από ξεχωριστούς εαυτούς και ιστορίες. Οι έξι χαρακτήρες που προέκυψαν τελικά περικλείουν τη βασική θεματολογία και τα ένστικτα που καθόρισαν τη ζωή και τους κώδικες της δουλειάς του, αν και οι περισσότεροι από αυτούς είναι ριζωμένοι στη δεκαετία του ’60.
(...)
Τα τραγούδια της ταινίας δεν είναι απαραίτητα τα αγαπημένα μου, αλλά ούτε και αυτό που ονομάζουμε τα «καλύτερα» τραγούδια του Ντίλαν. Πρώτα απ’όλα έπρεπε να εξυπηρετούν τις αφηγηματικές και δραματουργικές ανάγκες της ταινίας. Αλλά επίσης αισθάνθηκα ότι ήταν σημαντικό να συνδυάσουμε τα «αριστουργήματα» του Ντίλαν (όπως το All Along The Watchtower και το Visions of Johanna) με λιγότερο γνωστές ή ακόμη και ‘σκοτεινές’ συνθέσεις (όπως το τραγούδι των τίτλων I’m Not There). Επιπλέον, ήθελα ένα συνδυασμό από αυθεντικές εκτελέσεις του Ντίλαν με νέες διασκευές από σύγχρονους καλλιτέχνες. Με τον τρόπο αυτό μπορέσαμε να διευρύνουμε και να αναζωογονήσουμε το έργο του, δίνοντας νέα πνοή σε τραγούδια όπως το Going To Acapulco και το Pressing On.
(...)
Μέσα σε όλη αυτή την περιπέτεια, δεν συνάντησα ούτε μίλησα ποτέ στον Ντίλαν ο ίδιος. Ξέρω πως αν το είχα ζητήσει, θα μπορούσε να είχε κανονιστεί. Αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να του μιλήσω προσωπικά. Από την άλλη πλευρά ο Jeff Rosen, μάνατζερ του Ντίλαν εδώ και πολλά χρόνια, φάνηκε από την αρχή πολύ θετικός με την ταινία. Αυτός ήταν ο πρώτος που προσεγγίσαμε το 2000 με την Κριστίν Βάτσον, μετά από διαμεσολάβηση του μεγαλύτερου γιου του Ντίλαν, Τζέσι, και εκείνος μας συμβούλευσε να γράψουμε την ιδέα σε ένα χαρτί, αποφεύγοντας πομπώδεις χαρακτηρισμούς όπως «ιδιοφυία» ή «η φωνή μιας ολόκληρης γενιάς». Πράγματι, στείλαμε αυτή την πρόταση μαζί με αντίγραφα από ορισμένες ταινίες μου, και μετά από κάποιους μήνες μας ανακοίνωσαν ότι ο Ντίλαν συμφώνησε. (Ακόμα και σήμερα, μου είναι δύσκολο να το πιστέψω).
(...)
Το I’m Not There είναι ο τίτλος ενός ανέκδοτου τραγουδιού από το The Basement Tapes, τις ηχογραφήσεις που έκανε ο Ντίλαν με τους The Band το 1967, αμέσως μετά το σοβαρό ατύχημα που είχε με τη μηχανή του. Εκτεταμένες αναφορές στο συγκεκριμένο τραγούδι βρίσκουμε σε συγγραφείς όπως ο Greil Marcus, ο Paul Williams και ο Don DeLillo ενώ στην ταινία το ακούμε τόσο στην αυθεντική εκτέλεσή του όσο και σε μια νέα διασκευή των Sonic Youth (είναι η πρώτη τους διασκευή σε κομμάτι του Ντίλαν). Για μένα όμως ο τίτλος θυμίζει και μια από τις διάσημες ρήσεις του Ρεμπό, που αναφέρεται και στην ταινία: «I is another», το θέμα δηλαδή της μετατόπισης της προσωπικότητας, το θέμα των «πολλαπλών Ντίλαν» που περιγράφει το έργο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)