των Jonathan Milott & Cary Murnion
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_bushwick.jpg

Ταινία δράσης της οποίας η αφήγηση αναπτύσσεται με φόντο μια πολιτική δυστοπία, η αμερικάνικη ανεξάρτητη αυτή παραγωγή είναι ένα τυπικό δείγμα σύγχρονού b-movie και ως τέτοιο προσφέρει ένα πλούσιο πεδίο σχολιασμών.
Κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι η Lucy (στο ρόλο η Brittany Snow) που καταφτάνει συνοδεία του αρραβωνιαστικού της, στην παλιά της γειτονιά για να επισκεφτεί τη γιαγιά της. Ωστόσο, μόλις βγουν από το σταθμό του μετρό έρχονται αντιμέτωποι μ’ ένα τεράστιο σοκ: η πόλη -και πιο συγκεκριμένα η συνοικία Bushwick του Brooklyn - είναι ένα πεδίο μάχης. Η Lucy απομένει μόνη της, παγιδευμένη εν μέσω διασταυρούμενων πυρών και προσπαθεί να διασχίσει τη φλεγόμενη πόλη, αναζητώντας καταφύγιο. Μόνος συμπαραστάτης της, ο Stupe (στο ρόλο ο Dave Bautista) ένα βετεράνος πεζοναύτης...
Η απεικόνιση του πυκνού αστικού ιστού ως ενός πεδίου μάχης θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια αντανάκλαση των αναταραχών που συνταράσσουν τις αμερικάνικες μεγαλουπόλεις τα τελευταία χρόνια – όρα Charlottesville, Ferguson κ.λπ.. Η αφήγηση χρησιμοποιεί το ετερόκλιτο, πολυεθνικό τοπίο και τις αναταραχές που το διαπερνούν όχι μόνο ως φόντο, αλλά ως κεντρικό στοιχείο, οργανικό στοιχείο της πλοκής. Και γι’ αυτό το λόγο η ταινία θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια πολιτική δυστοπία, που διαδραματίζεται στα χαμηλότερα επίπεδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης: στο πεζοδρόμιο.
Ωστόσο, ό,τι συνιστά μια πολλά υποσχόμενη ιδέα, στο επίπεδο της εκτέλεσης, υπονομεύεται (;) από τη σκηνοθετική στρατηγική. Το μονόπλανο κυριαρχεί ως σκηνοθετική επιλογή και η αφήγηση δομείται από μια σειρά μονόπλανα. Όμως,  δεν είναι αυτό που συναντάμε στον Aleksandr Sokurov (Russian Ark), στον Alfred Hitchcock (Rope)  ή ακόμα στον Orson Welles (στην εναρκτήρια σεκάνς του Touch of Evil), αλλά ό,τι συναντάμε στα βιντεοπαιχνίδια τύπου tactical shooter.  Ακολουθώντας τις σκηνοθετικές και αφηγηματικές οπτικές που αναπτύσσονται στα video games, η σκηνοθεσία ορίζει και την εμβέλεια του εγχειρήματός της: δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια σύγχρονη εκδοχή της ταινίας Escape from New York (John Carpenter, 1981). Είναι οι σκηνοθεσίες από τα παιχνίδια Shoot 'em up, οι υποκειμενικές (ή σχεδόν υποκειμενικές) οπτικές που αναγνωρίζουμε, καθώς η σκηνοθεσία ακολουθεί κατά πόδας την ηρωίδα και τον ήρωα μέσα στις πολεμικές συγκρούσεις. Η στρατηγική αυτή κάνει εμφανείς τις αδυναμίες της, όταν φθάνει η στιγμή της κορύφωσης, τότε που η αφήγηση θα πρέπει να εγκαταλείψει τη δράση και αποκτήσει μια συναισθηματική διάσταση, όταν δηλαδή πρέπει να εμφανισθεί το δράμα. Τότε, οι δύο χαρακτήρες αποκαλύπτουν την πραγματικές (μονοδιάστατες) διαστάσεις τους. Αδυνατώντας να αποκτήσουν ένα δραματικό περιεχόμενο και ένα υπαρξιακό βάθος, τα πρόσωπα αυτά μένουν στο επίπεδο μιας καρικατούρας: μια φιγούρα ενός παιχνιδιού τύπου tactical shooter. Εντέλει ό,τι παρακολουθήσαμε δεν ήταν παρά μια, αναμφίβολα συναρπαστική, προσαρμογή, ένα δάνειο ενός βιντεοπαιχνιδιού στην κινηματογραφική οθόνη. Τις εντάσεις και τις σκηνοθεσίες του απολαύσαμε...

Δημήτρης Μπάμπας