Το καλοκαίρι του 1967 ήταν μία κομβική περίοδος της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας, όταν η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με έντονες κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές: την κλιμάκωση της στρατιωτικής εμπλοκής της χώρας στον πόλεμο του Βιετνάμ, και δεκαετίες φυλετικών διακρίσεων. Τα επίκεντρα όλης αυτής της δυσαρέσκειας και της άσβεστης οργής αποδείχθηκαν πως ήταν οι μεγάλες πόλεις της χώρας, με τις συστηματικές προκαταλήψεις τους, τις φυλετικές ανισότητες σε στέγη και παιδεία, και την ολοένα αυξανόμενη ανεργία στις κοινότητες των Αφρο-αμερικανών.
Δύο νύχτες μετά την έναρξη της εξέγερσης του Ντιτρόιτ, μία αναφορά για πυροβολισμούς κοντά σε περιοχή της Εθνοφυλακής, οδήγησε την Αστυνομία του Ντιτρόιτ, την Πολιτοφυλακή του Μίσιγκαν, την Εθνοφυλακή του Στρατού του Μίσιγκαν και έναν ιδιωτικό φρουρό ασφαλείας να εισβάλουν σε ένα παράρτημα του κεντρικού κτιρίου του Ξενοδοχείου Algiers. Περιφρονώντας την επίσημη διαδικασία, πολλοί αστυνομικοί ανέκριναν βίαια τους ενοίκους του ξενοδοχείου, κατασκευάζοντας ένα ιδιότυπο «παιχνίδι θανάτου», σε μία προσπάθεια να τους εκφοβίσουν για να μην ομολογήσουν. Μέχρι το τέλος της νύχτας, τρεις άοπλοι νεαροί πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ, και αρκετοί άλλοι άντρες και γυναίκες χτυπήθηκαν βάναυσα. Κανένα όπλο δεν βρέθηκε ποτέ.
Μετά από δεκαετίες παραμέλησης και ψεύτικων υποσχέσεων, το αστικό κέντρο της πόλης του Detroit εκρήγνεται και η στρατιωτική απάντηση στις αναταραχές ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά της διχόνοιας. Ο συνδυασμός χάους και θάρρους, πολλές φορές κατέστησε γκρίζα τη γραμμή μεταξύ θύματος και θύτη.
Πέρα από τις σοκαριστικές απώλειες, όμως, το μεγαλύτερο κακό ήταν «το τέλος της αθωότητας», όπως μας αποδεικνύει και η κεντρική θεματική του φιλμ. Τα πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την νύχτα τρόμου στο Ξενοδοχείο Algiers, και ο απόηχός τους, έχουν έκτοτε υποβιβαστεί σε απλή αναφορά στα βιβλία ιστορίας.
Η σκηνοθέτις δηλώνει : "Όταν γυρίζεις μία ταινία για ένα αληθινό περιστατικό και γνωρίζεις τους ανθρώπους που ήταν αυτόπτες μάρτυρες σε αυτό, θέλεις να εξασφαλίσεις πως οι εμπειρίες τους δεν συνέβησαν εις μάτην. Πως μπορείς να απηχήσεις την ιστορία τους στο κοινό, να τη μοιραστείς μαζί τους».
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)