(Πάση θυσία)
του David Mackenzie
η κριτική του Θόδωρου Σούμα
Ο σκωτσέζος Ντέιβιντ Μακένζι/ David Mackenzie γεννήθηκε το 1966 και έχει σκηνοθετήσει τα φιλμ Ο νεαρός Άδαμ / Young Adam (2003), Hallam Foe (2007), Η αίσθηση του έρωτα / Perfect Sense (2011) και Γροθιές στους τοίχους / Starred Up (2013). Όμως το Πάση θυσία, πάνω στο θαυμάσιο σενάριο του Τέιλορ Σέρινταν, είναι σαφώς η πιο ολοκληρωμένη και πετυχημένη ταινία του γιατί συνδυάζει -πειστικά- αφηγηματική και σκηνοθετική στιβαρότητα, αιχμηρό χιούμορ, ωραία μουσική του Νικ Κέιβ, ανθρώπινα συναισθήματα, κοινωνική κριτική, διαύγεια, νηφαλιότητα και συνάμα δικαιολογημένη οργή… Ο Μακένζι συνθέτει με δεξιοτεχνία και αισθητική δύναμη ένα μείγμα κινηματογραφικών στοιχείων και ειδών: φιλμ νουάρ, σύγχρονο γουέστερν, κοινωνικό σινεμά, πικρή σάτιρα και κινηματογράφο χαρακτήρων.
Η ταινία του αφηγείται δυναμικά κι ευαίσθητα, κάπου στην μακρινή επαρχία του Τέξας, την ιστορία δύο αδελφών (Κρις Πάιν, Μπεν Φόστερ) με ύποπτο παρελθόν, που κατέχουν ένα υπερχρεωμένο σε μια τράπεζα αγρόκτημα και ληστεύουν τα υποκαταστήματά της για να βρουν και να καταθέσουν σ’αυτήν το ποσό του χρέους τους! Ποιος άραγε κλέβει περισσότερο ποιον; Η τράπεζα κλέβει την οικογένεια ή τα αδέλφια την τράπεζα; Τα σχέδιά τους έχει μυριστεί, λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του, ο βετεράνος, σώφρων, είρωνας και θυμόσοφος ρέιντζερ (που τον υποδύεται έξοχα ο ωριμότατος, ο μεγάλος Τζεφ Μπρίτζες) και ο ινδιάνος βοηθός του. Ο ρέιντζερ στήνει την παγίδα του κοντά στα υποκαταστήματα της συγκεκριμένης αισχροκερδούς τράπεζας και περιμένει υπομονετικά πότε τα δυο αδέλφια θα ξαναχτυπήσουν και θα πέσουν στη σοφή παγίδα του. Οι τέσσερις άντρες που έρχονται αντιμέτωποι είναι παγιδευμένοι σε έναν οικονομικοπολιτικό σχεδιασμό που τους ξεπερνά αμφότερους. Ο παλιομοδίτης γεροαστυνομικός, μια πατρική φιγούρα, με την οξυδέρκεια και τη σύνεσή του, το καταλαβαίνει και συγχωρεί, θέλοντας και μη, τον επιζήσαντα αδελφό. Γύρω τους αφθονούν χρεωκοπημένες και κλειστές επιχειρήσεις, διαφημίσεις δανείων και αδηφάγες τράπεζες. Αυτή είναι η Αμερική του Τραμπ, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι της κωμόπολης κουβαλούν ένα όπλο και ξεχύνονται σαν γεράκια πίσω από τους παράνομους για να αποδώσουν δικαιοσύνη…
Ο Μακένζι εικονοποιεί αποτελεσματικά κι εκφραστικά την αιώνια αμερικάνικη σύγκρουση του μεμονωμένου ατόμου (που κυνηγά το όνειρό του) με τον ασφυκτικό οικονομικοπολιτικό ιστό και την πανταχού παρούσα φύση, στις ατέλειωτες πεδιάδες με ορίζοντα χωρίς τέλος, στο μακρινό, καμμένο από τον ήλιο δυτικό Τέξας, στη νέα εποχή της οικονομικής κρίσης που τα χρήματα και η οικονομική εξουσία αλλάζουν χέρια και συγκεντρώνονται στους λίγους κι ισχυρούς, αφήνοντας τους πολλούς ανήμπορους και παθητικούς. Οι ήρωες του νεονουάρ/νεογουέστερν του Μακένζι (που θυμίζει κάπως αδελφούς Κοέν) αποτελούν γραφικές, μεμονωμένες και καταδικασμένες εξαιρέσεις. Ο σκηνοθέτης τους παρατηρεί εύστροφα με ευφυές, μελαγχολικό, πικρό, κυνικό και κεφάτο βλέμμα, κατορθώνοντας να δημιουργήσει μια αποενοχοποιημένη, οξυδερκή κι απολαυστική ταινία…