του Barry Jenkins
η κριτική του Θόδωρου Σούμα
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_moonlight.jpg

Στο δεύτερο, πολύ ειλικρινές, γνήσιο, γενναιόδωρο κι αποκαλυπτικό φιλμ του τριανταεφτάχρονου, μαύρου, αμερικανού, ανεξάρτητου σκηνοθέτη Μπάρι Τζένκινς παρακολουθούμε το χρονικό της ζωής του παραγκωνισμένου στη ζωή νεαρού Ταϊρόν, σε τρεις περιόδους του βίου του, από την αντίξοη παιδική ηλικία του ορφανού έως την περήφανη και «επιτυχή» τρόπον τινά, ενηλικίωση. Ενός βίου που διαρκώς αφήνει ένα πικρό κατακάθι στη γεύση και στο ανθρώπινο συναίσθημα…
Την αξιόλογη πρώτη ταινία του, Medicine for melancholy, γυρισμένη το 2008, είχαμε δει με ενδιαφέρον στις Νύχτες Πρεμιέρας.  Στο Moonlight ο μαύρος σκηνοθέτης αρθρώνει την επιδέξια, συγκρατημένη, ελλειπτική μα και συγκινητική αφήγησή του σε τρεις χρόνους: Ο Ταϊρόν παιδί στο σχολείο, με το παρατσούκλι Little, θύμα του bullying των αγριεμένων συμμαθητών του, κατόπιν έφηβος στο γυμνάσιο όπου τελικά εναντιώνεται στον τραμπούκο τσαμπουκά που τον καταπιέζει συστηματικά, και τέλος ώριμος νέος, όταν έχει ανδρωθεί, έχει γίνει μπρατσαράς μέσα από τις επώδυνες εμπειρίες του και έμπορος ναρκωτικών· (όπως ακριβώς ο άντρας που του είχε συμπαρασταθεί και τον είχε βοηθήσει στα νιάτα του στα δύο πρώτα μέρη του φιλμ).
Ο Ταϊρόν μεγάλωσε μέσα στην ανασφάλεια, τη βία και τη φτώχεια, χωρίς πατέρα και με μητέρα χρήστη και θύμα των ναρκωτικών, η οποία έχει συνεχείς, κυκλοθυμικές κρίσεις θυμού και αντίδρασης. Από μικρός βιώνει τον αποκλεισμό, τη διαφορετικότητα και την καταπίεση, οι βίαιοι δυνατοί τον χτυπούν και τον χαρακτηρίζουν δειλό και αδελφή. Παραμένει σιωπηλός ή στην καλύτερη των περιπτώσεων λιγομίλητος, συνεσταλμένος, αμφίθυμος, δεν ξέρει τον εαυτό του και αναρωτιέται με εναγώνια απορία, μέχρι και την εφηβεία, ποιος και τι είναι… Τον παίρνει υπό την προστασία του ένας καλόκαρδος, καλοπροαίρετος, μαύρος γείτονας, ντίλερ στο επάγγελμα -και η γυναίκα του-, μέχρι που πεθαίνει νέος, μάλλον στην άσκηση του «επαγγέλματός» του. Στην εφηβεία τα ερωτήματα του Ταϊρόν γύρω από τη σεξουαλική και κοινωνική ταυτότητά του εντείνονται. Το να είσαι «αδελφή» στα πλαίσια της εντελώς μάτσο αντίληψης των αφροαμερικανών του Μαϊάμι, είναι δυσβάσταχτο και οδυνηρό, πρέπει να παραμείνει κρυφό… Η φιλμική διήγηση περιγράφει ενσυναίσθητα, μεταξύ άλλων, και τη φιλία κι ερωτική έλξη δύο νεαρών, του κεντρικού ήρωα και του στενού φίλου του, που οι νταήδες τους θέτουν αντιμέτωπους και τους κάνουν να τσακωθούν και ν’απομακρυνθούν,- παρ’όλη τη μακρόπνοη αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο.  
Ο Μπάρι Τζένκινς μας δίνει με μεγάλη ευαισθησία, λεπτότητα (που θυμίζουν Brokeback Mountain), μα και ρεαλισμό κι εκφραστικότητα, τα ηθικά διλήμματα, τις ανθρώπινες αμφιταλαντεύσεις, τη βία και τη φτώχεια, πνευματική και υλική, του μίζερου και σκληρού περιβάλλοντος και όλων όσα υφίστανται οι ήρωές του, (ζωγραφισμένοι σωστά κι αδρά σαν ολοκληρωμένοι χαρακτήρες και όχι σαν καρικατούρες ή ανυπόστατες σκιές). Μια σκηνοθεσία λεπταίσθητη, αποτελεσματική και συνάμα συναισθηματική, γενναία και λειτουργική. Μέσα από τις αφηγηματικές ελλείψεις του ο νέος, μαύρος σκηνοθέτης, μας λέει διακριτικά όλα όσα πρέπει να μας πει, για την κοινωνία στην οποία ζουν οι χαρακτήρες του, για τα προβλήματα και τα δεινά που αντιμετωπίζουν, για τις ευαισθησίες, τις ιδιομορφίες, τη σεξουαλική ιδιαιτερότητά τους, για τον κοινωνικό ή ερωτικό αποκλεισμό τους, μας δίνει να καταλάβουμε – με συγκατάβαση, ρομαντισμό και γενναιοψυχία –  τι σημαίνει να είσαι μειονότητα…
Το φιλμ του Μπάρι Τζένκινς, ένας κοινωνικός και υπαρξιακός στοχασμός πάνω στην ταυτότητα (μαύρος, φτωχός και γκέι, αουτσάιντερ, κεντρικός χαρακτήρας) κέρδισε διακρίσεις και υποψηφιότητες, στο Φεστιβάλ του Τορόντο, στις Χρυσές σφαίρες, στα BAFTA, καθώς και του αμερικάνικου σωματείου ηθοποιών, και προφανώς θα τραβήξει δίκαια προς τα Όσκαρ.