της Eliza Hittman
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_never-rarely-sometimes-always.jpg

Η ζωή της δεκαεπτάχρονης Autumn, που ζει σε επαρχιακή πόλη της Πενσυλβάνια, δεν είναι και τόσο ρόδινη, όπως φαίνεται από την εισαγωγική σκηνή της ταινίας. “ Με αναγκάζει να κάνω πράγματα που δε θέλω. Με κάνει να λέω πράγματα που δε θα λεγα. Και παρόλο που θέλω να φύγω, συνεχίζω να τον λατρεύω...” , τραγουδάει με την κιθάρα της η νεαρή μαθήτρια σε μουσική εκδήλωση του σχολείου της, ενώ στα μάτια της καθρεφτίζεται η προσωπική θλίψη ανάμικτη με αυτή των στίχων της παλιάς επιτυχίας των Exciters  “He’s Got the Power “. Το υβριστικό σχόλιο ενός νεαρού από το ακροατήριο, παρά την αμηχανία που της προκαλεί, διακόπτει μόνο σύντομα την ερμηνεία της. Ρίχνει όμως φως στο παρελθόν μιας δύσκολης εφηβείας που ποτέ δεν αποκαλύπτεται, αλλά διαγράφεται έμμεσα από σκόρπιες αφηγηματικές νύξεις και φωτίζεται προς το τέλος με την εμβληματική σκηνή του προφορικού ερωτηματολογίου, από το οποίο έλκει τον τίτλο της η ταινία.
Απόμακρη και εσωστρεφής η Automn,πίσω από τη συνεσταλμένη, μελαγχολική διάθεση κρύβει κάτι βαρύτερο.  Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τον εγκλωβισμό της σε μια κατάσταση αδιέξοδη. Η ταινία την παρακολουθεί με μια άκρως λακωνική αφήγηση- που κυμαίνεται από την ψυχρή κλινική καταγραφή ως τη διακριτική αποτύπωση απωθημένων συναισθημάτων-, στον αγώνα δρόμου που διανύει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μαζί με την ξαδέρφη και κολλητή της Skylar, προκειμένου να απαλλαγεί από το πρόβλημα. Μοναδικό τους καταφύγιο η ανεκτικότερη στο θέμα των αμβλώσεων Νέα Υόρκη. Και παρόλο που η απόσταση είναι σχετικά μικρή, η διαδρομή ως την επίτευξη του στόχου -λόγω των κινδύνων και των εμποδίων που προκύπτουν- φαίνεται τεράστια. Οι αντοχές ωστόσο των δύο κοριτσιών, η ακλόνητη αποφασιστικότητα της Autumn και η αθόρυβη αλληλεγγύη της Skylar αμβλύνουν τα εμπόδια. Το Never Rarely Sometimes Always, είναι ένα μοναδικό πορτρέτο της φιλίας τους, το δικό τους ηρωικό ταξίδι προς την ενηλικίωση.      
Στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της η Eliza Hittman, που υπογράφει και το σενάριο,  παραμένει σε έναν χώρο που ηλικιακά τον γνωρίζει καλά, για να καταπιαστεί αυτή τη φορά με ένα άκρως επίκαιρο θέμα, που όμως δεν επιτρέπει να την παρασύρει. Κι ενώ οι πολέμιοι των αμβλώσεων ανά τον κόσμο διαρκώς αυξάνονται και πολιτείες των ΗΠΑ επιστρέφουν η μία μετά την άλλη σε νόμους αναχρονιστικούς, η σκηνοθέτιδα κρατάει συνειδητά απόσταση από οποιαδήποτε καταγγελτική ρητορική, κάνοντας ωστόσο ορατή τη θέση της απέναντι στο ζήτημα. Με εμφανείς τις εκλεκτικές συγγένειες με το 4 Months, 3 Weeks and 2 Days του Christian Mungiu, από τον κατακερματισμένο τίτλο ως τις βαθύτερες θεματικές αναλογίες, η ταινία της Hittman κινείται σε ένα εν πολλοίς εχθρικό αλλά λιγότερο σκαιό περιβάλλον από αυτό της Ρουμανίας του Τσαουσέσκου, αναδεικνύοντας παράλληλα και άλλες παραμέτρους . Το κινηματογραφικό της βλέμμα επικεντρώνεται κυρίως στα πρόσωπα και στη μεταξύ τους σχέση, ενώ δε λείπουν και οι λοξές ματιές στην εσωτερική αγωνία και στα τραύματα του παρελθόντος. Ένα ψυχογράφημα που στοιχειοθετείται από σιωπηλές ζωές και ίχνη αδιόρατα. Μόνο που οι σιωπές εδώ ισοδυναμούν με ηχηρές κραυγές αγωνίας. Κινούμενη με ρεαλιστική δύναμη αλλά και με μία υπνωτική ροή, με τρυφερότητα αλλά και απόλυτη εμπιστοσύνη απέναντι στις νεαρές της ηρωίδες, η Hittman μετατρέπει εντέλει - με την αισιόδοξη τελική σκηνή- το τραγούδι της εισαγωγής  σε “ She’s Got the Power”.  

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]