(Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ)
του Clint Eastwood
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_richard-jewell.jpg

ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΦΙΛΟΣ
Από τις καλύτερες ταινίες του σκηνοθέτη, των τελευταίων χρόνων, και σε βαθιά πλέον γεράματα, πλην όμως το γέρασμα του καλλιτέχνη, στην προκειμένη περίπτωση, έχει πάει περίπατο και ουδόλως μας απασχολεί. Εκείνο που πάντα με εντυπωσίαζε, στις καλές ταινίες του Κλιντ Ίστγουντ (διότι βεβαίως έχει σκηνοθετήσει και λιγότερο καλές ή μέτριες) ήταν αυτή η απαράμιλλη ικανότητά του να παίρνει στα χέρια του τα κλισέ και να τα «καθαρίζει» από κάθε τι ευτελές, ενοχλητικό, περιττό, άσκοπα εντυπωσιακό και γλυκερά συναισθηματικό, ανούσια γυαλιστερό και άγονα διδακτικό. Αντιθέτως, σε όλα μετέδιδε την απλή, καθαρή, χωρίς φλυαρίες ματιά του, με ένα κινηματογραφικό βλέμμα αθωότητας και πηγαίου κεφιού, αφηγούμενος τις ιστορίες του με τον τρόπο του κλασικού παραμυθά, με τη μέθοδο του παλιού καλού Χόλλυγουντ. Σε αυτόν τον τομέα, ακριβώς, συνεχίζει να επιτυγχάνει τούτος ο μαθητής του Ντον Σίγκελ και του Σέρτζιο Λεόνε, βεβαίως όταν είναι στις καλές του. Συντηρητικός, ως προς την εξωφιλμική πολιτική του τοποθέτηση, δεν φείδεται ποτέ ενός προοδευτικού κινηματογραφικού βλέμματος, που συνήθως τάσσεται υπέρ των αδυνάμων και των αδίκως κατηγορουμένων, ασκώντας πάντοτε και αυστηρότατη κριτική στο σύνολο του αμερικανικού συστήματος, σκοπεύοντας ευθέως, συνήθως, την αστυνομία, το νομικό σύστημα, τον Τύπο, τις φυλετικές διακρίσεις, τον στρατό, την ανθρώπινη μισαλλοδοξία, την αδικία και τη διαστρέβλωση της αλήθειας. Δεν είναι καθόλου λίγο. Οι ταινίες του, πολύ συχνά, συνοδοιπορούν ήρεμα με τη χαρά, την απόλαυση και τις απαιτήσεις του καθαρόαιμου κινηματογραφόφιλου και ικανοποιούν, στο μέτρο του δυνατού, τις ανάγκες και απαιτήσεις ενός θεατή που πάει σινεμά για να χαλαρώσει, να ταυτιστεί με τους ήρωες, να συγκινηθεί και να γελάσει. Ναι, διότι ο Αμερικανός φίλος (όπως θα ’λεγε ο Βέντερς) Κλιντ Ίστγουντ, εκτός από τα άλλα του χαρίσματα, διαθέτει και πολύ εκλεκτό χιούμορ (βλ. στην παρούσα ταινία τα απίθανα τάπερ της μαμάς Μπόμπι, ή τα κοντά παντελονάκια των δύο κεντρικών ηρώων του). Επίσης, γνωρίζει πολύ καλά, όντας κι ο ίδιος καλός ηθοποιός, να διευθύνει «στρατηγικά» τους ερμηνευτές που διαλέγει. Δείτε, ας πούμε, την ακριβείας απολαυστική ερμηνεία των Paul Walter Hauser και Sam Rockwell, οι οποίοι επιπλέον αποτελούν και ένα θαυμάσιο δίδυμο ανδρικής φιλίας, πάνω στα αντιπροσωπευτικά δείγματα του παλιού χολιγουντιανού προτύπου. Πα’ να πει, στο σύνολο, ένα δημιούργημα διαυγούς και ευσταλούς κινηματογράφου, αγέραστου, ενώ εκεί όπου χάνει, ενδεχομένως, τον δικό του βηματισμό, κατορθώνει να αποτελεί πάντα ένα άξιο σεβασμού πιστό αντίγραφο.

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)