(Έρχεται τη νύχτα)
του Trey Edward Shults
Ένας ηλικιωμένος εμφανώς βαριά άρρωστος. Η κόρη με αντιασφυξιογόνο μάσκα. Ο εγγονός. Ο γαμπρός. Ένας φόνος που μοιάζει με ευθανασία (;). Η σoρός που αναφλέγεται…
Ταινία τρόμου, ή μάλλον θρίλερ, η αμερικάνικη ταινία αυτή χαμηλού προϋπολογισμού είναι μια επιπλέον απόδειξη ότι οι περιορισμοί στα μεγέθη δεν συνιστούν και περιορισμούς στο αισθητικό αποτέλεσμα.
Στο κέντρο της αφήγησης είναι μια οικογένεια -ο πατέρας, η μητέρα και ο 17χρονος γιος. Ζουν απομονωμένοι σ’ ένα σπίτι μέσα στο δάσος. Η ζωή τους τελεί υπό μια διαρκή απειλή, που ποτέ δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια και καθαρότητα: μια επιδημία; οι «μολυσμένοι» που συνιστούν απειλή; ο πολιτισμός που μοιάζει να έχει καταρρεύσει; Την απομόνωση της οικογένειας θα διακόψει ένας εισβολέας. Και εξέλιξη αυτή της εισβολής είναι η φιλοξενία –συγκατοίκηση μιας επίσης τριμελούς οικογένειας στο χώρο της αγροικίας. Όμως ό,τι ομοιάζει ως «η ισχύς εν τη ενώσει» θα έχει ως συνέπεια και μια άλλη σκοτεινή πλευρά…
Ο περίκλειστος χώρος ενός σπιτιού υπήρξε πάντα ένας προνομιακός δραματικός χώρος για το είδος της ταινίας τρόμου και θρίλερ -είτε ενταγμένο μέσα στον αστικό ιστό, είτε το απομονωμένο στην ύπαιθρο. Έτσι και εδώ, το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης διαδραματίζεται μέσα στο χώρο αυτής της απομονωμένης αγροικίας στο δάσος. Και ως συνήθως συμβαίνει στο είδος, το έξω -ό,τι περιβάλλει το σπίτι, στην περίπτωση μας το πυκνό και σκοτεινό δάσος- συνιστά ή εμπεριέχει πάντα μια απειλή: είναι ο άγνωστος, σκοτεινός και αφιλόξενος χώρος.
Είναι η εισβολή του Κακού που πρέπει αποκρουστεί, το αίτημα της αφήγησης. Εδώ το Κακό έχει τη μορφή μάλλον μιας επιδημίας, και ό,τι απειλεί την ασφάλεια της οικογένειας είναι η μόλυνση των μελών της από την ασθένεια. Οι αναφορές στις μεσαιωνικές επιδημίες πανούκλας είναι εμφανείς και φευγαλέα παρουσία ενός πίνακα του Hieronymus Bosch, δεν είναι παρά μια υπενθύμιση της σχετικής μυθολογίας. Ωστόσο, το Κακό είναι κάτι περισσότερο από τη μολυσματική νόσο: ασαφές και αόρατο, το Κακό είναι μια απειλή που ποτέ δεν δείχνεται. Και ίσως γι’ αυτό η ταινία δεν κάνει ποτέ φανερή την ταυτότητά της: στέκεται πάντα μετέωρη ανάμεσα στο είδος της ταινίας τρόμου -στην πιο λιτή και απέριττη της εκδοχή- και σ’ αυτό του θρίλερ, της ταινίας αγωνίας, που οργανώνεται γύρω από μια απειλή που επικρέμεται.
Αυτό που κλιμακώνει τη δραματική πλοκή (και η εκκρεμότητα της οποίας επιτείνει την αγωνία) είναι όπως πάντα η σύγκρουση μεταξύ δύο πόλων: όχι προσώπων, αλλά των οικογενειών, των γηγενών και των ξένων. Πλούσια στις κοινωνιολογικές σημάνσεις της, η ταινία είναι διάστικτη με ένα λόγο επίκαιρο: ο ξένος ως πρόσφυγας που ζητά τη βοήθεια, η φιλοξενία, η οικογενειακή εστία ως το ύστατο καταφύγιο. Δεν είναι μόνο οι δια-οικογενειακές σχέσεις (και συγκρούσεις) που έρχονται συχνά σε πρώτο πλάνο, αλλά και οι ενδοοικογενειακές σχέσεις: η αφήγηση κορυφώνεται με την κατάλυση της οικογενειακής εστίας, τη διάλυση της οικογένειας, την επιστροφή στο ζευγάρι. Τώρα δεν υπάρχουν πλέον οικογένειες, αλλά μόνο πρόσωπα που το ένα στέκεται απέναντι του άλλου. Αμηχανία, θλίψη …
Δημήτρης Μπάμπας